Βίλχελμ Ραϊχ (Wilhelm Reich, Dobrzanica Galicia, 24 Mαρτίου 1897 - Lewisburg, Pennsylvania, 3 Nοεμβρίου 1957). Ιδρυτής της λεγόμενης «Οργονομίας» («Orgonomy»), ψυχολόγος, συγγραφέας και πρωτοπόρος ερευνητής και εφευρέτης, που κυνηγήθηκε σε τέσσερις χώρες (Γερμανία, Δανία, Νορβηγία και Η.Π.Α.) από την πολύπλευρη αντίδραση (ψυχαναλυτές, κομμουνιστές, ναζί και καπιταλιστές) και τελικά πέθανε στις φυλακές.
ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΡΟΫΔΙΣΜΟ
Γεννήθηκε το 1897 στην τότε υπό αυστριακή κυριαρχία Γαλικία (Galicia), στην πόλη Dobrzanica, πρώτος υιός του εύπορου αγρότη Λεόν Ράϊχ (Leon Reich) και της Καικιλίας Ρόνιγκερ (Cecilia Roniger). Ο πατέρας του ήταν αποσυνάγωγος Εβραίος και απαγόρευσε την συναναστροφή των δύο υιών του με παιδιά που μιλούσαν την εβραϊκή γλώσσα «yiddish», με αποτέλεσμα και οι δύο τους να αποκτήσουν γερμανική εθνική συνείδηση.
Από πολύ μικρός ο Βίλχελμ έδειξε ενδιαφέρον για τις φυσικές επιστήμες (ήδη από 8 ετών έφτιαχνε συλλογές από φυτά και έντομα και μελετούσε την φύση τους και τους τρόπους αναπαραγωγής τους) και μέχρι 12 ετών σπούδασε κατ’ οίκον με ιδιωτικό δάσκαλο. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1910 όμως, η μητέρα του αυτοκτόνησε πίνοντας χημικά υγρά, όταν αποκαλύφθηκε η ερωτική της σχέση με τον δάσκαλο των παιδιών της. Λίγο αργότερα, γύρω στο 1914, έφυγε από την ζωή και ο ψυχικά καταρρακωμένος πατέρας του, λόγω πνευμονίας έπειτα από μακρά ηθελημένη έκθεσή του στο κρύο.
Τα δύο αδέλφια, ο Βίλχελμ και ο Ρόμπερτ, συνέχισαν την αγροτική επιχείρηση του πατέρα τους ώστε να είναι εφικτή η οικονομική υποστήριξη των σπουδών τους, όμως το καλοκαίρι του 1915 οι Ρώσοι εισέβαλαν στην περιοχή και έτσι τα δύο αδέλφια βρέθηκαν πρόσφυγες στην Βιέννη, έχοντας χάσει τα πάντα. Για να επιβιώσει οικονομικά, ο Βίλχελμ υπηρέτησε επί τρία χρόνια στον αυστριακό στρατό ως υπολοχαγός και μετά την απόλυσή του με το τέλος του πολέμου, γράφτηκε το 1918 στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστήμιου της Βιέννης.
Δύο χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1920 και ενώ ακόμα ήταν φοιτητής, έγινε δεκτός ως αντεπιστέλλον μέλος στην «Ψυχαναλυτική Εταιρεία της Βιέννης», την οποία διηύθυνε ο Σίγκμουντ Φρόϋντ (Sigmund Freud), έγινε τακτικό μέλος στα τέλη της χρονιάς, σε ηλικία μόλις 23 ετών και ήδη από το 1922 αναδείχθηκε σε έναν από τους γνωστότερους ψυχαναλυτές της Βιέννης.
Η φήμη του αυξήθηκε επίσης όταν εκείνη ακριβώς την εποχή δημοσίευσε αρκετά ενδιαφέροντα άρθρα του στα επιστημονικά περιοδικά της εποχής, όπως λ.χ. στην επιθεώρηση σεξολογίας «Zeitschrift fuer Sexualwissenschaft» («Ueber einen Fall von Durchbruch der Inzestschranke», 1920, «Der Koitus und die Geschlechter» και «Triebbegriffe von Forel bis Jung», 1921, «Zur Triebenergetik», 1923, «Der Tic als Onanieequivalent», 1924), την «Διεθνή Επιθεώρηση της Ψυχανάλυσης» - «Internationale Zeitschrift fuer Psychoanalyse» («Ueber Spezifitaet der Onanieforrnen», 1922, «Kindliche Tagtraeume einer spaeteren Zwangsneurose» και «Ueber Genitalitaet», 1923, «Die therapeutische Bedeutung der Genitallibido», 1924, «Eine hysterische Psychose in statu nascendi» και «Weitere Bemerkungen ueber die therapeutische Bedeutung der Genitallibido», 1925) και την «Επιθεώρηση Κλινικής Ψυχαθεραπείας» - «Zeitschrift fuer Aerztliche Psychotherapie» («Die Rolle der Genitalitaet in der Neurosentherapie», 1925). Την πρώτη του όμως διάσταση ως προς την υπόλοιπη ψυχαναλυτική κοινότητα της εποχής δημιούργησε ο Ράϊχ με την άποψή του πως εκτός από την συζήτηση πρέπει να αναπτύσσεται και η σωματική επαφή μεταξύ ασθενούς και ψυχοθεραπευτού (λ.χ. με άγγιγμα στον τράχηλο, το διάφραγμα, το στήθος, κ.λπ.).
Το 1924 νυμφεύθηκε την πρώτη σύζυγό του, την ψυχαναλύτρια Άνι Πινκ (Annie Pink), με την οποία σε έναν δεκαετή γάμο (χώρισαν το 1934) απέκτησε δύο θυγατέρες, την Εύα (Eva Reich, γεν. 1924) και την Λόρη (Lore Reich, γεν. 1928). Ανέπτυξε στενές σχέσεις με τον Φρόϋντ (που διατηρήθηκαν μέχρι το 1934), όντας όμως πολύ πιο ριζοσπαστικός από εκείνον εξέφρασε σε λίγο τις δικές του θέσεις για την νεύρωση στα βιβλία του «Η Λειτουργία του Οργασμού» (1927) και «Ανάλυση του Χαρακτήρα» (1933), με αποτέλεσμα να πέσει στην δυσαρέσκεια του ιδρυτή της «Ψυχαναλυτικής Εταιρείας». Παράλληλα, από το 1928 είχε εγγραφεί στο Αυστριακό Κομμουνιστικό Κόμμα και είχε επίσης ιδρύσει την «Σοσιαλιστική Ένωση για την Σεξουαλική Συμβουλευτική και Έρευνα» για την ψυχολογική υποστήριξη ανθρώπων της εργατικής τάξης, στο μέτρο που το ενδιαφέρον του Φρόϋντ φαινόταν να εξαντλείται στους κύκλους των αστών.
ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΡΞΙΣΜΟ
Ήδη από το 1930, έχοντας συλλάβει την θεωρία της «Συναισθηματικής Θωράκισης» αλλά και προσχωρήσει στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, είχε εγκατασταθεί στο Βερολίνο, όπου ασχολήθηκε με την ψυχική υγεία και την ανθρώπινη σεξουαλικότητα, με συχνές διαλέξεις στην εκεί «Ψυχιατρική Κλινική» και το «Κολλέγιο Μαρξιστών Εργατών». Στα πλαίσια αυτού που αποκαλούσε «Σεξοπολιτική» (για την οποία είχε μάλιστα συστήσει και τον ερευνητικό φορέα «Sexpol», «Γερμανική Εταιρεία για μια Προλεταριακή Σεξουαλική Πολιτική» το 1931), ο Ραϊχ προωθούσε το δικαίωμα στην σεξουαλική ελευθερία και τον οργασμό και την ηδονή, την απαλλαγή των ανθρώπων από τις ενοχές, καθώς και την αναγνώριση της ανάγκης για στοργή και θαλπωρή των νεογέννητων, τον φυσικό τοκετό και τον θηλασμό και αποκάλυπτε τον ρόλο της σεξουαλικής καταπίεσης στην εμφάνιση των περισσότερων ασθενειών.
