Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

Νορμπέρτο Μπόμπιο: ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ


Μπορώ να πω μόνο ότι οι προκαταλήψεις γεννιούνται στο μυαλό των ανθρώπων. Γι' αυτό εκεί πρέπει να καταπολεμηθούν, δηλαδή με την ανάπτυξη των γνώσεων και συνεπώς με τη μόρφωση, μέσω της αδιάκοπης μάχης κατά κάθε μορφής σεχταρισμού. Υπάρχουν άνθρωποι που σκοτώνονται για έναν αγώνα ποδοσφαίρου. Πού γεννιέται το πάθος αυτό, αν όχι στο μυαλό τους;

Δεν πρόκειται φυσικά για πανάκεια, πιστεύω όμως ότι η δημοκρατία μπορεί να χρησιμεύσει και σε αυτό: ως δημοκρατία νοείται μια κοινωνία όπου οι γνώμες είναι ελεύθερες, επομένως είναι αναγκασμένες να συγκρούονται και, μέσω της σύγκρουσης να εξαγνίζονται. Για να απελευθερωθούν από τις προκαταλήψεις, οι άνθρωποι χρειάζονται πρώτα απ' όλα να ζήσουν σε μια ελεύθερη κοινωνία.


Πηγή: Norberto Bobbio "Εγκώμιο της Πραότητας. Και άλλα κείμενα περί ηθικής"

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

Ανρί Λεφέβρ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΑΚΗ ΔΙΕΘΝΗ


Ο Ανρί Λεφέβρ για την Καταστασιακή Διεθνή, τον Ντεμπόρ , τον Κονστάντ, την Μπερνστάιν και το Στρασβούργο.

Συνέντευξη στην Κρίστεν Ρος, τον Οκτώβριο του 1979. Απόσπασμα, δημοσιευμένο στην «Praxi 1»

Α.Λ: Πρόκειται να με ρωτήσετε για τους σιτουασιονιστές; Γιατί υπάρχουν πράγματα που θα΄ θελα να πω.

Κ.Ρ: Ωραία λοιπόν αρχίστε.

Α.Λ: Οι σιτουασιονιστές, είναι ένα λεπτό ζήτημα, για το οποίο νοιάζομαι πολύ. Με αγγίζει, κατά κάποιο τρόπο βαθιά, γιατί τους ήξερα πολύ καλά, υπήρξα στενός φίλος τους. Η φιλία κράτησε από το 1957 έως το 1961 ή 62, που είναι γύρω στα 5 χρόνια. Μετά είχαμε μια φιλονικία, ή οποία γινόταν όλο και χειρότερη, σ΄ ένα κλίμα που δεν καταλάβαινα τον εαυτό μου πολύ καλά, που παρόλα αυτά όμως μπορώ να περιγράψω. Στο τέλος, ήταν ένα λαβ-στόρυ που τέλειωσε άσχημα, πολύ άσχημα. Υπάρχουν ιστορίες αγάπης που αρχίζουν ωραία και τελειώνουν άσχημα. Και αυτή ήταν μια από δαύτες.

Θυμάμαι να περνάει η νύχτα, μιλώντας στο σπίτι του Γκυ Ντεμπόρ, εκεί όπου έμενε με την Μισέλ Μπερνστάιν, κάτι σαν στούντιο, κοντά στο μέρος που έμενα τότε στην οδό Σαιν Μαρταίν, σ΄ ένα σκοτεινό δωμάτιο, χωρίς καθόλου φως, ένα πρωτόγονο, ένα άθλιο μέρος, αλλά συγχρόνως ένα μέρος με σπουδαία δύναμη και ακτινοβολία στη σκέψη και την αναζήτηση.

Κ.Ρ: Δεν είχαν χρήματα;

Α.Λ: Όχι

Κ.Ρ: Και πως ζούσαν;

Α.Λ: Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει πως τα βγάζανε πέρα. Κάποια μέρα ένας φίλος μου (κάποιος στον οποίον είχα συστήσει τον Ντεμπόρ), τον ρώτησε «πως τα βγάζεις πέρα» και ο Ντεμπόρ απάντησε γελώντας «ζω από τη διανόηση». Στην πράξη πρέπει να είχε κάποιους πόρους. Νομίζω πως η οικογένεια του δεν ήταν φτωχή. Οι γονείς του ζούσαν στο Κοτ ντ΄ αζούρ. Πάντως δεν νομίζω να ξέρω την απάντηση. Επίσης η Μπερνστάιν, είχε βρει έναν έξυπνο τρόπο να κερδίζει λεφτά ή τουλάχιστον να βγάζει μερικά, έτσι τουλάχιστον μου είχε πει. Μου΄ χε πει ότι έκανε ωροσκόπια για άλογα, που δημοσιεύονταν σε περιοδικά ιπποδρόμου. Ήταν τρομερά αστείο. Μάθαινε την ημερομηνία γέννησης των αλόγων κι έκανε τα ωροσκόπιά τους, προκειμένου να προβλεφτεί, από τους ενδιαφερόμενους, το αποτέλεσμα του αγώνα. Πιστεύω πως υπήρχαν περιοδικά αγώνων που τα δημοσίευαν και την πλήρωναν.

