Τετάρτη 11 Ιουνίου 2008

Μπομπ Χόπι: ΚΑΤΟΧΗ


ΚΑΤΕΧΩ: 1. κρατώ ισχυρώς, έχω υπό την εξουσία μου

2. κρατώ σαν ιδιοκτησία, κατακρατώ κάποιον ή κάτι.

ΚΑΤΟΧΗ: Ιδιοκτησία. Κυριότητα. Έλεγχος. Το Έχειν. Το να έχεις.

Έχω μία ιδέα. Έχω ένα κρύωμα, έχω υπομονή. Να έχουμε ένα καλό γεύμα να έχουμε περάσει καλά, να έχουμε φίλους. Έχω ένα εξοχικό, μια Μερσεντές, μια υπηρέτρια. Τα δένδρα έχουν καινούργιους ανθούς. Σε έχω όπου σε θέλω.

Η ιδιοκτησία δεν έχει μια απλή έννοια. Προέρχεται από το λατινικό «posse» που σημαίνει δύναμη με την διπλή έννοια και της ισχύος και της πίεσης και με την σημασία της δυνατότητας ή της ικανότητας. Μπορεί να σημαίνει κάτι το φιλικό, εχθρικό ή αδιάφορο, ανάλογα με την περίσταση. Τι, πώς και γιατί κατέχουμε; Κι ακόμη πιο σημαντικό τι / ποιος μας κατέχει; Πώς; Γιατί;

Στην Αϊτή, οι πρακτικοί μάγοι Βουντού έχουν επεξεργασθεί τελετουργίες σχετικές με την καταληψία / κατοχή, που οι ρίζες τους χάνονται στα βάθη του χρόνου. Τελετουργίες συνειδητά σχεδιασμένες και ελεγμένες από τους ανθρώπους που παίρνουν μέρος σ' αυτές. Σε αυτές τις τελετές, ο Λόα (Θεός) προσκαλείται να μπει σε κάποιον. Η ψυχή του ανθρώπου αυτού πρόσκαιρα (και εθελοντικά) φεύγει και έτσι ο Λόα μπορεί και κατέχει το κορμί του / της. Ο Λόα μπορεί να διατάξει και να απαιτεί (συγκεκριμένη τροφή, ποτό, αρώματα, κοσμήματα, θυσίες) μα και δίνει ανταλλάγματα, όχι μόνον σ' αυτόν στον οποίο μπαίνει αλλά και σ' ολόκληρη την κοινότητα (συμβουλές, υγεία, προειδοποιήσεις, την δύναμη να αντεπεξέλθει σ' ένα δύσκολο έργο). Πάντως η αμοιβαία ανταλλαγή δεν είναι ακίνδυνη και ο «μαμ μπο» ή ο «χουν γκαν» παρατηρεί προσεκτικά το κατεχόμενο πρόσωπο και ζητά από τον Λόα να φύγει την ώρα που πρέπει. Μετά παίρνει τον κουρασμένο -πρώην κυριευμένο- και τον οδηγεί σε κάποιο ήσυχο μέρος να ξεκουραστεί. Το μονοπάτι ανάμεσα στους Θεούς και τους «κατεχόμενους» ανοίγει και κλείνει μέσα από τους πολύπλοκους ρυθμούς των κρουστών και των κουδουνιών. Είναι μουσικοί που δημιουργούν κι ύστερα διαλύουν την επιθυμητή ατμόσφαιρα μέσα στην οποία γίνεται η «τελετή κατοχής».

Ωστόσο, στον 20ο αιώνα, στις Δυτικές κοινωνίες το βιομηχανικό βουητό και ο μονότονος ρυθμός της μαζικής κουλτούρας είναι ένα μονοπάτι χωρίς τέλος, δεν κλείνει ποτέ, και οι ψυχές μας είναι συνέχεια και με την βία διωγμένες μακριά μας: οι Θεοί μας, οι Λόας μας, ακούνε σε ονόματα όπως Εξουσία, Κύρος, Περιουσία, Φόβος, Καταπίεση, Κομφορμισμός, Δουλειά και Ανία, έρχονται και εισβάλουν απρόσκλητοι και κατέχουν τα σώματά μας από παιδιά. Ούτε για αστείο δεν «μπαίνουνε απλώς» μέσα μας. Μας σαμαρώνουν, μας βάζουν το χαλινάρι και μας σέρνουν στο χώμα.

