ΚΑΤΕΧΩ: 1. κρατώ ισχυρώς, έχω υπό την εξουσία μου
2. κρατώ σαν ιδιοκτησία, κατακρατώ κάποιον ή κάτι.
ΚΑΤΟΧΗ: Ιδιοκτησία. Κυριότητα. Έλεγχος. Το Έχειν. Το να έχεις.
Έχω μία ιδέα. Έχω ένα κρύωμα, έχω υπομονή. Να έχουμε ένα καλό γεύμα να έχουμε περάσει καλά, να έχουμε φίλους. Έχω ένα εξοχικό, μια Μερσεντές, μια υπηρέτρια. Τα δένδρα έχουν καινούργιους ανθούς. Σε έχω όπου σε θέλω.
Η ιδιοκτησία δεν έχει μια απλή έννοια. Προέρχεται από το λατινικό «posse» που σημαίνει δύναμη με την διπλή έννοια και της ισχύος και της πίεσης και με την σημασία της δυνατότητας ή της ικανότητας. Μπορεί να σημαίνει κάτι το φιλικό, εχθρικό ή αδιάφορο, ανάλογα με την περίσταση. Τι, πώς και γιατί κατέχουμε; Κι ακόμη πιο σημαντικό τι / ποιος μας κατέχει; Πώς; Γιατί;
Στην Αϊτή, οι πρακτικοί μάγοι Βουντού έχουν επεξεργασθεί τελετουργίες σχετικές με την καταληψία / κατοχή, που οι ρίζες τους χάνονται στα βάθη του χρόνου. Τελετουργίες συνειδητά σχεδιασμένες και ελεγμένες από τους ανθρώπους που παίρνουν μέρος σ' αυτές. Σε αυτές τις τελετές, ο Λόα (Θεός) προσκαλείται να μπει σε κάποιον. Η ψυχή του ανθρώπου αυτού πρόσκαιρα (και εθελοντικά) φεύγει και έτσι ο Λόα μπορεί και κατέχει το κορμί του / της. Ο Λόα μπορεί να διατάξει και να απαιτεί (συγκεκριμένη τροφή, ποτό, αρώματα, κοσμήματα, θυσίες) μα και δίνει ανταλλάγματα, όχι μόνον σ' αυτόν στον οποίο μπαίνει αλλά και σ' ολόκληρη την κοινότητα (συμβουλές, υγεία, προειδοποιήσεις, την δύναμη να αντεπεξέλθει σ' ένα δύσκολο έργο). Πάντως η αμοιβαία ανταλλαγή δεν είναι ακίνδυνη και ο «μαμ μπο» ή ο «χουν γκαν» παρατηρεί προσεκτικά το κατεχόμενο πρόσωπο και ζητά από τον Λόα να φύγει την ώρα που πρέπει. Μετά παίρνει τον κουρασμένο -πρώην κυριευμένο- και τον οδηγεί σε κάποιο ήσυχο μέρος να ξεκουραστεί. Το μονοπάτι ανάμεσα στους Θεούς και τους «κατεχόμενους» ανοίγει και κλείνει μέσα από τους πολύπλοκους ρυθμούς των κρουστών και των κουδουνιών. Είναι μουσικοί που δημιουργούν κι ύστερα διαλύουν την επιθυμητή ατμόσφαιρα μέσα στην οποία γίνεται η «τελετή κατοχής».
Ωστόσο, στον 20ο αιώνα, στις Δυτικές κοινωνίες το βιομηχανικό βουητό και ο μονότονος ρυθμός της μαζικής κουλτούρας είναι ένα μονοπάτι χωρίς τέλος, δεν κλείνει ποτέ, και οι ψυχές μας είναι συνέχεια και με την βία διωγμένες μακριά μας: οι Θεοί μας, οι Λόας μας, ακούνε σε ονόματα όπως Εξουσία, Κύρος, Περιουσία, Φόβος, Καταπίεση, Κομφορμισμός, Δουλειά και Ανία, έρχονται και εισβάλουν απρόσκλητοι και κατέχουν τα σώματά μας από παιδιά. Ούτε για αστείο δεν «μπαίνουνε απλώς» μέσα μας. Μας σαμαρώνουν, μας βάζουν το χαλινάρι και μας σέρνουν στο χώμα.