Κ.Ρ: Έτσι το σλόγκαν των καταστασιακών «μη δουλεύετε ποτέ» δεν έπιανε τις γυναίκες;

Α.Λ: Τις έπιανε, γιατί αυτό δεν ήτανε δουλειά. Μπορούσαν να επιβιώνουν χωρίς να δουλεύουν, αφήνοντας τα μεγάλα έξοδα φυσικά, έπρεπε να κάνουν μερικά πράγματα. Το να κάνεις τα ωροσκόπια των αλόγων του ιπποδρόμου, δεν νομίζω να θεωρείται πραγματική δουλειά, είχε αρκετή πλάκα αλλά δουλειά δεν ήτανε.

Θα΄ θελα όμως να πάω πιο πίσω στο χρόνο, γιατί όλα ξεκίνησαν πολύ νωρίτερα. Ξεκίνησαν από την ομάδα COBRA. Αυτοί υπήρξαν οι μεσολαβητές: την ομάδα συγκροτούσαν αρχιτέκτονες, ο Κονστάντ, κυρίως, ο ζωγράφος Ασκερ Γιορν και μερικοί από τις Βρυξέλες× ήταν ένα σκανδιναβικό γκρουπ με υπέρμετρες φιλοδοξίες. Ήθελαν να ανανεώσουν την τέχνη, να ανανεώσουν την επίδραση της τέχνης στη ζωή. Ήταν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και δραστήριο γκρουπ, που συστήθηκε το 1950× κι ένα από τα βιβλία που ενέπνευσαν τη δημιουργία της ομάδας ήταν ένα δικό μου βιβλίο η «κριτική της καθημερινής ζωής». Γι αυτό αναμείχθηκα μαζί τους τόσο νωρίς. Και η κρίσιμη προσωπικότητα ήταν ο Κονστάντ, ο ουτοπιστής αρχιτέκτονας που σχεδίασε την ουτοπική πόλη, μία νέα Βαβυλώνα, ένα προβοκατόρικο όνομα μιας και στην παράδοση των προτεσταντών η Βαβυλώνα είναι η εικόνα της διαφθοράς. Η νέα Βαβυλώνα έμελλε να είναι η εικόνα του καλού, που πήρε το όνομα της καταραμένης πόλης και μεταμορφώθηκε σε πόλη του μέλλοντος. Τα σχέδια της νέας Βαβυλώνας χρονολογούνται από το 1950. Και στα 1953 ο Κονστάντ δημοσίευσε ένα κείμενο με τον τίτλο «Για μια αρχιτεκτονική της κατάστασης». Αυτό ήταν ένα θεμελιώδες κείμενο βασισμένο στην ιδέα ότι η αρχιτεκτονική πρέπει να επιτρέπει στη καθημερινή πραγματικότητα να μεταμορφώνεται. Αυτή ήταν και η βάση της «κριτικής στην καθημερινή ζωή»: να δημιουργήσει μία αρχιτεκτονική που από μόνη της θα προκαλούσε τη δημιουργία νέων καταστάσεων. Έτσι αυτό το κείμενο ήταν η αρχή μιας νέας αναζήτησης που θα εκδηλωνότανε τα επόμενα χρόνια, ιδίως από τότε που ο Κονστάντ ήταν πολύ κοντά τα λαϊκά κινήματα× ήταν άλλωστε ένας από τους υποκινητές των Provos.

Κ.Ρ: Υπήρχε δηλαδή άμεση σχέση μεταξύ του Κονστάντ και των Provos;

Α.Λ: Μα ναι, τον αναγνώριζαν σαν το διανοητή τους, σαν ηγέτη τους, αυτόν που ήθελε να μεταμορφώσει τη ζωή και την πόλη. Η σχέση ήταν άμεση× τους υποκινούσε.

[…]

Κ.Ρ: Έχει η θεωρία των καταστασιακών, για την δημιουργία καταστάσεων, άμεση σχέση με τη δική σας θεωρία των «στιγμών»;

Α.Λ: Ναι αυτή ήταν η βάση της κατανόησης. Μου΄ χαν πει , πάνω κάτω, σε συζητήσεις μας (συζητήσεις που διαρκούσαν ολόκληρες νύχτες) «ότι εσύ καλείς [στιγμές] εμείς καλούμε τις [καταστάσεις], μόνο που εμείς το πάμε πιο μακριά απ΄ ότι εσύ. Αποδέχεσαι σαν [στιγμές], οτιδήποτε γίνεται ιστορία (έρωτας, ποίηση, σκέψη). Εμείς θέλουμε να δημιουργήσουμε νέες στιγμές».

