Τα βιβλία δεν είναι ευαγγέλια. Οποιοδήποτε βιβλίο κι αν γίνει ευαγγέλιο σκοτώνει. Τα βιβλία είναι συναισθηματικές ανθοδέσμες – συχνά και συναισθηματικά κομφούζια. Τα βιβλία περιγράφουν αυτό που ποθούμε ή αυτό που φοβόμαστε – άρα κι αυτό που είμαστε. Τα βιβλία δεν είναι πρωτόκολλα θεραπείας – δεν εφαρμόζονται επί ανθρώπων. Ποτέ δε σκότωσαν οι λέξεις – σκοτώνουν τα παραγγέλματα. Επιμένω: κάθε παράγγελμα είναι το ίδιο παράγγελμα μιας έγερσης σε μιαν αυγή που πίνουμε μαύρο γάλα.
Μπορεί κανείς να μου πει (να μου φωνάξει): Μας λες τον πολιτικό φιλόσοφο/ιεροκήρυκα ντε Σαντ ντελαλισμένο αντιανθρωπιστή και οργανικά Χριστιανό, έναν ευαγγελιστή ενός στρατοπεδικού κόσμου – μα τελικά μήπως δεν κατέγραψε μια δική μας, κατάδική μας, φαντασίωση; Σκέψου πόσο μάς γοητεύει (έστω σταδιοποιημένη) η βία με την οποία ο ντε Σαντ έντυσε τη γκάβλα – πόσο σπουδαιότεροι νιώθουμε όταν κρατάμε μαστίγιο... Απαντάω: Και ποιος σάς είπε πως ο στρατοπεδικός κόσμος δεν είναι μια δική μας, κατάδική μας, φαντασίωση; Γιά σκεφτείτε πώς αλαλάζουμε στις παρελάσεις των όπλων, πόσο μάς γοητεύει η απαίσια Μάρσια της Αΐντας, πόσο μάς θέλγει ο τρόμος με τον οποίο ντύνει το θάνατο ο Πόου (και ο Λάβκραφτ και τόσοι άλλοι μετά απ’ αυτόν). Δεν είμαστε απαραίτητα συνειδητοί ναζί, μήτε και απαραίτητα θανατότρομοι. Δεν είμαστε απαραίτητα σαδιστές. Είμαστε (κρυφο) χ ρ ι σ τ ι α ν ο ί.
Το προχωράω: Είμαστε χριστιανοί, θεόπληκτοι, δηλαδή άνθρωποι που λογαριάζονται (ακόμη κι από τους ίδιους τούς εαυτούς τους) ως κείμενοι υπό επιδιόρθωση (υπό βελτίωση), βαθύτατα εξαρτημένοι από μια εξουσιαστική οπτική του θανάτου. Πειστήκαμε πως οι άνθρωποι φτιάχτηκαν για να τυραννούνε τους ανθρώπους. Λογαριάζουμε το θάνατο ως τρόμο, ως τιμωρία, ω ς π τ ώ σ η – λογαριάζουμε τη γκάβλα ως κυριαρχία. Η σκοτεινή ρίζα του ολέθρου μας βρίσκεται στο παραμύθι της Γένεσης: κάποιος Πλάστης-Νταβατζής γυαλίστηκε να σηκώσει μαστίγιο και να δώσει εντολές – όποιος τον παράκουγε θα τιμωρούνταν... Αν σκεφτόμασταν πως η γκάβλα είναι απελπισία, ακριβώς γιατί δε χρειάζεται ελπίδες και υποσχέσεις, αν σκεφτόμασταν πως ο θάνατος δεν είναι πτώση αλλά προϋπόθεση για να γκαβλώνουμε, άρα πως είναι κομμάτι του ανθρώπινου σπαρταρίσματός μας, στην τελική σημαντικό κομμάτι ζωής, ίσως (να τονιστεί: ίσως) να ήταν μπορετό ν’ αφήσουμε στην άκρη το μαστίγιο, ίσως να ήταν βολετό να νιώσουμε (ή να περιγράψουμε) τη γκάβλα ως κάτι που δε διδάσκεται και δεν έχει τη ρίζα του στην ενοχή. Επιμένω: η γκάβλα δεν μπορεί να γίνει διδαχή.
Πηγή: Θανάσης Τριαρίδης, "Μαρκήσιος ντε Σαντ, ή, τα υπόγεια του Χριστιανισμού", κεφ. 6 "Αλίμονο, είμαστε χριστιανοί!"