Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2008

Ερρίκο Μαλατέστα: ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΡΕΦΟΡΜΙΣΤΕΣ

«Το θεμελιακό λάθος των ρεφορμιστών είναι το ότι ονειρεύονται μια αλληλεγγύη, μια ειλικρινή συνεργασία, ανάμεσα σε αφεντικά και δούλους, ανάμεσα σε ιδιοκτήτες κι εργάτες, η οποία ακομα και αν υπήρξε ποτέ, ίσως σε περιόδους κατάφωρης έλλειψης συνείδησης των μαζών και ειλικρινούς πίστης στην Θρησκεία και στις μετά θάνατον ανταμοιβές, είναι σήμερα ολότελα αδύνατη.

Εκείνο που οραματίζονται οι ρεφορμιστές είναι μια κοινωνία καλά χορτασμένων γουρουνιών, τα οποία προχωρούν ικανοποιημένα με άτσαλο βηματισμό κάτω από την βέργα ενος μικρού αριθμού χοιροβοσκών, που φυσικά δεν παίρνουν υπόψη τους την ανάγκη για ελευθερία και το αίσθημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που πιστεύουν πραγματικά σε έναν αυταρχικό Θεό που ξέρει μόνο, για χάρη των απόκρυφων σκοπών του, να προστάζει τους φτωχούς να υποτάσσονται στους πλούσιους και τους πλούσιους να είναι καλοί και φιλάνθρωποι. Μπορούν ακόμα οι ρεφορμιστές να φανταστούν και να επιδιώξουν μια τεχνική οργάνωση της παραγωγής, ικανή να εξασφαλίζει αφθονία σε όλους και να είναι ταυτόχρονα υλικά επωφελής τόσο για τα αφεντικά όσο και για τους εργάτες. Όμως στην πραγματικότητα αυτή η περίφημη «κοινωνική ειρήνη», που βασίζεται στην ύπαρξη της αφθονίας για όλους, θα παραμένει ένα όνειρο όσο η κοινωνία είναι χωρισμένη σε ανταγωνιστικές τάξεις, δηλαδη σε εργοδότες και εργαζόμενους, οπότε δεν μπορεί να υπάρξει ούτε ειρήνη, ούτε αφθονία.

Ο ανταγωνισμός είναι μάλλον πνευματικός παρά υλικός. Δε θα υπάρξει ποτέ μια ειλικρινής κατανόηση ανάμεσα στα αφεντικά και στους εργάτες για την καλύτερη εκμετάλλευση των φυσικών δυνάμεων προς χάρη των συμφερόντων της ανθρωπότητας, γιατί απλώς τα αφεντικά ποθούν πάνω από ο,τιδήποτε άλλο να παραμείνουν αφεντικά και να εξασφαλίζουν πάντα μεγαλύτερη δυνατή ισχύ σε βάρος των εργατών, καθώς επίσης και στα πλαίσια του ανταγωνισμού τους με άλλα αφεντικά, την ώρα που οι εργάτες έχουν μπουχτήσει απο αφεντικά και δεν θέλουν άλλα».

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2008

Συμβάν στην πλατεία των θεοκρατών

Η ορθόδοξη θεοκρατία απορροφά στην ελληνική κοινωνία τεράστιο ποσοστό πλούτου, κατέχει παράνομα το μεγαλύτερο κομμάτι της Ελλάδας, χρηματοδοτείται εφειδώς από τον κρατικό προϋπολογισμό όταν η υγεία, η παιδεία, το ασφαλιστικό, η πρόνοια κ.ά. έχουν προ πολλού εγκαταλειφθεί από τους κυβερνώντες, οι ρασοφόροι συμπεριφέρονται σαν επικυρίαρχοι και αφεντικά της ζωής μας και όμως όλοι σχεδόν οι "αναλυτές" κάνουν πως δεν τα ξέρουν όλα αυτά. Οι πολιτικοί μάλιστα κάνουν γαργάρα κάθε φορά που θίγεται το ζήτημα της κατάργησης της θεοκρατίας, της φορολογίας των εκκλησιαστικών περιουσιών και του διαχωρισμού πολιτείας - εκκλησίας.