Κ.Ρ: Πως πρότειναν ότι πρέπει να γίνεται η μεταβίβαση από τη «στιγμή» σε μία συνειδητή κατασκευή;

Α.Λ: Η ιδέα μιας νέας «στιγμής», μιας νέας «κατάστασης» υπήρχε ήδη σε κείμενα του Κονστάντ από το 1953. Γιατί η αρχιτεκτονική της κατάστασης είναι μια ουτοπική αρχιτεκτονική, που προϋποθέτει μια νέα κοινωνία× η ιδέα του Κονστάντ ήταν ότι η κοινωνία πρέπει να μεταμορφώνεται όχι για να συνεχίζει μια βαρετή, χωρίς συμβάντα ζωή, αλλά προκειμένου να δημιουργηθεί κάτι εντελώς καινούριο: καταστάσεις.

[…]

Κ.Ρ: Γνωρίζατε κόσμο στο Στρασβούργο τότε;

Α.Λ: Ήταν οι φοιτητές μου, αλλά οι σχέσεις μου μαζί τους ήταν αρκετά τεταμένες. Όταν έφτασα στο Στρασβούργο το 1958 ή 59, στη μέση του Αλγερινού πολέμου, είχα μόλις τρεις εβδομάδες στο Στρασβούργο, μια ομάδα παιδιών ήρθε και με βρήκε. Ήταν οι μελλοντικοί σιτουασιονιστές του Στρασβούργου, ή ήδη ήταν σιτουασιονιστές. Μου είπαν: «χρειαζόμαστε την στήριξή σου, πάμε να στήσουμε αντίσταση. Πρόκειται να στήσουμε στρατιωτική βάση στο Vosges, και από εκεί ν΄ απλωθούμε σ΄ όλη την επαρχεία. Θα εκτροχιάσουμε τρένα». Τους απάντησα: «Μα ο στρατός και η αστυνομία, δεν είσαστε σίγουροι αν θα έχετε τη στήριξη του πληθυσμού. Οδηγήστε σε καταστροφή» και άρχισαν να με αποκαλούν προδότη. Μετά από λίγο, μερικές εβδομάδες, ξανάρθανε να με δούνε και μου είπανε: «είχες δίκιο, είναι απίθανο να στήσουμε στρατιωτική βάση εκεί. Θα ασχοληθούμε με κάτι άλλο».

Έτσι βρέθηκα μαζί τους, μετά έγιναν σιτουασιονιστές, η ίδια ομάδα που ήθελε να υποστηρίξει τους Αλγερινούς, ξεκινώντας στρατιωτική δράση στη Γαλλία× ήταν τρελό. Πάντως η σχέση μου μαζί τους ήταν πάντα πολύ δύσκολη. Θύμωναν για το τίποτα. Ζούσα εκείνη την περίοδο με μία νέα γυναίκα από το Στρασβούργο× ήμουν το σκάνδαλο του πανεπιστημίου. Ήταν έγκυος, είχε μία κόρη (την κόρη μου Αρμέλ), και αυτό ήταν το σκάνδαλο της πόλης× ο τρόμος και η αποστροφή. Το Στρασβούργο ήταν μια πόλη μπουρζουάδων και το πανεπιστήμιο δεν ήταν έξω από την πόλη αλλά ακριβώς στο κέντρο. Την ίδια ακριβώς στιγμή όμως έδινα διαλέξεις που ήταν πολύ επιτυχημένες, για την μουσική, για παράδειγμα «μουσική και κοινωνία». Έκανα μια ολόκληρη σειρά μαθημάτων πάνω στο θέμα αυτό× πολύς κόσμος απολάμβανε αυτές τις διαλέξεις, έτσι αν δεχόμουν επίθεση, αυτό θα γινότανε με μεγάλη δυσκολία. Η μητέρα της Αρμέλ, η Νικόλ, ήταν φίλη των σιτουασιονιστών. Ήταν πάντα μαζί τους, πολύ συχνά τους καλούσε σπίτι μας. Έρχονταν και τρώγανε σπίτι μας, παίζαμε μουσική. Ε αυτό ήταν σκάνδαλο για το Στρασβούργο. Έτσι απέκτησα πολύ στενές σχέσεις, οργανικές σχέσεις, μαζί τους× όχι μόνο επειδή δίδασκα «μαρξισμό» στο πανεπιστήμιο, αλλά κυρίως δια μέσου της Νικόλ που έπαιζε το ρόλο διαμεσολαβητή. Ο Γκυ (Ντεμπόρ) ερχότανε στο σπίτι να δει τη Νικόλ, να φάμε βραδινό. Αλλά οι σχέσεις αυτές ήταν δύσκολες, θύμωναν ακόμα και για πολύ ασήμαντα πράγματα. Ο Μουσταφά Καγιατί, ο συγγραφέας της περίφημης μπροσούρας, ήταν μέλος της ομάδας.