Κύρια ιδέα του Ραϊχ εκείνη την περίοδο ήταν το ότι η σεξουαλική καταπίεση από τα παιδικά και εφηβικά χρόνια οδηγεί τον άνθρωπο στην νεύρωση, το άγχος για ηδονή και, το χειρότερο, στον φόβο απέναντι στην αυτορρύθμιση και την ελευθερία. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, οι κομμουνιστές τον διέγραψαν από το Κόμμα το 1933 (αμέσως μετά την κυκλοφορία του βιβλίου του «Η μαζική Ψυχολογία του Φασισμού», «Massenpsychologie des Faschismus», το οποίο εξέδωσαν οι εκδόσεις «Sexpol» και στις σελίδες του ο Ράϊχ υποστήριζε ότι στον Φασισμό, που αποτελεί σύμπτωμα κατεστραμμένης σεξουαλικότητας, καταφεύγουν άτομα με υποταγμένο χαρακτήρα, κατά κανόνα διαστροφικά ή ανοργασμιακά) και τον κατήγγειλαν ως επικίνδυνο «σεξοκεντρικό», «πράκτορα της αστικής τάξης» και «αντεπαναστάτη».
Μετά από μερικούς μήνες, τον Αύγουστο του 1933, και οι φροϋδιστές ψυχαναλυτές επίσης τον κατήγγειλαν και τον διέγραψαν από την «Διεθνή Εταιρεία Ψυχανάλυσης» («Internationale Psychoanalytische Vereinigung», IRV), όμως με τον ακριβώς αντίθετο από τους κομμουνιστές χαρακτηρισμό τού «υπερ-πολιτικοποιημένου» «αιρετικού» (ο αιφνιδιασμένος Ράϊχ υποχρεώθηκε μάλιστα να αυτοχρηματοδοτήσει την έκδοση του βιβλίου «Charakteranalyse: Technik und Grundlagen für studierende und praktizierende Analytiker», το οποίο είχε αναλάβει να εκδόσει η IRV).
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟΣ ΠΑΝΤΟΥ
Με την άνοδο των εθνικοσοσιαλιστών του Χίτλερ στην εξουσία (που αυτοί αντίθετα τον θεωρούσαν «πράκτορα της Μόσχας», «εβραίο» και «κομμουνιστή»), έχοντας ήδη από το 1932 αφήσει την πρώτη σύζυγό του για την αριστερή εβραία χορεύτρια Έλσα Λίντεμπεργκ (Elsa Lindenberg) και έχοντας ήδη στοχοποιηθεί επαρκώς λόγω του βιβλίου του «Η μαζική Ψυχολογία του Φασισμού» (το οποίο μέσα σε έναν μόνο χρόνο έκανε δεύτερη έκδοση προτού απαγορευθεί από τους ναζί), αναγκάστηκε να φύγει μαζί της στην Αυστρία και από εκεί στην Δανία, μία μόλις ημέρα πριν η περιβόητη «μυστική αστυνομία» Γκεστάπο (Gestapo, Geheime Staatspolizei) εισβάλει στο σπίτι της Έλσας για να την συλλάβει για «ενέργειες ενάντια στο Κράτος».
Πολύ σύντομα όμως ο Ράϊχ, που τώρα συγκεκριμενοποιούσε ολοένα και περισσότερο την θεωρία του επάνω στα «βιόντα» και την βιο-ηλεκτρική φύση της σεξουαλικότητας και του άγχους, εκδίδοντας μάλιστα από το 1934 στην Κοπενχάγη με ψευδώνυμο (ως Ernst Parell) και ένα ειδικό περιοδικό Πολιτικής Ψυχολογίας και Σεξουαλοικονομίας («Die Zeitschrift für Politische Psychologie und Sexualökonomie», ZPPS), έπεσε επίσης και στην δυσμένεια των κομμουνιστών της Δανίας και εκδιώχθηκε και από το εκεί Κομμουνιστικό Κόμμα, με συνέπεια να προσπαθήσει από εκεί και πέρα, μάταια όμως, να βρει κάτι καλύτερο την Σουηδία και την Νορβηγία.
Αφήνοντας παντού πίσω του εχθρούς, τόσο στους χώρους των λεγόμενων «ειδικών» (στο Όσλο μάλιστα τον απεκάλεσαν «εβραίο πορνογράφο»!), όσο και στους χώρους των σταλινικών κομμουνιστών, κατέληξε τελικά μόνος του το φθινόπωρο του 1939 στις Η.Π.Α. με το τελευταίο καράβι που έφυγε από την Νορβηγία. Η Έλσα, που ο παλαι ποτέ σφοδρότατος έρωτάς της για τον «ιδιόρρυθμο» εκείνον άντρα είχε πια σβήσει μέσα στην ρουτίνα της σκληρής καθημερινής πειραματικής εργασίας του, έμεινε στο Όσλο και αργότερα, για να γλιτώσει από τους ναζί εγκαταστάθηκε στην Σουηδία.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
Ο Ράϊχ έζησε μέχρι το 1941 στο Λονγκ Άϊλαντ της Νέας Υόρκης, συνεχίζοντας να πειραματίζεται μανιωδώς με την Βιοενέργεια (της οποίας την ύπαρξη στην ατμόσφαιρα διαπίστωσε το 1940) και διδάσκοντας για τα προς το ζήν στην «Νέα Σχολή Κοινωνικών Ερευνών». Η μοναξιά του τελείωσε όταν ερωτεύθηκε την βοηθό του Ίλζε Όλεντορφ (Ilse Ollendorff), με την οποία απέκτησε μάλιστα έναν υιό, τον Πήτερ (Peter Reich, γεν. 1944) και υλοποίησε αργότερα τον τρίτο του γάμο (που κράτησε πέντε περίπου χρόνια, από το 1946 μέχρι το 1951).
Πολύ γρήγορα απέκτησε έναν μικρό κύκλο αφοσιωμένων μαθητών – οπαδών, με χρηματοδότηση των οποίων πέρασε στην ίδρυση ενός ερευνητικού εργαστηρίου στο Forest Hills της Νέας Υόρκης και ενός περιοδικού, στο οποίο δημοσίευε πληροφορίες σχετικά με τα πολύπλευρα πειράματά του, αλλά και τις ιδέες του για εκείνο που ο ίδιος ονόμαζε από το 1936 - 1937 «Εργοδημοκρατία» («Arbeitsdemokratie», «Work Democracy»), ένα πολιτικό σύστημα βασισμένο στην ικανοποίηση των κοινών αναγκών και ενδιαφερόντων των ανθρώπων, το οποίο αποτελούσε την προσωπική του απάντηση στον απεχθή γι’ αυτόν «κόκκινο φασισμό» της σταλινικής Ρωσίας: «πηγές της ύπαρξής μας είναι ο έρωτας, η εργασία και η γνώση. Μόνον αυτές δικαιούνται να μας κυβερνούν».
Αργότερα, το 1947, δημοσίευσε μάλιστα στο «Annals of the Orgone Institute» το τρόπον τινά μανιφέστο του «Η Εργοδημοκρατία στην πράξη» («Work Democracy in Action»). Προηγουμένως, στα πλαίσια αυτών ακριβώς των «εργοδημοκρατικών» απόψεών του, είχε συγγράψει το 1940 το γνωστό βιβλίο του «Άκου Ανθρωπάκο!» («Rede an den Kleinen Mann», που μεταφράστηκε το 1948 από τον θαυμαστή του Θεόδωρο Βολφ, Theodore P. Wolfe και εκδόθηκε στα αγγλικά με τίτλο «Listen, Little Man! »), στο οποίο ο Ράϊχ προέβαινε σε μία συγκινητική έκκληση στους συνανθρώπους του για μία πιο ελεύθερη, αξιοπρεπή και ερωτικά ικανοποιημένη ζωή.
ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΣ «ΟΡΓΟΝΟΝ»
To 1942 αγόρασε με τους λίγους οπαδούς του ένα μεγάλο κτήμα κοντά στα σύνορα με τον Καναδά, στο Rangeley της πολιτείας Μαίην (Maine), το οποίο ονόμασαν «Όργονον» («Orgonon») και το μετέτρεψαν σε εργαστήρι και τόπο πειραματισμού, ενώ παράλληλα διέδιδαν τις απόψεις του Ραϊχ μέσα από το περιοδικό «Διεθνής Επιθεώρηση για την Έρευνα της Σεξουαλοικονομίας και της Οργόνης» («International Journal for Sex-Economy and Orgone Research») στο οποίο δημοσιεύθησαν από το 1941 μέχρι το 1945 μία σειρά από πολύ ενδιαφέροντα κείμενά του: «A Talk with a sensible Mother», «The Discovery of the Orgone», «The Carcinomatous Shrinking Biopathy», «Character and Society», «Biophysical Functionalism and Mechanistic Natural Science», «The Natural Organization of Protozoa from Orgone Energy Vesicles» το 1942, «Experimental Orgone Therapy of the Cancer Biopathy », «Give Responsibility to Vitally Necessary Work», «Work Democracy versus Politics», «The Biological Miscalculation in the Human Struggle for Freedom» το 1943, «Orgonotic Pulsation. Talks with an Electro Physicist», «The masochistic Character», «Thermical and Electroscopical Orgonometry» το 1944 και «Experimental Demonstration of the Physical Orgone Energy», «Some Mechanisms of the Emotional Plague», «Anorgonia im the Carcinomatous Shrinkimg Biopathy», «Orgone Biophysics, Mechanistic Science, and Atomic Energy», «The Development of the Authoritarian State Apparatus from Rational Social Relationships» το 1945.
Έχοντας «ανακαλύψει» ήδη από το 1940 την Βιοενέργεια, μία λεπτή παλλόμενη ηλεκτρομαγνητική ενέργεια, ίδια με την «πράνα» των Ινδών ή το «τσι» των Κινέζων, την οποία αυτός αποκαλούσε «Οργόνη» και αφού την ίδια χρονιά εφηύρε και τον θεραπευτικό «Οργονοσυσσωρευτή» («Orgone Energy Accumulator», ένα κουτί φτιαγμένο από εναλλάξ στρώσεις οργανικών και ανόργανων υλικών, που μπορούσε να συγκεντρώνει την διάχυτη οργόνη της ατμόσφαιρας, την οποία εν συνεχεία ο Ραϊχ χρησιμοποιούσε σε θεραπευτική αγωγή καρκινοπαθών), ασχολήθηκε συστηματικά μέχρι το 1945 με την βιοπάθεια του καρκίνου, την θεραπευτική εφαρμογή της «Οργόνης», αλλά και με την προέλευση αυτής της ίδιας της ζωής.
Το 1947 όρισε ως ασθένεια την «Συναισθηματική Πανούκλα» («Emotional Plague»), δηλαδή την βιοενεργειακή ανισορροπία που εμφανίζουν οι περισσότεροι άνθρωποι, και το 1951 ανακάλυψε την «Θανατηφόρα Οργονοενέργεια» («Deadly Orgone Energy», ή εν συντομία DOR) που συγκεντρώνεται σε «αρρωστημένα» περιβάλλοντα (λ.χ. ερήμους) και είναι βλαπτική για την ζωή. Απέναντι στο πρόβλημα της DOR, ξεκίνησε από το 1952 αλλεπάλληλα πειράματα εξουδετέρωσής της: την περίοδο 1952 – 1955 εφηύρε τον «Νεφενεργοποιητή» («Cloudbuster») για την εξουδετέρωση της DOR και την περίοδο 1954 – 1955 πειραματίστηκε επάνω στην αντιστροφή των ερημικών συνθηκών στο περιβάλλον αλλά και μέσα στον άνθρωπο («Συναιθηματική Πανούκλα») με τα «OROP Desert Ea» και «Medical DOR-Buster» αντίστοιχα. Παράλληλα, την περίοδο 1950 – 1957 πειραματίστηκε επάνω στην βαρύτητα και την αντιβαρύτητα και, τέλος, την περίοδο 1952 – 1957 εξέλιξε την κατ’ αυτόν «Κοινωνική Ψυχιατρική» («Social Psychiatry») και προχώρησε στην πρακτική εφαρμογή της.
Ήδη από το 1952 είχε εκδώσει το βιβλίο του «Τα Παιδιά του Μέλλοντος. Επάνω στην Πρόληψη της Σεξουαλικής Παθολογίας» («Children of the Future: On the Prevention of Sexual Pathology»), στο οποίο έγραφε: «Στις επανειλημμένες και απεγνωσμένες της προσπάθειες να διαπεράσει την ακαμψία, η ερωτική παρόρμηση του θωρακισμένου ανθρώπου μετατρέπεται σε μίσος. Ο άνθρωπος δε θέλει να μισεί. Η θωράκισή του τον αναγκάζει. Τώρα ξέρουμε ότι η σκληρότητα του ανθρώπου στρέφεται κυρίως εναντίον εκείνου που πιο πολύ επιθυμεί. Τώρα φαίνεται ξεκάθαρα γιατί όσο μιλά για «ειρήνη», άλλο τόσο κάνει «πόλεμο»... Το βασικό έργο κάθε παιδαγωγικής που κατευθύνεται από το συμφέρον του παιδιού και όχι από το συμφέρον των κομματικών προγραμμάτων, του κέρδους, της εκκλησίας κ.λπ., είναι να απομακρύνει κάθε εμπόδιο που βρίσκεται στο δρόμο της φυσικά δοσμένης παραγωγικότητας και πλαστικότητας της βιολογικής ενέργειας... Πρέπει να μαθαίνουμε απ’ τα παιδιά κι όχι να τους επιβάλουμε τις δικές μας στραβές ιδέες και κακές έξεις που έχουν ήδη αποδειχθεί εξαιρετικά καταστροφικές και γελοίες για κάθε νεότερη γενιά. Ας αφήσουμε επιτέλους τα ίδια τα παιδιά να αποφασίσουν για το μέλλον τους. Έχουν τις φυσικές δυνάμεις για να το κάνουν, και το δικό μας καθήκον είναι να τις προστατέψουμε».
ΔΙΩΞΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
Εξαιτίας των τολμηρών ερευνών του, ο Ράϊχ μπήκε από το 1947 στο στόχαστρο της «Διεύθυνσης Τροφίμων και Φαρμάκων» των Η.Π.Α. (της γνωστής F.D.A.) και τελικά τον Φεβρουάριο του 1954, πέντε χρόνια αφότου είχε ιδρύσει στο «Όργονον» το «Ίδρυμα Βίλχελμ Ράϊχ» («The Wilhelm Reich Foundation») με σκοπό την αρχειοθέτηση του ερευνητικού υλικού και την διακίνηση των θέσεών του, υποβλήθηκε μήνυση εναντίον του για «τσαρλατανισμό».
Στην δίκη που ακολούθησε, ο Ραϊχ αρνήθηκε να παραστεί και καταδικάστηκε ερήμην. Σύμφωνα με την απόφαση της 19ης Μαρτίου 1954 του Περιφερειακού Δικαστηρίου του Πόρτλαντ - Μέην, έπρεπε να αποσύρει από το εμπόριο και να καταστρέψει όλους τους «Οργονοσυσσωρευτές» που είχε κατασκευάσει και να κάψει επίσης κάθε κείμενο, άρθρο ή περιοδικό, που αναφερόταν στην χρήση των εν λόγω συσκευών: «Απαγορεύεται η διακίνηση μεταξύ πολιτειών βιβλίων που φέρουν τη λέξη Οργόνη. Επιπλέον θα καούν σε κλιβάνους όλα τα βιβλία και οι εργασίες του δρ Ραϊχ».
