Λουίζα Μισέλ, 100 χρόνια από τον θάνατό της (του Κώστα Βεργόπουλου)Ο Ιανουάριος του 2005 στο Παρίσι είναι αφιερωμένος στην 100ή επέτειο του θανάτου της Λουίζας Μισέλ (1830-1905). Το όνομά της αναδείχθηκε με την Κομμούνα του Παρισιού και το κοινωνικό κίνημα στα τέλη τού 19ου αιώνα. Τα παρισινά γεγονότα του Μαρτίου - Μαΐου 1871 κατέπληξαν τον κόσμο όχι μόνον με την τόλμη και πρωτοβουλία των «ασήμων και ανωνύμων», αλλά και με την έκταση της σαρωτικής καταστολής που ακολούθησε.
Επρεπε η «κατώτερη τάξη» να τιμωρηθεί παραδειγματικά, να ξεριζωθεί από τις λαϊκές προσδοκίες κάθε υποψία οράματος για έναν διαφορετικό κόσμο. Ομως, το αίμα που έβαψε τους παρισινούς δρόμους, αντί να εξαφανίσει το μικρόβιο της κοινωνικής απείθειας, το μετέδωσε στην υφήλιο. Η αναφορά στην Κομμούνα, αντί να σβήσει, εγκαταστάθηκε στη μυθολογία όλων των κοινωνικών κινημάτων. Τα άσημα και ανώνυμα θύματα της καταστολής ξεπέρασαν τελικά σε διασημότητα τα γνωστά ονόματα και απέβησαν σύμβολα του παγκόσμιου κοινωνικού γίγνεσθαι.
Η περιγραφή της δίδεται από αστυνομικά και δικαστικά έγγραφα, με αφορμή τις συλλήψεις, δίκες και καταδίκες, φυλακίσεις και εξορίες της. Στο κρίσιμο δίμηνο του 1871, η «άσημη και χωρίς μαθητές δασκάλα» ηγήθηκε «τάγματος αμαζόνων», που περιεφέροντο στα οδοφράγματα των παρισινών δρόμων, με ατημέλητο χιτώνιο πολιτοφύλακα και καραμπίνα ριχτή στους ώμους, προς ανεφοδιασμό των μαχητών, περίθαλψη τραυματιών, συντονισμό δράσης ανάμεσα στα παρισινά διαμερίσματα.
Ο κατοπινός πρωθυπουργός Κλεμανσό (1841-1929), που συμμετείχε επίσης στην Κομμούνα, επαναλάμβανε: «Απορώ πώς διασώθηκε ακέραιη μέσα σε τόση καθημερινή βροχή από σφαίρες».
Ηγήθηκε συλλόγου αλληλοβοήθειας εργαζομένων γυναικών (1869) και επιτροπής επαγρύπνησης δημοκρατικών πολιτών στο διαμέρισμα της Μονμάρτης (1870). Τα πρωινά εργαζόταν ως δασκάλα στο σχολείο που η ίδια είχε ιδρύσει από το 1865, τα απογεύματα συμμετείχε στις συνελεύσεις τής λέσχης «Η πατρίδα σε κίνδυνο», με αντικείμενο την επιβίωση των λαϊκών τάξεων κατά την προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων. Εξεπροσώπησε τις γυναικείες οργανώσεις στην Κεντρική Επιτροπή της Κομμούνας. Οι πληροφοριοδότες την περιγράφουν ως «συνεπαρμένη και ευέξαπτη γυναίκα», που επαναλάμβανε συνεχώς μέχρι κορεσμού και ναυτίας «Ζήτω η Κομμούνα, ζήτω η παγκόσμια επανάσταση».
Νόθα κόρη ενός πυργοδεσπότη και της καμαριέρας του, έλαβε δημοκρατική αγωγή με ανήσυχο και κριτικό πνεύμα. Αυτό την ώθησε να εγκαταλείψει την υποτακτικότητα της επαρχίας, επιλέγοντας την οδό τής απείθειας, την κοινωνική περιπέτεια, τη διέγερση του πλήθους στην πρωτεύουσα. Ως δασκάλα, αρνήθηκε να δώσει τόσο τον αυτοκρατορικό όρκο όσο και τον εκκλησιαστικό, πράγμα που την παροχέτευσε μοιραία στην ιδιωτική εκπαίδευση. Υπέγραφε λογοτεχνικά κείμενα με το ψευδώνυμο «Ενζωλοράς», αποτίοντας φόρο τιμής στη μυθιστορηματική μορφή τού φοιτητικού ηγέτη που εκτελέστηκε στα παρισινά οδοφράγματα του 1832, όπως τα απαθανάτισε στους «Αθλιους» ο Βίκτωρ Ουγκώ.