Κ.Ρ: Ποιος ήταν ο αντίκτυπος αυτής την μπροσούρας; [για την αθλιότητα των φοιτητικών κύκλων]. Πόσα αντίγραφα τελικά διατέθηκαν;

Α.Λ: Ω, ήταν πολύ μεγάλη επιτυχία, αλλά στην αρχή, η διανομή έγινε μόνο στο Στρασβούργο× μετά ο Ντεμπόρ και οι άλλοι το διένειμαν και στο Παρίσι. Χιλιάδες αντίγραφα μοιράστηκαν, σίγουρα δεκάδες χιλιάδες αντίγραφα δόθηκαν στους φοιτητές. Ήταν καλή μπροσούρα, ο Μουσταφά Καγιατί ήταν Τυνήσιος. Υπήρχαν αρκετοί Τυνήσιοι στην ομάδα, επίσης πολλοί ξένοι που δεν αναφέρθηκαν αρκετά, ακόμα και ο Καγιατί δεν φαινότανε πάρα πολύ γιατί θα είχε προβλήματα λόγω της εθνικότητάς του. Δεν είχε διπλή εθνικότητα× παρέμενε τυνήσιος και θα μπορούσε να είχε φοβερά προβλήματα. Όπως και να΄ χει όμως, στο Παρίσι, μετά το 1957, είδα αρκετούς από αυτούς και πέρασα αρκετές ώρες με τον Κονστάντ στο Αμστερνταμ. Αυτή ήταν και η στιγμή που το κίνημα Provos γινόταν πολύ ισχυρό στο Αμστερνταμ, με την ιδέα τους να διατηρούν την αστική τους ζωή άθικτη, παρεμποδίζοντας την πόλη από το να ξεκοιλιαστεί από τους αυτοκινητόδρομους που θα διαπλατύνονταν μόνο για τη διέλευση αυτοκινήτων. Ήθελαν η πόλη να διατηρηθεί και να μετατραπεί, προκειμένου να μην παραδοθεί στην κυκλοφορία. Επίσης τους άρεσαν τα ναρκωτικά, επένδυαν στα ναρκωτικά για τη δημιουργία νέων καταστάσεων, η φαντασία τους έπαιρνε τη σπίθα από το LSD, τότε υπήρχε το LSD.

[…]

Κ.Ρ: Έτσι λοιπόν η ύπαρξη των μικροκοινωνιών ή των ομάδων όπως αυτή των σιτουασιονιστών, ήταν από μόνες τους «νέες καταστάσεις»;

Α.Λ: Ναι, σ΄ ένα μεγάλο βαθμό. Αλλά, δεν θα΄ πρεπε να υπερβάλλουμε όμως. για το πόσοι ήταν συγχρόνως την εκάστοτε χρονική περίοδο. Πρέπει να γνωρίζετε πως η Καταστασιακή Διεθνής δεν είχε περισσότερα από δέκα μέλη συγχρόνως. Υπήρχαν δύο ή τρεις Βέλγοι, δύο ή τρεις Γερμανοί, όπως ο Κονστάντ, αλλά διαγράφονταν αμέσως. Ο Γκυ Ντεμπόρ ακολούθησε το παράδειγμα του Μπρετόν. Οι διαγραφές ήταν ένα γεγονός. Ποτέ δεν ήμουν μέρος της ομάδας. Θα μπορούσα να είμαι, αλλά ήμουν προσεκτικός, ιδίως εφόσον γνώριζα το χαρακτήρα και τους τρόπους του Ντεμπόρ και τον τρόπο με τον οποίο «αντέγραφε» τον Μπρετόν, «απωθώντας» οποιονδήποτε, προκειμένου να έχει έναν σκληρό πυρήνα. Στο τέλος τα μέλη της S.I ήταν ο Ντεμπόρ, η Μπερνστάιν και ο Βανεγκέμ. Υπήρχαν βέβαια και άλλες ομάδες (δορυφόροι) στις οποίες ήμουν ενταγμένος, όπως και ο Ασκερ Γιορν άλλωστε. Ο Ασκερ Γιορν είχε επίσης «απωθηθεί». Και ο κακομοίρης ο Κονστάντ είχε διαγραφεί. Για ποιο λόγο; Ο Κονστάντ ως γνωστόν δεν έχτισε τίποτα× ήταν ένας αρχιτέκτονας που δεν έχτιζε, ένας ουτοπικός αρχιτέκτονας. Διαγράφηκε όμως γιατί ένας νεαρός που δούλευε μαζί του, έχτισε μία εκκλησία στη Γερμανία× εξορίστηκε λοιπόν για λόγους καταστροφικής επιρροής. Σαχλαμάρες, ήταν, στην πραγματικότητα, η διατήρηση του εαυτού του σε μια αγνή κατάσταση, σαν κρύσταλλο. Ο δογματισμός του Ντεμπόρ ήταν πανομοιότυπος μ εαυτόν του Μπρετόν και ίσως, επιπλέον, ένας δογματισμός χωρίς δόγμα, από τότε που η θεωρία των καταστάσεων, της δημιουργίας καταστάσεων, εξαφανίστηκε ταχύτατα αφήνοντας πίσω της μόνο κριτική για τον υπάρχοντα κόσμο, από εκεί δηλαδή που ξεκίνησαν όλα× την «κριτική της καθημερινής ζωής».