Ήρθαν δήθεν σαν έποικοι, μα άραξαν για τα καλά και κατάφεραν να μας ξεκόψουν από τις φυσικές μας πηγές καθώς εμείς αναπαράγουμε τις τελετές και τις συνήθειες που εξασφαλίζουν την ιδιοκτησία τους. Καθώς μάλιστα περνάει ο καιρός, τα ελάχιστα κομμάται από την φυσική, κοινωνική, ψυχολογική μας διάσταση που δεν έχουν ακόμα αποικισθεί / κυριευθεί μικραίνουν όλο και πιο πολύ. Τα κατακομμένα δάση και τ' απογυμνωμένα βουνά έχουν αντικατασταθεί από σουπερμάρκετ και πάρκινγκ, ενώ ταυτόχρονα κάτι τεμαχίζει τις ψυχές μας. Το έδαφος διαβρώνεται. Τα πάντα μετατρέπονται σε ιδιοκτησία και είναι πολύ λίγα τα μέρη όπου μπορεί ακόμα κανείς να βρει την ησυχία του και τον εαυτό του.

Χωρίς να δίνουν κανένα αντάλλαγμα, οι βίαιοι αυτοί εκπολιτιστές, αυτοί οι καινούργιοι Λόας, όρισαν εαυτούς εξ ορισμού να κατέχουν (και με τον τρόπο αυτό να μας εξουσιάζουν), αν και χρωστούν την δύναμή τους στο ότι, προς το παρόν, ελέγχουν απόλυτα την διαδικασία των τελετών, την δομή της καθημερινής ζωής. Εμείς απλώς χορεύουμε τον χορό τους. Και στολιζόμαστε με hi-tech μπιχλιμπίδια και τοξικά αρώματα, όπως αυτοί διατάζουν. Θυσιάζουμε όλη μας την ενέργεια και την δημιουργικότητα με τρόπο τόσο άψογα προκαθορισμένο, ώστε μάς είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι κάποτε μας ανήκαν. Φτιάξαμε πλαστικούς βωμούς εικόνες ειδώλων, μια γαμημένη τελείως κουλτούρα, που υπηρετεί τις ανάγκες αυτών των καινούργιων «θεών» και επαναβεβαιώνει συνεχώς το «φυσικό» τους δικαίωμα να εξουσιάζουν την πραγματικότητα.

Σαν κάποιον «μαμ μπο» που αντικρίζει έναν παράνομο κι επικίνδυνο Λόα, καλούμαστε λοιπόν να φτιάξουμε τελετές αντίθετες, τελετές κάθαρσης που θα πετάξουν έξω αυτούς που αποίκισαν τα κορμιά και τις ζωές μας. Θα χρειαστούμε τελετές επαναφοράς και επαναδημιουργίας τρόπων ζωής που δεν θ' αφήνουν χώρο σε πεινασμένους για δύναμη κατασκευασμένους «θεούς» να προσπαθούν να μας κατέχουν. Τελετές κάθαρσης που μπορούν να είναι απλές και άμεσες, όπως ας πούμε ένα τούβλο στις οθόνες των τηλεοπτικών συσκευών ή κάποια σούπερ κόλλα στις κλειδαριές των κάθε είδους ναών του εμπορεύματος. Όπως έγραψε ο Hakim Bey: «αφήστε τις πικεττοφορίες, κάντε βανδαλισμούς. Μη διαμαρτύρεστε, παραμορφώστε. Όταν η ασκήμια, η φτώχεια της φαντασίας, το ηλίθιο ξόδεμα πέφτει με την βία επάνω σας, γίνετε λουδδίτες, φτύστε το κατάμουτρα, πληρώστε τους διαβόλους με το ίδιο τους το νόμισμα. Κατεστρέψτε τα σύμβολα της Αυτοκρατορίας σ' όνομα του ότι τίποτα δεν πιο πολύτιμο από της καρδιάς τον απέραντο πόθο για την Αρετή».

Οι τελετές της αναδημιουργίας θα αλλάξουν ριζικά την κουλτούρα που υπάρχει, γεμίζοντας την με καινούργια στοιχεία μιας «κουλτούρας ενδυνάμωσης». Θα μπορούσαν να γίνουν μια σειρά από τελετές που να περιλαμβάνουν τηλεφωνική απαγγελία ποίησης, αντιαυταρχική ταχυδρομική τέχνη με πολλούς αποδέκτες, γράμματα αλυσίδα, agi-tprop σε κάθε οργανωμένο χώρο, σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο με στόχο την Δημιουργία Αυτόνομων Κέντρων, κοινοβιακές πόλεις - πάρκα και φάρμες – κολλεκτίβες (Αυτά τα παραδείγματα είναι σχεδιασμένα έτσι ώστε να υπάρχουν δύο βασικές ομάδες, η πρώτη που θα δημιουργεί περισσότερο παρά θα «δέχεται» την κουλτούρα και η δεύτερη που θα εγκαθιδρύσει συνελεύσεις, καταφύγια ώστε να προστατεύει και να ενθαρρύνει εναλλακτικά μοντέλα κουλτούρας).

Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι καινούρια και πρωτοεμφανιζόμενο. Τα κοινόβια και το θέατρο του δρόμου βεβαίως δεν μπορούν να δημιουργήσουν από μόνα τους μια άλλη κοινωνία. Σίγουρα όμως μπορεί αυτό που οι σιτουασιονιστές ονόμασαν «επανάσταση της καθημερινής ζωής», όπου ριζοσπάστες καλλιτέχνες και οι αυτονομαζόμενοι «εργάτες της κουλτούρας» προσπαθούν να γελοιοποιήσουν και να αχρηστέψουν τον μηχανισμό της πνευματικής αναισθησίας που δημιούργησε η μονοδιάστατη καπιταλιστική κουλτούρα, οδεύοντας προς κάτι διαφορετικό. Άσχετα αν, σε μεγάλο βαθμό, αρκετοί παρέμειναν «καλλιτέχνες», υπηρετώντας την Κουλτούρα (με μεγάλο Κ) αντί την κουλτούρα, παραμένοντας απομονωμένοι αουτσάϊντερς και ουσιαστικά αναποτελεσματικοί.

Είναι ίσως δύσκολο να φαντασθείτε ότι έτσι μπορούν να δημιουργηθούν ρωγμές στην ατσάλινη βιτρίνα της κατεχόμενης πραγματικότητας ή ότι θα αφεθούν τα διάφορα δεδομένα του συστήματος να εκτοπισθούν και να διορθωθούν. Το όραμά μας σπάνια κρατάει περισσότερο από όσο είμαστε πάνω στο χαρτονένιο μας βάθρο: κάνα πόστερ από δω, καμμιά πορεία από κει, κάποιο περιοδικό που το διαβάζουμε μονάχα λίγες αδελφές ψυχές.

Τι θα γινόταν όμως αν όλη αυτή η μυρμηγκιά των αναρχο-φρικο-αριστεριστών έβαζε σκοπό να καταστρέψει από ένα τουλάχιστον συγκεκριμένο κυρίαρχο έμβλημα ο καθένας τους την ημέρα;

Τι θα γινόταν αν κάναμε τους ναούς του εμπορεύματος να φανούν σαν απαίσια άντρα που έχουν όλα τα αντίστοιχα λατρευτικά τους σκεύη γεμισμένα αίμα, σκατό, σπασμένο γυαλί, θάνατο;

Τι θα γινόταν αν σταματούσαμε να γράφουμε, να ζωγραφίζουμε και να θεωρητικολογούμε μέσα από τα αυστηρά προσδιορισμένα και προκαθορισμένα όρια που οι Λόας μας έχουν ορίσει, κι αρχίζαμε να στέλνουμε την πνευματική δουλειά μας σε τυχαίους άγνωστους ή να την διανέμουμε σε καθαριστήρια και πολυκαταστήματα;

Τι θα γινόταν αν βλέπαμε όλες μας τις ενέργειες σαν δημιουργίες μιας καινούριας θετικής κουλτούρας, παρατώντας τις μοναχικές μας διαμαρτυρίες και τις καταστρεπτικές μας φαντασιοπληξίες;

Τι θα γινόταν αν ό,τι κάναμε ήταν μέρος μιας συνειδητά προσχεδιασμένης τακτικής και ενός οργανωμένου τελετουργικού που θα κατευθυνόταν όχι στο να ρίξει απλώς κάποιο «άλλο» μήνυμα στην καθημερινή ζωή, αλλά να εργασθεί ενάντια στο καθεστώς της δυαδικής δύναμης στην κουλτούρα, που έχει φέρει κι εμάς κι αυτούς ένας βήμα πριν τον οριστικό αφανισμό;

Τι θα γινόταν άραγε αν τέλειωνε αυτό το αναθεματισμένο άρθρο κι άνοιγα άλλη μια μπύρα;

Bob Hopi

(Πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ανοιχτή Πόλη» στα τέλη της δεκαετίας του 1980)

Νέστωρ Μάχνο

Ο Μάχνο γεννήθηκε το 1889 από πολύ φτωχή αγροτική οικογένεια. Δούλεψε σε ένα χυτήριο και μετά την Επανάσταση του 1905, στη Ρωσία, έγινε αναρχικός.