Κάποιοι όμως έχουν αρχίσει να καταλαβαίνουν! Η πρόσφατη αυτή διαμαρτυρία μπροστά στο "άγιο" στρατηγείο-λειτουργείο των θεοκρατών στην οδό Μητροπόλεως (εκεί που το αυταρχικό κράτος σκύβει τον αυχένα δουλικά μπροστά στο πραγματικό αφεντικό του) δεν είδε το φως της δημοσιογραφικής κάλυψης - όπως άλλωστε και πολλά πολλά σημαντικά άλλα. Ωστόσο αποτελεί ΣΗΜΑ. Σήμα ότι επιτέλους κάποιοι έχουν αρχίσει να καταλαβαίνουν κάτι περισσότερο για το ποιοί φταίνε πραγματικά για την κατάντια της καθημερινής μας ζωής. Απολαύστε!


Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

Έχετε κατεβάσει τα παντελόνια και περιμένετε...


ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΟΥ ΜΟΙΡΑΖΟΤΑΝ ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ

ΘΕΛΟΥΜΕ ΕΝΑΝ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΚΟΣΜΟ!

ΒΟΗΘΗΣΤΕ ΜΑΣ
Δεν είμαστε τρομοκράτες, "κουκουλοφόροι", "γνωστοί-άγνωστοι"

ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΑΣ!
Αυτοί, οι γνωστοί-άγνωστοι....
Κάνουμε όνειρα -μη σκοτώνετε τα όνειρά μας!
Έχουμε ορμή - μη σταματάτε την ορμή μας.

ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ!
Κάποτε ήσασταν νέοι κι εσείς.
Τώρα κυνηγάτε το χρήμα, νοιάζεστε μόνο
για τη "βιτρίνα", παχύνατε, καραφλιάσατε,

ΞΕΧΑΣΑΤΕ!
Περιμέναμε να μας υποστηρίξετε,
Περιμέναμε να ενδιαφερθείτε,
να μας κάνετε μια φορά κι εσείς περήφανους.

ΜΑΤΑΙΑ!
Ζείτε ψεύτικες ζωές, έχετε σκύψει το κεφάλι,
έχετε κατεβάσει τα παντελόνια και περιμένετε
τη μέρα που θα πεθάνετε.
Δε φαντάζεστε, δεν ερωτεύεστε
δεν δημιουργείτε!
Μόνο πουλάτε κι αγοράζετε.

ΥΛΗ ΠΑΝΤΟΥ
ΑΓΑΠΗ ΠΟΥΘΕΝΑ – ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΟΥΘΕΝΑ
Που είναι οι γονείς; Που είναι οι καλλιτέχνες;
Γιατί δε βγαίνουν έξω να μας προστατέψουν;

ΜΑΣ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ!
ΒΟΗΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Υ.Γ.: Μη μας ρίχνετε άλλα δακρυγόνα
ΕΜΕΙΣ κλαίμε κι από μόνοι μας.

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008

Όταν...

Όταν σε βάζουν να σπουδάσεις για να πας στον στρατό για να βγεις στην «αγορά εργασίας» για να μην βρίσκεις πουθενά εργασία για να φιλήσεις μετά κατουρημένες ποδιές για να βρεις μια άσχετη με τα ενδιαφέροντά σου μισθωτή σκλαβιά για να παίρνεις 600 – 700 ευρώ για να πλουτίζουν οι πολιτικοί, οι πολυεθνικές, οι εργολάβοι και η Εκκλησία, όταν πρέπει να δουλέψεις 30 – 40 χρόνια δίχως να τρως τίποτε απολύτως για να μαζέψεις τα λεφτά για να πάρεις ένα σπίτι να μείνεις (μόνο που τότε οι τιμή θα είναι δεκαπλάσια της σημερινής), όταν καθημερινά και παντού το κράτος, ο εργοδότης, ο δημοσιογράφος και ο ρασοφόρος σε απαξιώνουν και σε ξεφτιλίζουν, τότε, κάποτε - κάποτε, η αγανάκτηση βγάζει φωτιές. Και αυτοί, οι ένοχοι για όλα τα παραπάνω, ακόμα παριστάνουν ότι δεν έχουν καταλάβει τίποτε (και είναι ασύλληπτες οι αρλούμπες των Μ.Μ.Ε. υπηρετών τους).