Κ.Ρ: Πως η συνεργασία σου με τους σιτουασιονιστές άλλαξε ή ενέπνευσε την άποψή σου για την πόλη; άλλαξε ή όχι η αντίληψή σου;

Α.Λ: Ήταν μια πορεία, παράλληλη. Η άποψή μου για την πόλη είχε εντελώς διαφορετικές πηγές […] Αλλά την ίδια ακριβώς στιγμή που γνώρισα τον Ντεμπόρ (1957) γνώρισα και τον Κονστάντ. Γνώριζα ότι οι Provos στο Αμστερνταμ ενδιαφέρονταν για την πόλη, και πήγα εκεί για να δω τι συμβαίνει, ίσως και δέκα φορές. Απλά για να δω την γραμμή του κινήματος, αν έπαιρνε πολιτική γραμμή. Υπήρχαν Provos εκλεγμένοι στο συμβούλιο της πόλης στο Αμστερνταμ. Ξεχνώ πια χρονιά, αλλά πήραν μεγάλη νίκη στις δημοτικές εκλογές. Αργότερα, μετά από αυτό, όλα διαλύθηκαν. Όλα αυτά ήταν τμήμα και σύνολο του αυτού πράγματος. Και μετά το 1960 εμφανίστηκε το μεγάλο κίνημα της πολεοδομίας. Οι Σιτουασιονιστές εγκατέλειψαν τη θεωρία της ενιαίας πολεοδομίας, από τότε που η ενιαία πολεοδομία είχε συγκεκριμένο νόημα για τις ιστορικές πόλεις, όπως το Αμστερνταμ, που έπρεπε να ανανεωθεί, να μεταμορφωθεί. Αλλά από τη στιγμή που η ιστορική πόλη χωρίστηκε σε περιφερικές (περίχωρα), όπως συνέβη με το Παρίσι και παρόμοιες πόλεις, όπως το Λος Αντζελες, το Σαν Φρανσίσκο, άγριες προεκτάσεις της ίδιας της πόλης× η ενιαία πολεοδομία έχασε κάθε νόημα. Θυμάμαι πάρα πολύ καθαρά, παρόμοιες συζητήσεις με το Γκυ Ντεμπόρ , που έλεγε ότι η πολεοδομία γίνεται σιγά-σιγά ιδεολογία. Είχε απόλυτο δίκιο, από τη στιγμή που υπήρχε ένα επίσημο δόγμα για την πολεοδομία. Νομίζω ότι η πολεοδομία χρονολογείται από το 1961 στο Παρίσι (χρονική στιγμή που η πολεοδομία γίνεται ιδεολογία). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το πρόβλημα της πόλης λύθηκε, κάθε άλλο. Αλλά σ΄ αυτή την περίοδο οι σιτουασιονιστές είχαν εγκαταλείψει τη θεωρία της ενιαίας πολεοδομίας. Αλλωστε, πιστεύω, πως ακόμα και η περιπλάνηση, τα πειράματα περιπλάνησης, άρχισαν να εγκαταλείπονται. Δεν είμαι όμως σίγουρος για το πώς αυτό συνέβη, γιατί αυτή ήταν και η χρονική στιγμή που διακόψαμε κάθε σχέση.

Σημειώσεις:

1. Στο κείμενο αναφέρεται η μπροσούρα που είχε εκδώσει ομάδα φοιτητών το 1966, «για την αθλιότητα των φοιτητικών κύκλων». Το κείμενο αυτό (γραμμένο από το Μουσταφά Καγιατί), στο σύνολό του, έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από τους Αλεξίου ~ Χαλκιά και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος.

2. Το κίνημα COBRA που αναφέρεται στο κείμενο, ήταν αποτέλεσμα συνένωσης μικρότερων ομάδων, η Cobra εξέδιδε το περιοδικό reflex. Το όνομα «Cobra» το αποτελούσαν τα αρχικά των πόλεων «Κοπενχάγη, Βρυξέλλες, Aμστερνταμ». Ιδρυτές της ομάδας ήταν ο Γιορν, ο Ντορεμόν, ο Κορνέιγ, ο Κονστάντ και ο Aπελ.