Καταδικάστηκε για την εκτέλεση κάποιου αξιωματικού της αστυνομίας και μετά από 9 χρόνια φυλακής, το 1917 γύρισε στην πόλη που γεννήθηκε στη Νότια Ουκρανία. Συνετέλεσε στη δημιουργία ενός ισχυρού αναρχικού κινήματος. Οι αγρότες κατέλαβαν τη γη το Σεπτέμβρη του 1917. Μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση και στη διάρκειά της, εφαρμόζοντας την τακτική της συνεργασίας πολέμησε μαζί με τους σοσιαλεπαναστάτες (αριστερούς Εσέρους) και με άλλες τάσεις επαναστατών ενάντια στους Λευκούς.

Το 1918 οι Μπολσεβίκοι με τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ παραχώρησαν την Ουκρανία στους Αυστριακούς και Γερμανούς. Η προέλαση των στρατευμάτων έδιωξε από την περιοχή τις ανταρτικές ομάδες και σταμάτησε τη δραστηριότητα του Μάχνο.

Αφού συναντήθηκε με τον Κροπότκιν και τον Λένιν επέστρεψε στην Ουκρανία όπου με διάφορες αντάρτικες επιχειρήσεις δημιούργησε προβλήματα τόσο στα στρατεύματα κατοχής όσο και στην κυβέρνηση ανδρεικέλων που είχαν εγκαταστήσει. Οργάνωσε τον Επαναστατικό Στρατό της Ουκρανίας. Οι Αυστριακοί και Γερμανοί αποσύρθηκαν. Η επιρροή του Μάχνο στους αγρότες φαντάρους του Κόκκινου στρατού ήταν αρκετή για να προκαλέσει την εχθρότητα των Μπολσεβίκων.

Την άνοιξη του 1919 αποφάσισαν ότι δεν ήταν πια σύμμαχοι με τον Μάχνο. Αλλά δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ένα στρατό με 15.000 άτομα και με μια ισχυρή επιρροή και εφαρμογή της αναρχικής θεωρίας στην Ουκρανία.

Το Νοέμβρη του 1920 εξέδωσαν διαταγή σύμφωνα με την οποία όλες οι αντάρτικες ομάδες θα έπρεπε να απορροφηθούν από τον Κόκκινο Στρατό. Ο Μάχνο αντιστάθηκε όλο το χειμώνα, αλλά τον Αύγουστο του 1921 οι δυνάμεις του είχαν περιοριστεί και η επιρροή του πάνω στους τρομοκρατημένους από τους Μπολσεβίκους αγρότες είχε εξασθενήσει.

Διέφυγε στο εξωτερικό. Πέθανε στο Παρίσι το 1935 σε ηλικία 46 χρόνων μέσα σε άθλιες συνθήκες και με μεγάλη πίκρα.

Πηγή: http://www.nestormakhno.info/greek/index.htm

Τρίτη 10 Ιουνίου 2008

Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος: ΚΑΙ ΜΗ ΚΥΠΤΩΝ ΤΟΝ ΑΥΧΕΝΑ ΕΙΣ ΟΥΔΕΝΑ...

«Αναπνέων τον καθαρόν αέρα των ορέων και μη κύπτων τον αυχένα εις ουδένα, είμαι ίσως ο ευτυχέστερος των ανθρώπων. Ζήτε σεις οι πλούσιοι εν ιδρώτι του προσώπου ημών; Ημάς όμως καταγράμμα επιβαρύνει η κατάρα αύτη του πλάστου, κατά γράμμα; ουχί διότι ζώμεν εν τω αίματι ημών.

Ληστής κακούργος! Οι πλούσιοι τους τρέμουσιν, οι πτωχοί τους τιμώσι, τις τους καταφρονεί; ο νόμος; όχι, διότι δεν τους ετιμώρει. Καθήκον μέγα επεβλήθη εφ’ ημάς να τιμωρώμεν τους πλουσίους τους διαφεύγοντας το βλέμμα του νόμου, να χύνωμεν το αίμα αυτών αφειδώς, διότι το ερρόφησαν απ’ άλλων. Διατί προσπαθούσι να μας εξολοθρεύσωσιν; Άρχοντες των ορέων επιβάλλομεν φόρον εις τους διερχομένους εκείθεν, καθώς και σεις οι εν τη κοινωνία επιβάλλετε χιλίους φόρους, διατί μας υβρίζετε;