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2008

Τζενάρο Σέρρα ντι Κασάνο


Τζενάρο Σέρρα ντι Κασάνο (Gennaro Serra di Cassano, Napoli 30 Σεπτεμβρίου 1772 – Napoli 20 Αυγούστου 1799). Ιταλός ευγενής (δούκας), Ιακωβίνος και πατριώτης, μάρτυρας της Δημοκρατίας.

Γεννήθηκε από τον καλλιεργημένο και βιβλιόφιλο ευγενή Λουϊτζι Σέρρα 4ο δούκα του Κασάνο και μαρκήσιο του Rivadebro (Luigi Serra di Cassano) και την Ιουλία Καράφα (Giulia Carafa della Roccella) και σπούδασε μαζί με τον αδελφό του Τζουζέπε (Giuseppe) στην Γαλλία, στο αριστοκρατικό κολλέγιο Soreze, όπου έζησαν από κοντά το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης.

Με την επιστροφή τους στην Νάπολη, τα δύο αδέλφια εντάχθηκαν στους εκεί μικρούς αλλά δυναμικούς κύκλους των Ιακωβίνων και ο Τζενάρο, μαζί με τον επίσης ευγενή Τζουλιάνο Κολόνα (Giuliano Colonna) συνελήφθη το 1794 με την καταστολή της «Πατριωτικής Εταιρείας» («Societa Patriottica») από την αστυνομία του βασιλιά Φερδινάνδου και έμεινε στην φυλακή μέχρι τον Ιούλιο του 1798, όταν αρκετοί ακόμα επαναστάτες (Pagano, Ciaia, Fasulo, Colonna, κ.ά.) αφέθηκαν ελεύθεροι μετά από έντονες πιέσεις των Γάλλων.

Με την ανακήρυξη της «Παρθενόπιας Δημοκρατίας» («Repubblica Partenopea», 23 Ιανουαρίου 1799 – 13 Ιουνίου 1799) από τους ναπολιτάνους Ιακωβίνους, ο μόλις 27χρονος Τζενάρο ανέλαβε την διοίκηση του δημοκρατικού στρατού («Guardia Nazionale Napolitana»), δεύτερος υπό τον Αγαμέμνονα Σπάνο (Agamennone Spano) και στην κατάλυσή της από τον χριστιανομοναρχικό στρατό πολέμησε γενναία μέχρι το τέλος, κρατώντας επί πολύ το οχυρωμένο ανάκτορο του Capodimonte μαζί με τον Φλαμίνιο Σκάλε (Flaminio Scale). Ο αδελφός του Τζουζέπε κατόρθωσε να διαφύγει, ο ίδιος όμως πιάστηκε και κλείστηκε στις φυλακές, όπως και όλοι οι υπόλοιποι επιζήσαντες 8.000 δημοκρατικοί, οι οποίοι είχαν παραδοθεί με όρους να τους επιτραπεί να φύγουν με τα γαλλικά πλοία για την Γαλλία, όμως οι χριστιανομοναρχικοί δεν κράτησαν τον λόγο τους και με προτροπή του Άγγλου ναυάρχου Νέλσωνα προχώρησαν σε δίκες και θανατώσεις πάνω από 100 αγωνιστών.