Κατάπληκτος ο ηλικιωμένος συγγραφεύς έβλεπε στη νεαρή γυναίκα του 1870 να μετενσαρκώνεται ο ήρωας, που είχε φιλοτεχνήσει για τους νέους τού 1830. Η «αιματηρή εβδομάδα» του Μαΐου 1871 κόστισε 30.000 εκτελέσεις στον τοίχο του νεκροταφείου Περ Λασέζ, 32.905 καταδίκες σε φυλακές και εξορίες, 105 καταδίκες σε θάνατο. Ο αγαπημένος της, Θεόφιλος Φερέ, πρόλαβε να φωνάξει στους δικαστές «Ελεύθερος έζησα, ελεύθερος θέλω να πεθάνω», προτού οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Η ίδια εξήγησε στους δικαστές της (Σεπτέμβριος 1871) πως «έπραξε ό,τι ήταν υποχρεωμένη να πράξει: το καθήκον της, χωρίς μίσος, χωρίς οργή, χωρίς οίκτο, ούτε για τους άλλους ούτε καν για τον εαυτό της» και αρνήθηκε ν' απολογηθεί. Για ποιο πράγμα ν' απολογηθεί κάποιος που επιτελεί το καθήκον του; Αντιθέτως, η αθέτηση καθήκοντος υπόκειται σε εξήγηση και απολογία.
Αποποιήθηκε την έφεση, δηλώνοντας ότι από την εξορία, προτιμούσε τον θάνατο. Αποφώνησε τους δικαστές της ως εξής: «Εάν δεν είσθε δειλοί, σκοτώστε με». Η καταστολή απέβη τόσο υπέρμετρη, ώστε, όπως η ίδια ετόνιζε, αυτό κατέστησε περιττή «την εκδίκηση του αίματος: το ιστορικό όνειδος ήταν ήδη αρκετό για να καταπλακώσει στο μέλλον τούς καταστολείς». Δέσμια μεταφέρθηκε, μαζί με χιλιάδες άσημους και ανώνυμους, στη Νέα Καληδονία του Ειρηνικού Ωκεανού, που χωριζόταν από τη Γαλλία με ναυτικό ταξίδι τεσσάρων μηνών. Στην εξορία, αμετανόητη, εισήγαγε τον αλφαβητισμό στους ιθαγενείς Κανάκους και το πνεύμα της εξέγερσης εναντίον τού αποικιοκρατικού συστήματος της πατρίδος της.
Μετά την αμνηστία του 1880, επανήλθε στην Ευρώπη και αναδείχθηκε ηγερία του διεθνούς κοινωνικού κινήματος μεταξύ Παρισιού και Λονδίνου, συμμετέχονας σε συγκεντρώσεις και οργανώσεις, με πολιτική δράση, άρθρα, ομιλίες. Ορκιζόταν στο όνομα του Αυγούστου Μπλανκί (1805-1881), που διέτρεξε το μέγιστο μέρος του βίου του κρατούμενος στις φυλακές, και εκφώνησε επικήδειο στην κηδεία του ενώπιον 100.000 ατόμων στο Περ Λασέζ. Πάντα διαθέσιμη να μετατραπεί σε ανθρωποβόμβα, προκειμένου να πλήξει τον Θιέρσο, πρωθυπουργό της αιματηρής καταστολής του 1871. Σε παρατήρηση δικαστή ότι δεν έχανε διαδήλωση, η κατηγορούμενη απάντησε: «Δυστυχώς, κύριε πρόεδρε, αυτό συμβαίνει διότι βρίσκομαι πάντα με το μέρος των αδικημένων».
Τον Ιούλιο του 1881 εκπροσώπησε τη Γαλλία στο διεθνές συνέδριο κοινωνικών κινημάτων του Λονδίνου, που αναγνώρισε την «έμπρακτη προπαγάνδα» ως μέσο χειραφέτησης των εργαζομένων. Παρ' όλα αυτά, η ίδια έβλεπε χωρίς αυταπάτες ότι οι βομβιστικές επιθέσεις των αναρχικών συντρόφων της στα τέλη του 19ου αιώνα δεν ήσαν παρά πράξεις απελπισίας, χωρίς δυνατότητα λαϊκής συσπείρωσης ούτε θετική προοπτική για το μέλλον, πράξεις που μοιραία συνέβαλαν στην εμπέδωση της αστικής τάξης πραγμάτων. Στο μαύρο τής απόγνωσης, που ήταν το χρώμα των αναρχικών, συνιστούσε να προστεθεί κάποιο χρώμα ελπίδας. Μοιραία άνοιγε έτσι ο δρόμος για τη σωματειακή οργάνωση της εργασίας.
Ο συνεργάτης της Αιμίλιος Πουζέ (1860-1931) πρωτοστάτησε στη δημουργία του «επαναστατικού συνδικαλισμού», που διαμόρφωσε τη φυσιογνωμία του εργατικού κινήματος στον 20ό αιώνα. Ως το τέλος της ζωής της, ετόνιζε: «Στην εποχή μας, όπλα μας είναι η ειλικρίνεια και η αμεσότητα. Εχουμε συμφέρον να εμφανίζουμε προς τα έξω ακριβώς ό,τι είμαστε και πιστεύουμε».
Επειτα από μια εκατονταετία, στις αρχές του 21ου αιώνα, ανανεωμένο ενδιαφέρον καταγράφεται για το παράδειγμά της. Ισως αυτό οφείλεται στη σημερινή οπισθοδρόμηση του καπιταλισμού στις δεσποτικές μορφές του 19ου αιώνα. Ομως, επίσης, ίσως αυτό δεν είναι άσχετο με τη συναφή κατάρρευση των προτύπων πολιτικής πρακτικής και κοινωνικού οράματος στην εποχή μας.
Πηγή: http://www.femnetsalonica.gr/