Αυτούς τους έχω βαρεθεί!
Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν, /τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν, /που απ’ τους άλλους θεν παλικαριά /κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά, /σ’ αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί, /τους έχω βαρεθεί.
Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα, /των γραφειοκρατών η φάρα, /στήνει με ζήλο περισσό, /στο σβέρκο του λαού χορό, /στης ιστορίας τον χοντρό τον κινητή, /την έχω βαρεθεί.
Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους, /τους γερμανούς τους προφεσόρους, /που καλύτερα θα ξέρανε πολλά, /αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά, /υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί, /τους έχω βαρεθεί.
Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας γδαρτάδες, /κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες, /κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς, /με ιδεώδεις υποτακτικούς, /που είναι στο μυαλό νωθροί, /μα υπακοή έχουν περισσή, /τους έχω βαρεθεί.
Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος, /κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος, /που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά, /αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά /κι επαναστάσεις στ’ όνειρά του αναζητεί, /τον έχω βαρεθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό, /υμνούνε της πατρίδας τον χαμό, /κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια, /με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια, /σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί, /τους έχω βαρεθεί.
Σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί, /τους έχω σιχαθεί!
Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν, /τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν, /που απ’ τους άλλους θεν παλικαριά /κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά, /σ’ αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί, /τους έχω βαρεθεί.
Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα, /των γραφειοκρατών η φάρα, /στήνει με ζήλο περισσό, /στο σβέρκο του λαού χορό, /στης ιστορίας τον χοντρό τον κινητή, /την έχω βαρεθεί.
Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους, /τους γερμανούς τους προφεσόρους, /που καλύτερα θα ξέρανε πολλά, /αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά, /υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί, /τους έχω βαρεθεί.
Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας γδαρτάδες, /κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες, /κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς, /με ιδεώδεις υποτακτικούς, /που είναι στο μυαλό νωθροί, /μα υπακοή έχουν περισσή, /τους έχω βαρεθεί.
Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος, /κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος, /που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά, /αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά /κι επαναστάσεις στ’ όνειρά του αναζητεί, /τον έχω βαρεθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό, /υμνούνε της πατρίδας τον χαμό, /κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια, /με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια, /σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί, /τους έχω βαρεθεί.
Σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί, /τους έχω σιχαθεί!