ΑΔΙΚΗ ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ
Οι λογικές, αλλά πρακτικά καταστροφικές από νομικής πλευράς, αρνήσεις που εξέφρασε ο Ράϊχ στο υπόμνημά του προς τους δικαστές («σε αυτή την γη κανείς πρόεδρος, καμμία Ακαδημία, κανένα δικαστήριο, κανένα Κογκρέσο, καμμία Γερουσία δεν έχει τη γνώση ή το κύρος να αποφασίσει ποια θα είναι η γνώση του αύριο. Είναι άχρηστο να προσπαθείς να αποδείξεις κάτι το οποίο είναι άγνωστο σε κάποιον που είτε είναι αδαής, είτε το εκλαμβάνει ως απειλή και το φοβάται… Αυτοί που δεν γνωρίζουν τους δρόμους της μάθησης ας κάνουν λοιπόν στην άκρη, την ώρα που οι άλλοι που γνωρίζουν τι εστί γνώση τρέχουν στα μονοπάτια προς το άγνωστο. Η Αναζήτηση της Γνώσης είναι η ανώτατη ανθρώπινη δραστηριότητα», απάντησε με επιστολή του), του κόστισαν την πρώτη μεγάλη του δικαστική ήττα. Η χαριστική βολή ήλθε ωστόσο λίγο αργότερα, με την ανόητη πράξη του συνεργάτη του δρ Μάϊχελ Σίλβερτ (Michael Silvert) να προσπαθήσει, εν αγνοία του ιδίου (που τότε βρισκόταν στην έρημο της Αριζόνα, πειραματιζόμενος με τον «Νεφενεργοποιητή» του και ήδη έχοντας επιτύχει κατ’ επανάληψη να προκαλέσει βροχές), να βγάλει μερικές συσκευές οργονοθεραπείας έξω από τα σύνορα του Μέην με προορισμό την Νέα Υόρκη, σπάζοντας έτσι την απαγόρευση διακίνησης που είχε επιβληθεί από το δικαστήριο του Πόρτλαντ.
Ενώ είχε ήδη συνάψει (το 1955) τον τέταρτο γάμο του με την Ωρόρα Κάρερ (Aurora Karrer), ο Ράϊχ συνελήφθη στην Ουάσινγκτων (Washington, DC) τον Μάϊο του 1956 με τις κατηγορίες της παραβίασης απαγόρευσης και της έμπρακτης περιφρόνησης της Δικαιοσύνης, και στάλθηκε σιδηροδέσμιος για μία ακόμα φορά, μαζί με τον Σίλβερτ, στο Περιφερειακό Δικαστήριο του Πόρτλαντ – Μέην. Στην δίκη που ακολούθησε, ο Ράϊχ αρνήθηκε να τον υπερασπιστεί συνήγορος (είτε επειδή θεωρούσε τον εαυτό του «ιστορική προσωπικότητα», όπως το περιέγραψε ο φίλος του ψυχίατρος δρ Μόρτον Χέρσκοβιτς, Morton Herskowitz, που παρακολούθησε την δίκη, είτε απλώς επειδή είχε υπερβολική εμπιστοσύνη στην αμερικανική Δικαιοσύνη) και δήλωσε ότι προτού τον δικάσουν οι δικαστές και οι ένορκοι, οφείλουν να έχουν διαβάσει τα βιβλία του. Το μόνο που πέτυχε όμως ήταν μία νέα και βαρύτερη καταδίκη για «τσαρλατανισμό» και δήθεν εγκληματική περιφρόνηση και απείθεια προς τις δικαστικές αποφάσεις του αμερικανικού κράτους. Αυτή την φορά καταδικάστηκε σε 2ετή φυλάκιση χωρίς αναστολή, ενώ ο Σίλβερτ σε 12μηνη φυλάκιση και το «Ίδρυμα Βίλχελμ Ράϊχ» σε πρόστιμο 10.000 δολλαρίων, εξοντωτικά μεγάλο ποσό για τα δεδομένα εκείνης της εποχής.
Επιπροσθέτως, στις 5 Ιουνίου 1956 υπάλληλοι της Διεύθυνσης Τροφίμων και Φαρμάκων» των Η.Π.Α. εισέβαλαν στο «Όργονον» και κατέστρεψαν με τσεκούρια όλους τους αποθηκευμένους «οργονοσυσσωρευτές», ενώ στις 26 Ιουνίου έκαψαν σε μια μεγάλη φωτιά εκατοντάδες αντίτυπα των βιβλίων του Ράϊχ και ντοσιέ ερευνητικών σημειώσεών του. Ακολούθησε ένα δεύτερο, μεγαλύτερο ολοκαύτωμα στους κλιβάνους της Νέας Υόρκης, στις 23 Αυγούστου, δίχως κανείς απολύτως από τους «ευαίσθητους» και «δημοκράτες» δημοσιογράφους της υποτιθέμενης «Χώρας της Ελευθερίας» να διαμαρτυρηθεί: 6 τόνοι έντυπου υλικού που αφορούσαν τις έρευνες και το όλο έργο του Ραϊχ (12.189 αντίτυπα του «Orgone Energy Bulletin», 6.261 αντίτυπα του «International Journal of Sex Economy and Orgone Research», 2.900 αντίτυπα του «Emotional Plague Versus Orgone Biophysics», 2.976 αντίτυπα του «Annals of the Orgone Institute», 872 αντίτυπα του «The Oranur Experiment», αρκετές εκατοντάδες αντιτύπων των μέχρι τότε εκδοθέντων στα αγγλικά βιβλία του και δεκάδες ντοσιέ με σημειώσεις) έγιναν παρανάλωμα της φωτιάς, της ίδιας ακριβώς φωτιάς που χρησιμοποίησαν οι χριστιανοί των πρώτων αιώνων για ν’ αφανίσουν το μεγαλύτερο τμήμα της σοφίας του αρχαίου κόσμου, μιας φωτιάς που στις 23 Αυγούστου 1956 αφάνισε το μεγαλύτερο τμήμα ενός επίπονου και πολυετούς ερευνητικού έργου, τους καρπούς του οποίου έχασε η ανθρωπότητα οριστικά.
Στις 12 Μαρτίου 1957 ο Ράϊχ μεταφέρθηκε στις ομοσπονδιακές φυλακές του Ντάνμπουρυ (Danbury Federal Penitentiary) του Κοννέκτικατ, όπου εξετάστηκε από ψυχίατρο, ο οποίος διέγνωσε… «παράνοια που εκδηλώνεται εναλλάξ με μεγαλομανία και μανία καταδίωξης», βοηθώντας έτσι την κυβέρνηση των Η.Π.Α. να κλείσει και «ηθικά» την υπόθεση: ο Ραϊχ ήταν επισήμως πλέον ένας κοινός ψυχοπαθής και όλες οι θεωρίες και εφευρέσεις του τίποτε περισσότερο από προϊόντα του «οργανωμένου παραληρήματός του». Μετά από 10 ημέρες, στις 22 Μαρτίου 1957, μεταφέρθηκε στις ομοσπονδιακές φυλακές του Λούϊσμπουργκ (Lewisburg Federal Penitentiary) της Πενσυλβανίας, όπου τελικά στις 3 Νοεμβρίου 1957, λίγες ημέρες πριν αποφυλακιστεί υπό επιτήρηση, πέθανε στον ύπνο του από καρδιακή προβολή.
Όταν πέθανε ήταν 60 ετών. Η σορός του παραδόθηκε στους οπαδούς του και τάφηκε στο «Όργονον», ωστόσο κανένα απολύτως επιστημονικό έντυπο της εποχής δεν καταδέχθηκε να δημοσιεύσει έστω και μια περιληπτική νεκρολογία. Δίπλα στον τάφο του Ράϊχ, στήθηκε από τους οπαδούς του ένα αντίγραφο «Νεφενεργοποιητή», ενώ μετά από λίγο, όπως ο ίδιος είχε ζητήσει στην ιδιόχειρη διαθήκη που είχε συντάξει στις 8 Μαρτίου 1957, ιδρύθηκε στο «Όργονον» ένα επώνυμό του μουσείο («The Wilhelm Reich Museum»).