3. Η Καταστασιακή Διεθνής ιδρύθηκε το 1957 μετά από συνδιάσκεψη στη βόρεια Ιταλία, για μια ενιαία δράση των πρωτοποριακών κινημάτων. περνώντας από διάφορες φάσεις (με κορυφαία αυτή του τέλους της 1ης φάσης το ΄62) κράτησε μέχρι το 1972.

4. Η Μισέλ Μπερνστάιν ήταν σύντροφος του Γκυ Ντεμπόρ (μέχρι το 1967). Το 1997 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «ΟΞΥ», το βιβλίο της «όλα τα άλογα του βασιλιά».

5. Η περιπλάνηση (derive) αναφέρεται αναλυτικά στα βιβλία «τι είναι ο Λετρισμός» του Γκυ Ντεμπόρ, «η περιπλάνηση και οι σιτουασιονιστές» του Thomas McDonough) και η «θεωρία της περιπλάνησης» του Γκυ Ντεμπόρ. Περιληπτικά, σαν περιπλάνηση ορίζει την τεχνική του βιαστικού περάσματος μέσα από ποικίλες ατμόσφαιρες μιας πόλης.

6. Οι σιτουασιονιστές εννοούσαν «ενιαία πολεοδομία» τη θεωρία της συνολικής χρήσης των τεχνών και των τεχνικών που συμβάλλουν στην ολοκληρωμένη κατασκευή ενός περιβάλλοντος, σε δυναμική σχέση με εμπειρίες της συμπεριφοράς.

Πηγές των σημειώσεων:

1. «Πρωτοπορίες και κινήματα», αφιέρωμα του περιοδικού διαβάζω, την επιμέλεια του οποίου είχε αναλάβει ο Ι. Μπαμπασάκης (Τεύχος: 270 18/9/91).

2. «Βορειοδυτικό πέρασμα» Ι. Μπαμπασάκης, εκδόσεις Ελεύθερος τύπος.

3. «Το αισθητικό και το πολιτικό» εκδόσεις Ελ.Τύπος, μετ: Πάνος Τσαχαγέας, Νίκος Αλεξίου.

4. «Τι είναι Λετρισμός» Γκυ Ντεμπόρ, μτφ: Αλέξανδρος Ζαγκούρογλου, εκδόσεις Ελεύθερος τύπος.

5. «Για την αθλιότητα των φοιτητικών κύκλων», S.I. μτφ: Νίκος Αλεξίου Διονύσης Χαλκιάς, εκδόσεις: Ελεύθερος τύπος.

6. «Η περιπλάνηση και οι σιτουσιονιστές», Thomas Mc Donough, μτφ: Παναγιώτης Καλαμαράς, εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα.

7. «Το αισθητικό και το πολιτικό», μτφ: Πάνος Τσαχαγέας Νίκος Αλεξίου, εκδόσεις Ελεύθερος τύπος. (Ανθολογία κειμένων από την Cobra στην S.I.) Για πρώτη φορά ίσως, μετά το «ξεπέρασμα της τέχνης» (από τις εκδόσεις Ύψιλον), τόσο εκτεταμένη συλλογή κειμένων.


Πηγή: επιθεώρηση «PRAXI», τεύχος 1

Κυριακή 29 Μαρτίου 2009

FACP: ΟΙ ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ


Μια σοβαρή αδυναμία από την οποία ταλαιπωρείται ο αναρχισμός είναι η κατάσταση στην οποία βυθίστηκε από εκείνους που έχουν πολύ μικρή σχέση με τον αναρχισμό και πολύ μεγαλύτερη με τον μικροαστισμό ή τα φιλελεύθερα αισθήματα: νιχιλιστές, υπαρξιστές, αναρχοκαπιταλιστές, πρωτογονιστές και άλλους.

«Ο αναρχισμός δεν σημαίνει καν μυστικισμό ούτε ασαφείς λέξεις για την ομορφιά ή την απελπισία. Το μεγαλείο του οφείλεται κυρίως στην αφοσίωσή του στις αιτίες της καταπίεσης σε βάρος της ανθρωπότητας. Φέρνει μέσα του τη φιλοδοξία των μαζών για την αλήθεια, τον ηρωισμό και τη μεγάλη τους θέληση, αντιπροσωπεύει αυτή τη στιγμή τη μόνη κοινωνική ιδεολογία πάνω στην οποία οι μάζες μπορούν να στηριχθούν και να εμπιστευθούν για ν’ αναλάβουν τον αγώνα τους. Δεν είναι αρκετό για τον αναρχισμό να είναι μια μεγάλη ιδέα και οι αναρχικοί οι πλατωνικοί του αντιπρόσωποι. Οι αναρχικοί πρέπει να συμμετέχουν μόνιμα στο μαζικό επαναστατικό κίνημα και να συνεργάζονται μ’ αυτό. Μόνο τότε αυτό το κίνημα θα αναπνεύσει αληθινά την αυθεντική ατμόσφαιρα του αναρχικού ιδανικού. Τίποτα δεν αποκτιέται δωρεάν. Όλες οι υποθέσεις απαιτούν προσπάθειες και θυσίες. Ο αναρχισμός πρέπει να βρει μια ενότητα στόχων και δράσης και να επιτύχει μια ακριβή πραγματοποίηση του ιστορικού του ρόλου. Ο αναρχισμός πρέπει να διαπεράσει τις καρδιές των μαζών και να διαχυθεί σ’ αυτές».