Ανάμεσα σε εκείνους που θανατώθηκαν ήταν και ο Τζενάρο. Λόγω της ευγενικής του καταγωγής δεν απαγχονίστηκε όπως οι υπόλοιποι αγωνιστές, αλλά καρατομήθηκε στις 20 Αυγούστου 1799, την ίδια ημέρα με τον παιδικό του φίλο Τζουλιάνο Κολόνα, τον δικηγόρο Βιντσέντζο Λούπο (Vincenzo Lupo) και την φίλη του Ελεωνόρα Φονσέκα Πιμεντέλ την οποία ωστόσο απαγχόνισαν, στην Piazza Mercato της Νάπολης, υπό τους πανηγυρισμούς του αποκτηνωμένου όχλου των «lazzaroni» («πάμφτωχων») για τα δικαιώματα των οποίων είχε αγωνιστεί («viva viva 'u papa santo, c'ha mannato i cannuncini, pe scaccia li giacubini!», «ζήτω, ζήτω ο άγιος πάπας, που μας έστειλε κανόνια, τους Ιακωβίνους για να διώξουμε!», τραγουδούσε το πλήθος γύρω από τα ικριώματα). Κοιτάζοντας τον μνησίκακο και τοποθετημένο ενάντια στα ίδια τα συμφέροντά του όχλο, ο ευγενής και στην ψυχή δούκας αναφώνησε γεμάτος απελπισία: «πάντοτε επιθυμούσα το καλό τους και τώρα αυτοί πανηγυρίζουν για τον θάνατό μου!».

Την επόμενη ημέρα ο Λουϊτζι Σέρρα, ο πατέρας του, έκλεισε την πόρτα του παλατιού του (Palazzo Serra di Cassano στην οδό Monte di Dio) που έβλεπε προς το βασιλικό ανάκτορο, δηλώνοντας ότι θα μείνει κλειστή (παραμένει κλειστή ακόμη και σήμερα) μέχρι την ημέρα που θα υλοποιηθούν τα ιδανικά για τα οποία έπεσε το κεφάλι του υιού του. Μετά από λίγο, ο Λουϊτζι Σέρρα και όλη η οικογένειά του εξορίστηκαν από τους μοναρχικούς. Έζησαν 5 χρόνια στην Τοσκάνη και επέστρεψαν στην Νάπολη το 1804 υπό την κάλυψη των γαλλικών όπλων.

Πηγή: ένα KNOL για τον Gennaro Serra

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2008

Λουϊζα Μισέλ, η Αμαζόνα της Κομμούνας


Λουίζα Μισέλ, 100 χρόνια από τον θάνατό της (του Κώστα Βεργόπουλου)


Ο Ιανουάριος του 2005 στο Παρίσι είναι αφιερωμένος στην 100ή επέτειο του θανάτου της Λουίζας Μισέλ (1830-1905). Το όνομά της αναδείχθηκε με την Κομμούνα του Παρισιού και το κοινωνικό κίνημα στα τέλη τού 19ου αιώνα. Τα παρισινά γεγονότα του Μαρτίου - Μαΐου 1871 κατέπληξαν τον κόσμο όχι μόνον με την τόλμη και πρωτοβουλία των «ασήμων και ανωνύμων», αλλά και με την έκταση της σαρωτικής καταστολής που ακολούθησε.

Επρεπε η «κατώτερη τάξη» να τιμωρηθεί παραδειγματικά, να ξεριζωθεί από τις λαϊκές προσδοκίες κάθε υποψία οράματος για έναν διαφορετικό κόσμο. Ομως, το αίμα που έβαψε τους παρισινούς δρόμους, αντί να εξαφανίσει το μικρόβιο της κοινωνικής απείθειας, το μετέδωσε στην υφήλιο. Η αναφορά στην Κομμούνα, αντί να σβήσει, εγκαταστάθηκε στη μυθολογία όλων των κοινωνικών κινημάτων. Τα άσημα και ανώνυμα θύματα της καταστολής ξεπέρασαν τελικά σε διασημότητα τα γνωστά ονόματα και απέβησαν σύμβολα του παγκόσμιου κοινωνικού γίγνεσθαι.

Η περιγραφή της δίδεται από αστυνομικά και δικαστικά έγγραφα, με αφορμή τις συλλήψεις, δίκες και καταδίκες, φυλακίσεις και εξορίες της. Στο κρίσιμο δίμηνο του 1871, η «άσημη και χωρίς μαθητές δασκάλα» ηγήθηκε «τάγματος αμαζόνων», που περιεφέροντο στα οδοφράγματα των παρισινών δρόμων, με ατημέλητο χιτώνιο πολιτοφύλακα και καραμπίνα ριχτή στους ώμους, προς ανεφοδιασμό των μαχητών, περίθαλψη τραυματιών, συντονισμό δράσης ανάμεσα στα παρισινά διαμερίσματα.