Ήρθαν δήθεν σαν έποικοι, μα άραξαν για τα καλά και κατάφεραν να μας ξεκόψουν από τις φυσικές μας πηγές καθώς εμείς αναπαράγουμε τις τελετές και τις συνήθειες που εξασφαλίζουν την ιδιοκτησία τους. Καθώς μάλιστα περνάει ο καιρός, τα ελάχιστα κομμάται από την φυσική, κοινωνική, ψυχολογική μας διάσταση που δεν έχουν ακόμα αποικισθεί / κυριευθεί μικραίνουν όλο και πιο πολύ. Τα κατακομμένα δάση και τ' απογυμνωμένα βουνά έχουν αντικατασταθεί από σουπερμάρκετ και πάρκινγκ, ενώ ταυτόχρονα κάτι τεμαχίζει τις ψυχές μας. Το έδαφος διαβρώνεται. Τα πάντα μετατρέπονται σε ιδιοκτησία και είναι πολύ λίγα τα μέρη όπου μπορεί ακόμα κανείς να βρει την ησυχία του και τον εαυτό του.
Χωρίς να δίνουν κανένα αντάλλαγμα, οι βίαιοι αυτοί εκπολιτιστές, αυτοί οι καινούργιοι Λόας, όρισαν εαυτούς εξ ορισμού να κατέχουν (και με τον τρόπο αυτό να μας εξουσιάζουν), αν και χρωστούν την δύναμή τους στο ότι, προς το παρόν, ελέγχουν απόλυτα την διαδικασία των τελετών, την δομή της καθημερινής ζωής. Εμείς απλώς χορεύουμε τον χορό τους. Και στολιζόμαστε με hi-tech μπιχλιμπίδια και τοξικά αρώματα, όπως αυτοί διατάζουν. Θυσιάζουμε όλη μας την ενέργεια και την δημιουργικότητα με τρόπο τόσο άψογα προκαθορισμένο, ώστε μάς είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι κάποτε μας ανήκαν. Φτιάξαμε πλαστικούς βωμούς εικόνες ειδώλων, μια γαμημένη τελείως κουλτούρα, που υπηρετεί τις ανάγκες αυτών των καινούργιων «θεών» και επαναβεβαιώνει συνεχώς το «φυσικό» τους δικαίωμα να εξουσιάζουν την πραγματικότητα.
Σαν κάποιον «μαμ μπο» που αντικρίζει έναν παράνομο κι επικίνδυνο Λόα, καλούμαστε λοιπόν να φτιάξουμε τελετές αντίθετες, τελετές κάθαρσης που θα πετάξουν έξω αυτούς που αποίκισαν τα κορμιά και τις ζωές μας. Θα χρειαστούμε τελετές επαναφοράς και επαναδημιουργίας τρόπων ζωής που δεν θ' αφήνουν χώρο σε πεινασμένους για δύναμη κατασκευασμένους «θεούς» να προσπαθούν να μας κατέχουν. Τελετές κάθαρσης που μπορούν να είναι απλές και άμεσες, όπως ας πούμε ένα τούβλο στις οθόνες των τηλεοπτικών συσκευών ή κάποια σούπερ κόλλα στις κλειδαριές των κάθε είδους ναών του εμπορεύματος. Όπως έγραψε ο Hakim Bey: «αφήστε τις πικεττοφορίες, κάντε βανδαλισμούς. Μη διαμαρτύρεστε, παραμορφώστε. Όταν η ασκήμια, η φτώχεια της φαντασίας, το ηλίθιο ξόδεμα πέφτει με την βία επάνω σας, γίνετε λουδδίτες, φτύστε το κατάμουτρα, πληρώστε τους διαβόλους με το ίδιο τους το νόμισμα. Κατεστρέψτε τα σύμβολα της Αυτοκρατορίας σ' όνομα του ότι τίποτα δεν πιο πολύτιμο από της καρδιάς τον απέραντο πόθο για την Αρετή».
Οι τελετές της αναδημιουργίας θα αλλάξουν ριζικά την κουλτούρα που υπάρχει, γεμίζοντας την με καινούργια στοιχεία μιας «κουλτούρας ενδυνάμωσης». Θα μπορούσαν να γίνουν μια σειρά από τελετές που να περιλαμβάνουν τηλεφωνική απαγγελία ποίησης, αντιαυταρχική ταχυδρομική τέχνη με πολλούς αποδέκτες, γράμματα αλυσίδα, agi-tprop σε κάθε οργανωμένο χώρο, σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο με στόχο την Δημιουργία Αυτόνομων Κέντρων, κοινοβιακές πόλεις - πάρκα και φάρμες – κολλεκτίβες (Αυτά τα παραδείγματα είναι σχεδιασμένα έτσι ώστε να υπάρχουν δύο βασικές ομάδες, η πρώτη που θα δημιουργεί περισσότερο παρά θα «δέχεται» την κουλτούρα και η δεύτερη που θα εγκαθιδρύσει συνελεύσεις, καταφύγια ώστε να προστατεύει και να ενθαρρύνει εναλλακτικά μοντέλα κουλτούρας).
Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι καινούρια και πρωτοεμφανιζόμενο. Τα κοινόβια και το θέατρο του δρόμου βεβαίως δεν μπορούν να δημιουργήσουν από μόνα τους μια άλλη κοινωνία. Σίγουρα όμως μπορεί αυτό που οι σιτουασιονιστές ονόμασαν «επανάσταση της καθημερινής ζωής», όπου ριζοσπάστες καλλιτέχνες και οι αυτονομαζόμενοι «εργάτες της κουλτούρας» προσπαθούν να γελοιοποιήσουν και να αχρηστέψουν τον μηχανισμό της πνευματικής αναισθησίας που δημιούργησε η μονοδιάστατη καπιταλιστική κουλτούρα, οδεύοντας προς κάτι διαφορετικό. Άσχετα αν, σε μεγάλο βαθμό, αρκετοί παρέμειναν «καλλιτέχνες», υπηρετώντας την Κουλτούρα (με μεγάλο Κ) αντί την κουλτούρα, παραμένοντας απομονωμένοι αουτσάϊντερς και ουσιαστικά αναποτελεσματικοί.
Είναι ίσως δύσκολο να φαντασθείτε ότι έτσι μπορούν να δημιουργηθούν ρωγμές στην ατσάλινη βιτρίνα της κατεχόμενης πραγματικότητας ή ότι θα αφεθούν τα διάφορα δεδομένα του συστήματος να εκτοπισθούν και να διορθωθούν. Το όραμά μας σπάνια κρατάει περισσότερο από όσο είμαστε πάνω στο χαρτονένιο μας βάθρο: κάνα πόστερ από δω, καμμιά πορεία από κει, κάποιο περιοδικό που το διαβάζουμε μονάχα λίγες αδελφές ψυχές.
Τι θα γινόταν όμως αν όλη αυτή η μυρμηγκιά των αναρχο-φρικο-αριστεριστών έβαζε σκοπό να καταστρέψει από ένα τουλάχιστον συγκεκριμένο κυρίαρχο έμβλημα ο καθένας τους την ημέρα;
Τι θα γινόταν αν κάναμε τους ναούς του εμπορεύματος να φανούν σαν απαίσια άντρα που έχουν όλα τα αντίστοιχα λατρευτικά τους σκεύη γεμισμένα αίμα, σκατό, σπασμένο γυαλί, θάνατο;
Τι θα γινόταν αν σταματούσαμε να γράφουμε, να ζωγραφίζουμε και να θεωρητικολογούμε μέσα από τα αυστηρά προσδιορισμένα και προκαθορισμένα όρια που οι Λόας μας έχουν ορίσει, κι αρχίζαμε να στέλνουμε την πνευματική δουλειά μας σε τυχαίους άγνωστους ή να την διανέμουμε σε καθαριστήρια και πολυκαταστήματα;
Τι θα γινόταν αν βλέπαμε όλες μας τις ενέργειες σαν δημιουργίες μιας καινούριας θετικής κουλτούρας, παρατώντας τις μοναχικές μας διαμαρτυρίες και τις καταστρεπτικές μας φαντασιοπληξίες;
Τι θα γινόταν αν ό,τι κάναμε ήταν μέρος μιας συνειδητά προσχεδιασμένης τακτικής και ενός οργανωμένου τελετουργικού που θα κατευθυνόταν όχι στο να ρίξει απλώς κάποιο «άλλο» μήνυμα στην καθημερινή ζωή, αλλά να εργασθεί ενάντια στο καθεστώς της δυαδικής δύναμης στην κουλτούρα, που έχει φέρει κι εμάς κι αυτούς ένας βήμα πριν τον οριστικό αφανισμό;
Τι θα γινόταν άραγε αν τέλειωνε αυτό το αναθεματισμένο άρθρο κι άνοιγα άλλη μια μπύρα;
Bob Hopi
(Πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ανοιχτή Πόλη» στα τέλη της δεκαετίας του 1980)