Εάν είμαστε διασκορπισμένοι, η επιρροή μας θα μειωθεί κατά τη διάρκεια των αγώνων, και ειδικά εάν είμαστε ολιγάριθμοι. Σε μια τέτοια κατάσταση η ικανότητά μας μειώνεται αρκετά, στερούμαστε προγραμμάτων, βλέπουμε τι γίνεται γύρω μας, αλλά πάσχουμε από έλλειψη ικανότητας να ενεργήσουμε και πέφτουμε σε κατάθλιψη. Μερικές φορές, οι σύντροφοι συνδέονται με προγράμματα άλλων τάσεων με τις οποίες έχουν ασύμβατες διαφωνίες. Επομένως, η πρότασή μας είναι ότι πρέπει να οργανωθούμε. Θέλουμε να δούμε το Αναρχικό Κίνημα στους δρόμους, τα εργοστάσια, τις κοινότητες, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Θέλουμε να είμαστε μια επαναστατική δύναμη, αγωνιζόμενοι ενάντια στον καπιταλισμό και τον απολυταρχισμό διαμέσου των μεθόδων της μαζικής άμεσης δράσης, της οριζοντιότητας, της αλληλεγγύης, της αυτοδιεύθυνσης, της ελευθερίας, της ισότητας και της ομοσπονδιοποίησης.

Πεποίθησή μας είναι ότι η προπαρασκευαστική εργασία είναι αναπόφευκτη εάν οι κοινωνικοί αγώνες πρόκειται να είναι νικηφόροι. Ο στόχος μας θα πρέπει να είναι η δημιουργία μιας επαναστατικής ταξικής στρατηγικής από την οποία θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό το μέλλον του κινήματος. Είναι, επομένως, απαραίτητο να οργανωθούμε.

Πηγή: το Μανιφέστο της Αναρχικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας Πορτογαλίας (Federacao Anarquista Comunista de Portugal - FACP) που εγκρίθηκε στην ιδρυτική συνέλευσή της στις 7 Οκτωβριου 2007

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2009

Τζωρτζ Όργουελ

Τζωρτζ Όργουελ (George Orwell, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Έρικ Άρθουρ Μπλαιρ, Eric Arthur Blair, Bεγγάλη, 25 Ιουνίου 1903 – Λονδίνο, 21 Ιανουαρίου 1950).

Βρετανός σοσιαλιστής συγγραφέας, ποιητής και δημοσιογράφος, γνωστός κυρίως από τα αντιαυταρχικά – αντισταλινικά μυθιστορήματά του «Η Φάρμα των Ζώων» και «1984».

Γεννήθηκε στο Μοντιχάρι της Βεγγάλης στην Ινδία το 1903, όπου υπηρετούσε ο πατέρας του ως διοικητικός υπάλληλος και έφθασε στην Αγγλία το 1911 με τον επαναπατρισμό της οικογένειάς του. Κατά την περίοδο 1917 - 1921 σπούδασε υπότροφος στο Ήτον (Eton, όπου ανάμεσα στους καθηγητές του ήταν και ο Άλντους Χάξλεϋ, που δίδασκε Γαλλικά) και έκανε σε διάφορα περιοδικά τις πρώτες του δημοσιεύσεις. Το 1922 διορίσθηκε αξιωματούχος στην αστυνομία («Indian Imperial Police») της Βιρμανίας, παραιτήθηκε όμως μετά από 6 χρόνια μη αντέχοντας την αποικιοκρατική ατμόσφαιρα.

Για κάποια χρόνια έζησε φτωχικά στο Παρίσι και το Λονδίνο, κινούμενος στους κύκλους των περιθωριακών, δηλώνοντας «αναρχικός» και κάνοντας διάφορα περιστασιακά επαγγέλματα. Προϊόντα εκείνης της περιόδου είναι τα βιβλία του «Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου» («Down and Out in Paris and London», 1933), «Ημέρες της Μπούρμα» («Burmese Days», 1934), «Η κόρη του παπά» («A Clergyman's Daughter», 1935) και «Ο δρόμος προς την αποβάθρα του Γουίγκαν» («The Road to Wigan Pier», 1937). Το τελευταίο, που καταπιανόταν με τους εξαθλιωμένους ανθρακωρύχους της βόρειας Αγγλίας, γράφτηκε κατά παραγγελία του μαρξιστή εκδότη Victor Gollancz, ο οποίος διηύθυνε τις εκδόσεις «Left Book Club».