Ο κατοπινός πρωθυπουργός Κλεμανσό (1841-1929), που συμμετείχε επίσης στην Κομμούνα, επαναλάμβανε: «Απορώ πώς διασώθηκε ακέραιη μέσα σε τόση καθημερινή βροχή από σφαίρες».

Ηγήθηκε συλλόγου αλληλοβοήθειας εργαζομένων γυναικών (1869) και επιτροπής επαγρύπνησης δημοκρατικών πολιτών στο διαμέρισμα της Μονμάρτης (1870). Τα πρωινά εργαζόταν ως δασκάλα στο σχολείο που η ίδια είχε ιδρύσει από το 1865, τα απογεύματα συμμετείχε στις συνελεύσεις τής λέσχης «Η πατρίδα σε κίνδυνο», με αντικείμενο την επιβίωση των λαϊκών τάξεων κατά την προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων. Εξεπροσώπησε τις γυναικείες οργανώσεις στην Κεντρική Επιτροπή της Κομμούνας. Οι πληροφοριοδότες την περιγράφουν ως «συνεπαρμένη και ευέξαπτη γυναίκα», που επαναλάμβανε συνεχώς μέχρι κορεσμού και ναυτίας «Ζήτω η Κομμούνα, ζήτω η παγκόσμια επανάσταση».

Νόθα κόρη ενός πυργοδεσπότη και της καμαριέρας του, έλαβε δημοκρατική αγωγή με ανήσυχο και κριτικό πνεύμα. Αυτό την ώθησε να εγκαταλείψει την υποτακτικότητα της επαρχίας, επιλέγοντας την οδό τής απείθειας, την κοινωνική περιπέτεια, τη διέγερση του πλήθους στην πρωτεύουσα. Ως δασκάλα, αρνήθηκε να δώσει τόσο τον αυτοκρατορικό όρκο όσο και τον εκκλησιαστικό, πράγμα που την παροχέτευσε μοιραία στην ιδιωτική εκπαίδευση. Υπέγραφε λογοτεχνικά κείμενα με το ψευδώνυμο «Ενζωλοράς», αποτίοντας φόρο τιμής στη μυθιστορηματική μορφή τού φοιτητικού ηγέτη που εκτελέστηκε στα παρισινά οδοφράγματα του 1832, όπως τα απαθανάτισε στους «Αθλιους» ο Βίκτωρ Ουγκώ.

Κατάπληκτος ο ηλικιωμένος συγγραφεύς έβλεπε στη νεαρή γυναίκα του 1870 να μετενσαρκώνεται ο ήρωας, που είχε φιλοτεχνήσει για τους νέους τού 1830. Η «αιματηρή εβδομάδα» του Μαΐου 1871 κόστισε 30.000 εκτελέσεις στον τοίχο του νεκροταφείου Περ Λασέζ, 32.905 καταδίκες σε φυλακές και εξορίες, 105 καταδίκες σε θάνατο. Ο αγαπημένος της, Θεόφιλος Φερέ, πρόλαβε να φωνάξει στους δικαστές «Ελεύθερος έζησα, ελεύθερος θέλω να πεθάνω», προτού οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα.

Η ίδια εξήγησε στους δικαστές της (Σεπτέμβριος 1871) πως «έπραξε ό,τι ήταν υποχρεωμένη να πράξει: το καθήκον της, χωρίς μίσος, χωρίς οργή, χωρίς οίκτο, ούτε για τους άλλους ούτε καν για τον εαυτό της» και αρνήθηκε ν' απολογηθεί. Για ποιο πράγμα ν' απολογηθεί κάποιος που επιτελεί το καθήκον του; Αντιθέτως, η αθέτηση καθήκοντος υπόκειται σε εξήγηση και απολογία.