Πηγή: ένα KNOL του Βλάση Ρασσιά (όπου υπάρχει και αναλυτική εργογραφία)
ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΡΟΫΔΙΣΜΟ
Γεννήθηκε το 1897 στην τότε υπό αυστριακή κυριαρχία Γαλικία (Galicia), στην πόλη Dobrzanica, πρώτος υιός του εύπορου αγρότη Λεόν Ράϊχ (Leon Reich) και της Καικιλίας Ρόνιγκερ (Cecilia Roniger). Ο πατέρας του ήταν αποσυνάγωγος Εβραίος και απαγόρευσε την συναναστροφή των δύο υιών του με παιδιά που μιλούσαν την εβραϊκή γλώσσα «yiddish», με αποτέλεσμα και οι δύο τους να αποκτήσουν γερμανική εθνική συνείδηση.
Από πολύ μικρός ο Βίλχελμ έδειξε ενδιαφέρον για τις φυσικές επιστήμες (ήδη από 8 ετών έφτιαχνε συλλογές από φυτά και έντομα και μελετούσε την φύση τους και τους τρόπους αναπαραγωγής τους) και μέχρι 12 ετών σπούδασε κατ’ οίκον με ιδιωτικό δάσκαλο. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1910 όμως, η μητέρα του αυτοκτόνησε πίνοντας χημικά υγρά, όταν αποκαλύφθηκε η ερωτική της σχέση με τον δάσκαλο των παιδιών της. Λίγο αργότερα, γύρω στο 1914, έφυγε από την ζωή και ο ψυχικά καταρρακωμένος πατέρας του, λόγω πνευμονίας έπειτα από μακρά ηθελημένη έκθεσή του στο κρύο.
Τα δύο αδέλφια, ο Βίλχελμ και ο Ρόμπερτ, συνέχισαν την αγροτική επιχείρηση του πατέρα τους ώστε να είναι εφικτή η οικονομική υποστήριξη των σπουδών τους, όμως το καλοκαίρι του 1915 οι Ρώσοι εισέβαλαν στην περιοχή και έτσι τα δύο αδέλφια βρέθηκαν πρόσφυγες στην Βιέννη, έχοντας χάσει τα πάντα. Για να επιβιώσει οικονομικά, ο Βίλχελμ υπηρέτησε επί τρία χρόνια στον αυστριακό στρατό ως υπολοχαγός και μετά την απόλυσή του με το τέλος του πολέμου, γράφτηκε το 1918 στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστήμιου της Βιέννης.
Δύο χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1920 και ενώ ακόμα ήταν φοιτητής, έγινε δεκτός ως αντεπιστέλλον μέλος στην «Ψυχαναλυτική Εταιρεία της Βιέννης», την οποία διηύθυνε ο Σίγκμουντ Φρόϋντ (Sigmund Freud), έγινε τακτικό μέλος στα τέλη της χρονιάς, σε ηλικία μόλις 23 ετών και ήδη από το 1922 αναδείχθηκε σε έναν από τους γνωστότερους ψυχαναλυτές της Βιέννης.
Η φήμη του αυξήθηκε επίσης όταν εκείνη ακριβώς την εποχή δημοσίευσε αρκετά ενδιαφέροντα άρθρα του στα επιστημονικά περιοδικά της εποχής, όπως λ.χ. στην επιθεώρηση σεξολογίας «Zeitschrift fuer Sexualwissenschaft» («Ueber einen Fall von Durchbruch der Inzestschranke», 1920, «Der Koitus und die Geschlechter» και «Triebbegriffe von Forel bis Jung», 1921, «Zur Triebenergetik», 1923, «Der Tic als Onanieequivalent», 1924), την «Διεθνή Επιθεώρηση της Ψυχανάλυσης» - «Internationale Zeitschrift fuer Psychoanalyse» («Ueber Spezifitaet der Onanieforrnen», 1922, «Kindliche Tagtraeume einer spaeteren Zwangsneurose» και «Ueber Genitalitaet», 1923, «Die therapeutische Bedeutung der Genitallibido», 1924, «Eine hysterische Psychose in statu nascendi» και «Weitere Bemerkungen ueber die therapeutische Bedeutung der Genitallibido», 1925) και την «Επιθεώρηση Κλινικής Ψυχαθεραπείας» - «Zeitschrift fuer Aerztliche Psychotherapie» («Die Rolle der Genitalitaet in der Neurosentherapie», 1925). Την πρώτη του όμως διάσταση ως προς την υπόλοιπη ψυχαναλυτική κοινότητα της εποχής δημιούργησε ο Ράϊχ με την άποψή του πως εκτός από την συζήτηση πρέπει να αναπτύσσεται και η σωματική επαφή μεταξύ ασθενούς και ψυχοθεραπευτού (λ.χ. με άγγιγμα στον τράχηλο, το διάφραγμα, το στήθος, κ.λπ.).
Το 1924 νυμφεύθηκε την πρώτη σύζυγό του, την ψυχαναλύτρια Άνι Πινκ (Annie Pink), με την οποία σε έναν δεκαετή γάμο (χώρισαν το 1934) απέκτησε δύο θυγατέρες, την Εύα (Eva Reich, γεν. 1924) και την Λόρη (Lore Reich, γεν. 1928). Ανέπτυξε στενές σχέσεις με τον Φρόϋντ (που διατηρήθηκαν μέχρι το 1934), όντας όμως πολύ πιο ριζοσπαστικός από εκείνον εξέφρασε σε λίγο τις δικές του θέσεις για την νεύρωση στα βιβλία του «Η Λειτουργία του Οργασμού» (1927) και «Ανάλυση του Χαρακτήρα» (1933), με αποτέλεσμα να πέσει στην δυσαρέσκεια του ιδρυτή της «Ψυχαναλυτικής Εταιρείας». Παράλληλα, από το 1928 είχε εγγραφεί στο Αυστριακό Κομμουνιστικό Κόμμα και είχε επίσης ιδρύσει την «Σοσιαλιστική Ένωση για την Σεξουαλική Συμβουλευτική και Έρευνα» για την ψυχολογική υποστήριξη ανθρώπων της εργατικής τάξης, στο μέτρο που το ενδιαφέρον του Φρόϋντ φαινόταν να εξαντλείται στους κύκλους των αστών.
ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΡΞΙΣΜΟ
Ήδη από το 1930, έχοντας συλλάβει την θεωρία της «Συναισθηματικής Θωράκισης» αλλά και προσχωρήσει στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, είχε εγκατασταθεί στο Βερολίνο, όπου ασχολήθηκε με την ψυχική υγεία και την ανθρώπινη σεξουαλικότητα, με συχνές διαλέξεις στην εκεί «Ψυχιατρική Κλινική» και το «Κολλέγιο Μαρξιστών Εργατών». Στα πλαίσια αυτού που αποκαλούσε «Σεξοπολιτική» (για την οποία είχε μάλιστα συστήσει και τον ερευνητικό φορέα «Sexpol», «Γερμανική Εταιρεία για μια Προλεταριακή Σεξουαλική Πολιτική» το 1931), ο Ραϊχ προωθούσε το δικαίωμα στην σεξουαλική ελευθερία και τον οργασμό και την ηδονή, την απαλλαγή των ανθρώπων από τις ενοχές, καθώς και την αναγνώριση της ανάγκης για στοργή και θαλπωρή των νεογέννητων, τον φυσικό τοκετό και τον θηλασμό και αποκάλυπτε τον ρόλο της σεξουαλικής καταπίεσης στην εμφάνιση των περισσότερων ασθενειών.