Συμμετείχε ενεργά από τον Δεκέμβριο του 1936 στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο ως εθελοντής στην δημοκρατική πολιτοφυλακή της Βαρκελώνης, μέλος του τροτσκιστικού «Εργατικού Κόμματος της Μαρξιστικής Ενοποίησης» (P.O.U.M., «Partido Obrero de Unificación Marxista»). Πήρε μέρος ως υπαξιωματικός σε αρκετές ένοπλες συγκρούσεις στην Αραγωνία και την Χουέσκα (Huesca), αλλά τον Μάϊο του 1937 τραυματίστηκε σοβαρά, όταν μια σφαίρα ελεύθερου σκοπευτή τού διαπέρασε τον λαιμό.

Ενώ νοσηλευόταν με προσωρινή παραλυσία της αριστερής πλευράς του σώματός του και απώλεια της φωνής του, οι σταλινικοί κομμουνιστές κήρυξαν «παράνομο» το P.O.U.M. και άρχισαν να εξοντώνουν τα μέλη του. Κινδυνεύοντας σοβαρά να εκτελεσθεί, ζήτησε στα τέλη του Ιουνίου την βοήθεια του άγγλου πρέσβη στην Βαρκελώνη, ο οποίος του εξασφάλισε την διαφυγή στην Γαλλία. Τις συγκλονιστικές όσο και τραγικές του εμπειρίες αποτύπωσε όταν επέστρεψε στην Αγγλία στο γνωστό βιβλίο του «Φόρος τιμής στην Καταλωνία» («Homage to Catalonia», 1938), το οποίο, καθώς ερχόταν σε αντίθεση με τις ορέξεις τόσο του δεξιού τύπου της χώρας όσο και της ημερήσιας εφημερίδας «Daily Worker» του Κομμουνιστικού Κόμματος, μέχρι το 1950 δεν είχε πουλήσει περισσότερα από 1.500 αντίτυπα.

Την επόμενη χρονιά εξέδωσε του «Coming up for Air», ενώ από τον Αύγουστο του 1941 και για όλη την διάρκεια του Β Παγκόσμιου Πολέμου εργάστηκε στο BBC («British Broadcasting Corporation») για τα προπαγανδιστικά ειδησεογραφικά προγράμματα που εκπέμπονταν στην Ινδία. Παράλληλα με το BBC εργαζόταν και στην εφημερίδα «Observer», ενώ μετά τον πόλεμο, ως λογοτεχνικός συντάκτης στην σοσιαλιστική εφημερίδα «Tribune» (στην οποία τον είχε καλέσει το 1943 ο εκδότης Aneurin Bevan), άρχισε να διαμορφώνει μέσα από την εβδομαδιαία στήλη του πολιτικές θέσεις με ξεκάθαρα αντιεξουσιαστική σοσιαλιστική κατεύθυνση.

Εκείνη ακριβώς την περίοδο συνέγραψε τα καλύτερα έργα του. Το 1944 εξέδωσε την «Φάρμα των Ζώων» («Animal Farm», μία πολιτική αλληγορία ενάντια στον σταλινισμό, η οποία του κόστισε την απώλεια των περισσότερων από τους έως τότε μαρξιστές φίλους του, ενώ ήδη είχε αρνηθεί να του εκδώσει το βιβλίο ο από το 1937 εκδότης του V. Gollancz). Το 1949 εξέδωσε το περίφημο «1984», ένα απαισιόδοξο μυθιστόρημα με δράση τοποθετημένη στο, τότε, «μακρινό» και «μελλοντικό» έτος 1984, όπου περιγραφόταν ένα εφιαλτικό ολοκληρωτικό αστυνομικό κράτος, στο οποίο η παραμικρή λεπτομέρεια της ατομικής και συλλογικής ζωής, που διαμορφώνονταν και οι δύο από την «νεογλώσσα» - «newspeak» και την «διπλοσκέψη» - «doublethink», ελεγχόταν αυστηρά από τον αόρατο δικτάτορα «Μεγάλο Αδελφό» («Big Brother»): «όποιος ελέγχει τη γλώσσα ενός ανθρώπου, ελέγχει και τις σκέψεις του» ανέφερε μέσα στο «1984» ο Όργουελ.

Συνέγραψε και ποιήματα («Romance», «Awake! Young Men of England», «Kitchener», «The Pagan», «The Lesser Evil», «Poem From Burma», κ.ά.), ενω λίγες ημέρες πριν πεθάνει σε νοσοκομείο του Λονδίνου από φυματίωση τον Ιανουάριο του 1950, απαγόρευσε την συγγραφή βιογραφιών του, πράγμα που όμως δεν τηρήθηκε, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο.

Πηγή: Το KNOL του Βλάση Ρασσιά για τον Τζωρτζ Όργουελ