Αποποιήθηκε την έφεση, δηλώνοντας ότι από την εξορία, προτιμούσε τον θάνατο. Αποφώνησε τους δικαστές της ως εξής: «Εάν δεν είσθε δειλοί, σκοτώστε με». Η καταστολή απέβη τόσο υπέρμετρη, ώστε, όπως η ίδια ετόνιζε, αυτό κατέστησε περιττή «την εκδίκηση του αίματος: το ιστορικό όνειδος ήταν ήδη αρκετό για να καταπλακώσει στο μέλλον τούς καταστολείς». Δέσμια μεταφέρθηκε, μαζί με χιλιάδες άσημους και ανώνυμους, στη Νέα Καληδονία του Ειρηνικού Ωκεανού, που χωριζόταν από τη Γαλλία με ναυτικό ταξίδι τεσσάρων μηνών. Στην εξορία, αμετανόητη, εισήγαγε τον αλφαβητισμό στους ιθαγενείς Κανάκους και το πνεύμα της εξέγερσης εναντίον τού αποικιοκρατικού συστήματος της πατρίδος της.

Μετά την αμνηστία του 1880, επανήλθε στην Ευρώπη και αναδείχθηκε ηγερία του διεθνούς κοινωνικού κινήματος μεταξύ Παρισιού και Λονδίνου, συμμετέχονας σε συγκεντρώσεις και οργανώσεις, με πολιτική δράση, άρθρα, ομιλίες. Ορκιζόταν στο όνομα του Αυγούστου Μπλανκί (1805-1881), που διέτρεξε το μέγιστο μέρος του βίου του κρατούμενος στις φυλακές, και εκφώνησε επικήδειο στην κηδεία του ενώπιον 100.000 ατόμων στο Περ Λασέζ. Πάντα διαθέσιμη να μετατραπεί σε ανθρωποβόμβα, προκειμένου να πλήξει τον Θιέρσο, πρωθυπουργό της αιματηρής καταστολής του 1871. Σε παρατήρηση δικαστή ότι δεν έχανε διαδήλωση, η κατηγορούμενη απάντησε: «Δυστυχώς, κύριε πρόεδρε, αυτό συμβαίνει διότι βρίσκομαι πάντα με το μέρος των αδικημένων».

Τον Ιούλιο του 1881 εκπροσώπησε τη Γαλλία στο διεθνές συνέδριο κοινωνικών κινημάτων του Λονδίνου, που αναγνώρισε την «έμπρακτη προπαγάνδα» ως μέσο χειραφέτησης των εργαζομένων. Παρ' όλα αυτά, η ίδια έβλεπε χωρίς αυταπάτες ότι οι βομβιστικές επιθέσεις των αναρχικών συντρόφων της στα τέλη του 19ου αιώνα δεν ήσαν παρά πράξεις απελπισίας, χωρίς δυνατότητα λαϊκής συσπείρωσης ούτε θετική προοπτική για το μέλλον, πράξεις που μοιραία συνέβαλαν στην εμπέδωση της αστικής τάξης πραγμάτων. Στο μαύρο τής απόγνωσης, που ήταν το χρώμα των αναρχικών, συνιστούσε να προστεθεί κάποιο χρώμα ελπίδας. Μοιραία άνοιγε έτσι ο δρόμος για τη σωματειακή οργάνωση της εργασίας.

Ο συνεργάτης της Αιμίλιος Πουζέ (1860-1931) πρωτοστάτησε στη δημουργία του «επαναστατικού συνδικαλισμού», που διαμόρφωσε τη φυσιογνωμία του εργατικού κινήματος στον 20ό αιώνα. Ως το τέλος της ζωής της, ετόνιζε: «Στην εποχή μας, όπλα μας είναι η ειλικρίνεια και η αμεσότητα. Εχουμε συμφέρον να εμφανίζουμε προς τα έξω ακριβώς ό,τι είμαστε και πιστεύουμε».

Επειτα από μια εκατονταετία, στις αρχές του 21ου αιώνα, ανανεωμένο ενδιαφέρον καταγράφεται για το παράδειγμά της. Ισως αυτό οφείλεται στη σημερινή οπισθοδρόμηση του καπιταλισμού στις δεσποτικές μορφές του 19ου αιώνα. Ομως, επίσης, ίσως αυτό δεν είναι άσχετο με τη συναφή κατάρρευση των προτύπων πολιτικής πρακτικής και κοινωνικού οράματος στην εποχή μας.

Πηγή: http://www.femnetsalonica.gr/