Κύρια ιδέα του Ραϊχ εκείνη την περίοδο ήταν το ότι η σεξουαλική καταπίεση από τα παιδικά και εφηβικά χρόνια οδηγεί τον άνθρωπο στην νεύρωση, το άγχος για ηδονή και, το χειρότερο, στον φόβο απέναντι στην αυτορρύθμιση και την ελευθερία. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, οι κομμουνιστές τον διέγραψαν από το Κόμμα το 1933 (αμέσως μετά την κυκλοφορία του βιβλίου του «Η μαζική Ψυχολογία του Φασισμού», «Massenpsychologie des Faschismus», το οποίο εξέδωσαν οι εκδόσεις «Sexpol» και στις σελίδες του ο Ράϊχ υποστήριζε ότι στον Φασισμό, που αποτελεί σύμπτωμα κατεστραμμένης σεξουαλικότητας, καταφεύγουν άτομα με υποταγμένο χαρακτήρα, κατά κανόνα διαστροφικά ή ανοργασμιακά) και τον κατήγγειλαν ως επικίνδυνο «σεξοκεντρικό», «πράκτορα της αστικής τάξης» και «αντεπαναστάτη».
Μετά από μερικούς μήνες, τον Αύγουστο του 1933, και οι φροϋδιστές ψυχαναλυτές επίσης τον κατήγγειλαν και τον διέγραψαν από την «Διεθνή Εταιρεία Ψυχανάλυσης» («Internationale Psychoanalytische Vereinigung», IRV), όμως με τον ακριβώς αντίθετο από τους κομμουνιστές χαρακτηρισμό τού «υπερ-πολιτικοποιημένου» «αιρετικού» (ο αιφνιδιασμένος Ράϊχ υποχρεώθηκε μάλιστα να αυτοχρηματοδοτήσει την έκδοση του βιβλίου «Charakteranalyse: Technik und Grundlagen für studierende und praktizierende Analytiker», το οποίο είχε αναλάβει να εκδόσει η IRV).
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟΣ ΠΑΝΤΟΥ
Με την άνοδο των εθνικοσοσιαλιστών του Χίτλερ στην εξουσία (που αυτοί αντίθετα τον θεωρούσαν «πράκτορα της Μόσχας», «εβραίο» και «κομμουνιστή»), έχοντας ήδη από το 1932 αφήσει την πρώτη σύζυγό του για την αριστερή εβραία χορεύτρια Έλσα Λίντεμπεργκ (Elsa Lindenberg) και έχοντας ήδη στοχοποιηθεί επαρκώς λόγω του βιβλίου του «Η μαζική Ψυχολογία του Φασισμού» (το οποίο μέσα σε έναν μόνο χρόνο έκανε δεύτερη έκδοση προτού απαγορευθεί από τους ναζί), αναγκάστηκε να φύγει μαζί της στην Αυστρία και από εκεί στην Δανία, μία μόλις ημέρα πριν η περιβόητη «μυστική αστυνομία» Γκεστάπο (Gestapo, Geheime Staatspolizei) εισβάλει στο σπίτι της Έλσας για να την συλλάβει για «ενέργειες ενάντια στο Κράτος».
Πολύ σύντομα όμως ο Ράϊχ, που τώρα συγκεκριμενοποιούσε ολοένα και περισσότερο την θεωρία του επάνω στα «βιόντα» και την βιο-ηλεκτρική φύση της σεξουαλικότητας και του άγχους, εκδίδοντας μάλιστα από το 1934 στην Κοπενχάγη με ψευδώνυμο (ως Ernst Parell) και ένα ειδικό περιοδικό Πολιτικής Ψυχολογίας και Σεξουαλοικονομίας («Die Zeitschrift für Politische Psychologie und Sexualökonomie», ZPPS), έπεσε επίσης και στην δυσμένεια των κομμουνιστών της Δανίας και εκδιώχθηκε και από το εκεί Κομμουνιστικό Κόμμα, με συνέπεια να προσπαθήσει από εκεί και πέρα, μάταια όμως, να βρει κάτι καλύτερο την Σουηδία και την Νορβηγία.
Αφήνοντας παντού πίσω του εχθρούς, τόσο στους χώρους των λεγόμενων «ειδικών» (στο Όσλο μάλιστα τον απεκάλεσαν «εβραίο πορνογράφο»!), όσο και στους χώρους των σταλινικών κομμουνιστών, κατέληξε τελικά μόνος του το φθινόπωρο του 1939 στις Η.Π.Α. με το τελευταίο καράβι που έφυγε από την Νορβηγία. Η Έλσα, που ο παλαι ποτέ σφοδρότατος έρωτάς της για τον «ιδιόρρυθμο» εκείνον άντρα είχε πια σβήσει μέσα στην ρουτίνα της σκληρής καθημερινής πειραματικής εργασίας του, έμεινε στο Όσλο και αργότερα, για να γλιτώσει από τους ναζί εγκαταστάθηκε στην Σουηδία.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
Ο Ράϊχ έζησε μέχρι το 1941 στο Λονγκ Άϊλαντ της Νέας Υόρκης, συνεχίζοντας να πειραματίζεται μανιωδώς με την Βιοενέργεια (της οποίας την ύπαρξη στην ατμόσφαιρα διαπίστωσε το 1940) και διδάσκοντας για τα προς το ζήν στην «Νέα Σχολή Κοινωνικών Ερευνών». Η μοναξιά του τελείωσε όταν ερωτεύθηκε την βοηθό του Ίλζε Όλεντορφ (Ilse Ollendorff), με την οποία απέκτησε μάλιστα έναν υιό, τον Πήτερ (Peter Reich, γεν. 1944) και υλοποίησε αργότερα τον τρίτο του γάμο (που κράτησε πέντε περίπου χρόνια, από το 1946 μέχρι το 1951).
Πολύ γρήγορα απέκτησε έναν μικρό κύκλο αφοσιωμένων μαθητών – οπαδών, με χρηματοδότηση των οποίων πέρασε στην ίδρυση ενός ερευνητικού εργαστηρίου στο Forest Hills της Νέας Υόρκης και ενός περιοδικού, στο οποίο δημοσίευε πληροφορίες σχετικά με τα πολύπλευρα πειράματά του, αλλά και τις ιδέες του για εκείνο που ο ίδιος ονόμαζε από το 1936 - 1937 «Εργοδημοκρατία» («Arbeitsdemokratie», «Work Democracy»), ένα πολιτικό σύστημα βασισμένο στην ικανοποίηση των κοινών αναγκών και ενδιαφερόντων των ανθρώπων, το οποίο αποτελούσε την προσωπική του απάντηση στον απεχθή γι’ αυτόν «κόκκινο φασισμό» της σταλινικής Ρωσίας: «πηγές της ύπαρξής μας είναι ο έρωτας, η εργασία και η γνώση. Μόνον αυτές δικαιούνται να μας κυβερνούν».
Αργότερα, το 1947, δημοσίευσε μάλιστα στο «Annals of the Orgone Institute» το τρόπον τινά μανιφέστο του «Η Εργοδημοκρατία στην πράξη» («Work Democracy in Action»). Προηγουμένως, στα πλαίσια αυτών ακριβώς των «εργοδημοκρατικών» απόψεών του, είχε συγγράψει το 1940 το γνωστό βιβλίο του «Άκου Ανθρωπάκο!» («Rede an den Kleinen Mann», που μεταφράστηκε το 1948 από τον θαυμαστή του Θεόδωρο Βολφ, Theodore P. Wolfe και εκδόθηκε στα αγγλικά με τίτλο «Listen, Little Man! »), στο οποίο ο Ράϊχ προέβαινε σε μία συγκινητική έκκληση στους συνανθρώπους του για μία πιο ελεύθερη, αξιοπρεπή και ερωτικά ικανοποιημένη ζωή.
ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΣ «ΟΡΓΟΝΟΝ»
To 1942 αγόρασε με τους λίγους οπαδούς του ένα μεγάλο κτήμα κοντά στα σύνορα με τον Καναδά, στο Rangeley της πολιτείας Μαίην (Maine), το οποίο ονόμασαν «Όργονον» («Orgonon») και το μετέτρεψαν σε εργαστήρι και τόπο πειραματισμού, ενώ παράλληλα διέδιδαν τις απόψεις του Ραϊχ μέσα από το περιοδικό «Διεθνής Επιθεώρηση για την Έρευνα της Σεξουαλοικονομίας και της Οργόνης» («International Journal for Sex-Economy and Orgone Research») στο οποίο δημοσιεύθησαν από το 1941 μέχρι το 1945 μία σειρά από πολύ ενδιαφέροντα κείμενά του: «A Talk with a sensible Mother», «The Discovery of the Orgone», «The Carcinomatous Shrinking Biopathy», «Character and Society», «Biophysical Functionalism and Mechanistic Natural Science», «The Natural Organization of Protozoa from Orgone Energy Vesicles» το 1942, «Experimental Orgone Therapy of the Cancer Biopathy », «Give Responsibility to Vitally Necessary Work», «Work Democracy versus Politics», «The Biological Miscalculation in the Human Struggle for Freedom» το 1943, «Orgonotic Pulsation. Talks with an Electro Physicist», «The masochistic Character», «Thermical and Electroscopical Orgonometry» το 1944 και «Experimental Demonstration of the Physical Orgone Energy», «Some Mechanisms of the Emotional Plague», «Anorgonia im the Carcinomatous Shrinkimg Biopathy», «Orgone Biophysics, Mechanistic Science, and Atomic Energy», «The Development of the Authoritarian State Apparatus from Rational Social Relationships» το 1945.
Έχοντας «ανακαλύψει» ήδη από το 1940 την Βιοενέργεια, μία λεπτή παλλόμενη ηλεκτρομαγνητική ενέργεια, ίδια με την «πράνα» των Ινδών ή το «τσι» των Κινέζων, την οποία αυτός αποκαλούσε «Οργόνη» και αφού την ίδια χρονιά εφηύρε και τον θεραπευτικό «Οργονοσυσσωρευτή» («Orgone Energy Accumulator», ένα κουτί φτιαγμένο από εναλλάξ στρώσεις οργανικών και ανόργανων υλικών, που μπορούσε να συγκεντρώνει την διάχυτη οργόνη της ατμόσφαιρας, την οποία εν συνεχεία ο Ραϊχ χρησιμοποιούσε σε θεραπευτική αγωγή καρκινοπαθών), ασχολήθηκε συστηματικά μέχρι το 1945 με την βιοπάθεια του καρκίνου, την θεραπευτική εφαρμογή της «Οργόνης», αλλά και με την προέλευση αυτής της ίδιας της ζωής.
Το 1947 όρισε ως ασθένεια την «Συναισθηματική Πανούκλα» («Emotional Plague»), δηλαδή την βιοενεργειακή ανισορροπία που εμφανίζουν οι περισσότεροι άνθρωποι, και το 1951 ανακάλυψε την «Θανατηφόρα Οργονοενέργεια» («Deadly Orgone Energy», ή εν συντομία DOR) που συγκεντρώνεται σε «αρρωστημένα» περιβάλλοντα (λ.χ. ερήμους) και είναι βλαπτική για την ζωή. Απέναντι στο πρόβλημα της DOR, ξεκίνησε από το 1952 αλλεπάλληλα πειράματα εξουδετέρωσής της: την περίοδο 1952 – 1955 εφηύρε τον «Νεφενεργοποιητή» («Cloudbuster») για την εξουδετέρωση της DOR και την περίοδο 1954 – 1955 πειραματίστηκε επάνω στην αντιστροφή των ερημικών συνθηκών στο περιβάλλον αλλά και μέσα στον άνθρωπο («Συναιθηματική Πανούκλα») με τα «OROP Desert Ea» και «Medical DOR-Buster» αντίστοιχα. Παράλληλα, την περίοδο 1950 – 1957 πειραματίστηκε επάνω στην βαρύτητα και την αντιβαρύτητα και, τέλος, την περίοδο 1952 – 1957 εξέλιξε την κατ’ αυτόν «Κοινωνική Ψυχιατρική» («Social Psychiatry») και προχώρησε στην πρακτική εφαρμογή της.
Ήδη από το 1952 είχε εκδώσει το βιβλίο του «Τα Παιδιά του Μέλλοντος. Επάνω στην Πρόληψη της Σεξουαλικής Παθολογίας» («Children of the Future: On the Prevention of Sexual Pathology»), στο οποίο έγραφε: «Στις επανειλημμένες και απεγνωσμένες της προσπάθειες να διαπεράσει την ακαμψία, η ερωτική παρόρμηση του θωρακισμένου ανθρώπου μετατρέπεται σε μίσος. Ο άνθρωπος δε θέλει να μισεί. Η θωράκισή του τον αναγκάζει. Τώρα ξέρουμε ότι η σκληρότητα του ανθρώπου στρέφεται κυρίως εναντίον εκείνου που πιο πολύ επιθυμεί. Τώρα φαίνεται ξεκάθαρα γιατί όσο μιλά για «ειρήνη», άλλο τόσο κάνει «πόλεμο»... Το βασικό έργο κάθε παιδαγωγικής που κατευθύνεται από το συμφέρον του παιδιού και όχι από το συμφέρον των κομματικών προγραμμάτων, του κέρδους, της εκκλησίας κ.λπ., είναι να απομακρύνει κάθε εμπόδιο που βρίσκεται στο δρόμο της φυσικά δοσμένης παραγωγικότητας και πλαστικότητας της βιολογικής ενέργειας... Πρέπει να μαθαίνουμε απ’ τα παιδιά κι όχι να τους επιβάλουμε τις δικές μας στραβές ιδέες και κακές έξεις που έχουν ήδη αποδειχθεί εξαιρετικά καταστροφικές και γελοίες για κάθε νεότερη γενιά. Ας αφήσουμε επιτέλους τα ίδια τα παιδιά να αποφασίσουν για το μέλλον τους. Έχουν τις φυσικές δυνάμεις για να το κάνουν, και το δικό μας καθήκον είναι να τις προστατέψουμε».
ΔΙΩΞΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
Εξαιτίας των τολμηρών ερευνών του, ο Ράϊχ μπήκε από το 1947 στο στόχαστρο της «Διεύθυνσης Τροφίμων και Φαρμάκων» των Η.Π.Α. (της γνωστής F.D.A.) και τελικά τον Φεβρουάριο του 1954, πέντε χρόνια αφότου είχε ιδρύσει στο «Όργονον» το «Ίδρυμα Βίλχελμ Ράϊχ» («The Wilhelm Reich Foundation») με σκοπό την αρχειοθέτηση του ερευνητικού υλικού και την διακίνηση των θέσεών του, υποβλήθηκε μήνυση εναντίον του για «τσαρλατανισμό».
Στην δίκη που ακολούθησε, ο Ραϊχ αρνήθηκε να παραστεί και καταδικάστηκε ερήμην. Σύμφωνα με την απόφαση της 19ης Μαρτίου 1954 του Περιφερειακού Δικαστηρίου του Πόρτλαντ - Μέην, έπρεπε να αποσύρει από το εμπόριο και να καταστρέψει όλους τους «Οργονοσυσσωρευτές» που είχε κατασκευάσει και να κάψει επίσης κάθε κείμενο, άρθρο ή περιοδικό, που αναφερόταν στην χρήση των εν λόγω συσκευών: «Απαγορεύεται η διακίνηση μεταξύ πολιτειών βιβλίων που φέρουν τη λέξη Οργόνη. Επιπλέον θα καούν σε κλιβάνους όλα τα βιβλία και οι εργασίες του δρ Ραϊχ».
ΑΔΙΚΗ ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ
Οι λογικές, αλλά πρακτικά καταστροφικές από νομικής πλευράς, αρνήσεις που εξέφρασε ο Ράϊχ στο υπόμνημά του προς τους δικαστές («σε αυτή την γη κανείς πρόεδρος, καμμία Ακαδημία, κανένα δικαστήριο, κανένα Κογκρέσο, καμμία Γερουσία δεν έχει τη γνώση ή το κύρος να αποφασίσει ποια θα είναι η γνώση του αύριο. Είναι άχρηστο να προσπαθείς να αποδείξεις κάτι το οποίο είναι άγνωστο σε κάποιον που είτε είναι αδαής, είτε το εκλαμβάνει ως απειλή και το φοβάται… Αυτοί που δεν γνωρίζουν τους δρόμους της μάθησης ας κάνουν λοιπόν στην άκρη, την ώρα που οι άλλοι που γνωρίζουν τι εστί γνώση τρέχουν στα μονοπάτια προς το άγνωστο. Η Αναζήτηση της Γνώσης είναι η ανώτατη ανθρώπινη δραστηριότητα», απάντησε με επιστολή του), του κόστισαν την πρώτη μεγάλη του δικαστική ήττα. Η χαριστική βολή ήλθε ωστόσο λίγο αργότερα, με την ανόητη πράξη του συνεργάτη του δρ Μάϊχελ Σίλβερτ (Michael Silvert) να προσπαθήσει, εν αγνοία του ιδίου (που τότε βρισκόταν στην έρημο της Αριζόνα, πειραματιζόμενος με τον «Νεφενεργοποιητή» του και ήδη έχοντας επιτύχει κατ’ επανάληψη να προκαλέσει βροχές), να βγάλει μερικές συσκευές οργονοθεραπείας έξω από τα σύνορα του Μέην με προορισμό την Νέα Υόρκη, σπάζοντας έτσι την απαγόρευση διακίνησης που είχε επιβληθεί από το δικαστήριο του Πόρτλαντ.
Ενώ είχε ήδη συνάψει (το 1955) τον τέταρτο γάμο του με την Ωρόρα Κάρερ (Aurora Karrer), ο Ράϊχ συνελήφθη στην Ουάσινγκτων (Washington, DC) τον Μάϊο του 1956 με τις κατηγορίες της παραβίασης απαγόρευσης και της έμπρακτης περιφρόνησης της Δικαιοσύνης, και στάλθηκε σιδηροδέσμιος για μία ακόμα φορά, μαζί με τον Σίλβερτ, στο Περιφερειακό Δικαστήριο του Πόρτλαντ – Μέην. Στην δίκη που ακολούθησε, ο Ράϊχ αρνήθηκε να τον υπερασπιστεί συνήγορος (είτε επειδή θεωρούσε τον εαυτό του «ιστορική προσωπικότητα», όπως το περιέγραψε ο φίλος του ψυχίατρος δρ Μόρτον Χέρσκοβιτς, Morton Herskowitz, που παρακολούθησε την δίκη, είτε απλώς επειδή είχε υπερβολική εμπιστοσύνη στην αμερικανική Δικαιοσύνη) και δήλωσε ότι προτού τον δικάσουν οι δικαστές και οι ένορκοι, οφείλουν να έχουν διαβάσει τα βιβλία του. Το μόνο που πέτυχε όμως ήταν μία νέα και βαρύτερη καταδίκη για «τσαρλατανισμό» και δήθεν εγκληματική περιφρόνηση και απείθεια προς τις δικαστικές αποφάσεις του αμερικανικού κράτους. Αυτή την φορά καταδικάστηκε σε 2ετή φυλάκιση χωρίς αναστολή, ενώ ο Σίλβερτ σε 12μηνη φυλάκιση και το «Ίδρυμα Βίλχελμ Ράϊχ» σε πρόστιμο 10.000 δολλαρίων, εξοντωτικά μεγάλο ποσό για τα δεδομένα εκείνης της εποχής.
Επιπροσθέτως, στις 5 Ιουνίου 1956 υπάλληλοι της Διεύθυνσης Τροφίμων και Φαρμάκων» των Η.Π.Α. εισέβαλαν στο «Όργονον» και κατέστρεψαν με τσεκούρια όλους τους αποθηκευμένους «οργονοσυσσωρευτές», ενώ στις 26 Ιουνίου έκαψαν σε μια μεγάλη φωτιά εκατοντάδες αντίτυπα των βιβλίων του Ράϊχ και ντοσιέ ερευνητικών σημειώσεών του. Ακολούθησε ένα δεύτερο, μεγαλύτερο ολοκαύτωμα στους κλιβάνους της Νέας Υόρκης, στις 23 Αυγούστου, δίχως κανείς απολύτως από τους «ευαίσθητους» και «δημοκράτες» δημοσιογράφους της υποτιθέμενης «Χώρας της Ελευθερίας» να διαμαρτυρηθεί: 6 τόνοι έντυπου υλικού που αφορούσαν τις έρευνες και το όλο έργο του Ραϊχ (12.189 αντίτυπα του «Orgone Energy Bulletin», 6.261 αντίτυπα του «International Journal of Sex Economy and Orgone Research», 2.900 αντίτυπα του «Emotional Plague Versus Orgone Biophysics», 2.976 αντίτυπα του «Annals of the Orgone Institute», 872 αντίτυπα του «The Oranur Experiment», αρκετές εκατοντάδες αντιτύπων των μέχρι τότε εκδοθέντων στα αγγλικά βιβλία του και δεκάδες ντοσιέ με σημειώσεις) έγιναν παρανάλωμα της φωτιάς, της ίδιας ακριβώς φωτιάς που χρησιμοποίησαν οι χριστιανοί των πρώτων αιώνων για ν’ αφανίσουν το μεγαλύτερο τμήμα της σοφίας του αρχαίου κόσμου, μιας φωτιάς που στις 23 Αυγούστου 1956 αφάνισε το μεγαλύτερο τμήμα ενός επίπονου και πολυετούς ερευνητικού έργου, τους καρπούς του οποίου έχασε η ανθρωπότητα οριστικά.
Στις 12 Μαρτίου 1957 ο Ράϊχ μεταφέρθηκε στις ομοσπονδιακές φυλακές του Ντάνμπουρυ (Danbury Federal Penitentiary) του Κοννέκτικατ, όπου εξετάστηκε από ψυχίατρο, ο οποίος διέγνωσε… «παράνοια που εκδηλώνεται εναλλάξ με μεγαλομανία και μανία καταδίωξης», βοηθώντας έτσι την κυβέρνηση των Η.Π.Α. να κλείσει και «ηθικά» την υπόθεση: ο Ραϊχ ήταν επισήμως πλέον ένας κοινός ψυχοπαθής και όλες οι θεωρίες και εφευρέσεις του τίποτε περισσότερο από προϊόντα του «οργανωμένου παραληρήματός του». Μετά από 10 ημέρες, στις 22 Μαρτίου 1957, μεταφέρθηκε στις ομοσπονδιακές φυλακές του Λούϊσμπουργκ (Lewisburg Federal Penitentiary) της Πενσυλβανίας, όπου τελικά στις 3 Νοεμβρίου 1957, λίγες ημέρες πριν αποφυλακιστεί υπό επιτήρηση, πέθανε στον ύπνο του από καρδιακή προβολή.
Όταν πέθανε ήταν 60 ετών. Η σορός του παραδόθηκε στους οπαδούς του και τάφηκε στο «Όργονον», ωστόσο κανένα απολύτως επιστημονικό έντυπο της εποχής δεν καταδέχθηκε να δημοσιεύσει έστω και μια περιληπτική νεκρολογία. Δίπλα στον τάφο του Ράϊχ, στήθηκε από τους οπαδούς του ένα αντίγραφο «Νεφενεργοποιητή», ενώ μετά από λίγο, όπως ο ίδιος είχε ζητήσει στην ιδιόχειρη διαθήκη που είχε συντάξει στις 8 Μαρτίου 1957, ιδρύθηκε στο «Όργονον» ένα επώνυμό του μουσείο («The Wilhelm Reich Museum»).
Πηγή: ένα KNOL του Βλάση Ρασσιά (όπου υπάρχει και αναλυτική εργογραφία)