Αυτοί φονεύουν λάθρα. Ο νόμος δεν έπρεπε να προσπαθή να κατατρέχη ημάς, πριν φέρει τα βλέμματα αυτού τόσον μακράν έπρεπε πρώτον να παρατηρήση τους πέριξ αυτού αληθώς κακούργους. Πλήν διατί δεν το κάμνει; Διότι ημείς φονεύουμεν αναφανδόν, εκείνοι δε λάθρα, διότι ημείς εις μιαν στιγμήν απαλλάτομεν τον ανθρώπον του βαρέως της ζωής φορτίου, εκείνοι βραδέως και απαθώς ροφώσι το αίμα των θυμάτων των, διότι ημείς καλούμεθα λησταί, εκείνοι ευγενείς, πεπολιτισμένοι, αγαθοί και ενάρετοι άνθρωποι. Η δε κοινωνία πριν καταρασθή ημάς, έπρεπε πρώτον φέρουσα τα βλέμματά της εις τους κόλπους αυτούς να ίδη τ’ αποτελέσματα α αυτή παρήγαγε και παράγει.

Οι νόμοι εσχηματίσθησαν διά να καταπιέζωσι τους πτωχούς, τους άνευ προστατών, τους αδυνάτους. Σπανίως ο νόμος προστατεύει τον ασθενή, αλλ’ οι εντός της κοινωνίας τοιούτοι είναι πολλάκις ισχυροί εκτός αυτής και καταπατούσι τον νόμον όστις τους ηδίκασε. Δεν είμεθα ημείς τιμιώτεροι υμών αφού διατηρούμεν τους νόμους ους έχομεν; δεν είμεθα μυριάκις γενναιότεροι, μυριάκις ανώτεροι υμών αφού δεν έχομεν ανάγκην προστατών; Δεν είμεθα ημείς άνθρωποι τωόντι αφ’ ου δεν είμεθα ουδενός δούλοι! Ερπετά! τολμάτε ν’ αποσκαρακίζητε ημάς τους αετούς.

Μας θεωρούσι σκληρούς, απανθρώπους, αγενείς, αλλ’ όχι, η καρδιά ημών είναι ευγενεστέρα της καρδιάς υμών, και ο έρως ου μας θεωρείτε αναξίους, υπάρχεις εις ημάς γνήσιος, καθαρός, ουχί, ως εις υμάς μεμολισμένος και υλικός. Από κτίσεως του κόσμου μέχρι της σήμερον ο άνθρωπος φερόμενος πάντοτε προς το κακόν, και διά του πολιτισμού αποκρύπτων ακολούθως την αισχράν φύσιν του κατέστη ανυπόφορος. Πριν ο πολιτισμός, η νενομισμένη αύτη υποκρισία, εισδύση εις τους ανθρώπους ηδύνατο ευκολότερον πως να διακρίνη τις τον κακόν. Αλλά σήμερον ο πεπολιτισμένος κακούργος αδιόρατος γενόμενος διά της λαμπρότητός τους εις τους οφθαλμούς των ανθρώπων, διασκορπίζει μεν μέλι και γάλα διά της γλώσσης του, και των ποδών του και των χειρών του, και των χειλέων του, διασκορπίζει δε άζωτον και δηλητήριον διά της καρδιάς του. Πώς δύναταί τις να προφυλαχθή απ’ αυτών; πώς να διαφύγη τας δολοφόνους αυτών χείρας, αίτινες θωπεύουσι τας παρειάς του θύματος ίνα εμπηξώσι το εγχειρίδιον βαθύτερον;»

Πηγή: Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, «Σκέψεις ενός ληστού, ή η καταδίκη της κοινωνίας», Αθηνα, 1861

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2008

Πολίτης Λαπονεράϊγ: ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ Ο ΡΟΒΕΣΠΙΕΡΟΣ

«Ο Ροβεσπιέρος είχε σταθερό χαρακτήρα, θέληση δυνατή και μία ακλόνητη πεποίθηση. Την ψυχική του ευαισθησία ισοφάριζε και μάλιστα ίσως ξεπερνούσε η ακαμψία των αρχών του. Χωρίς αμφιβολία γίνονταν μέσα του τρομερές μάχες, όταν το καλό του λαού ερχόταν σε αντίθεση με την κλίση της καρδιάς του προς την ηπιότητα και το έλεος. Χίλιες περιπτώσεις στην ζωή του υποστηρίζουν αυτόν τον ισχυρισμό. Πόσες φορές δεν τον είδαμε, στο πιο κρίσιμο σημείο της «τρομοκρατίας», να παίρνει το μέρος ενός υπόπτου που τον κατήγγειλαν στην «Επιτροπή της Δημόσιας Σωτηρίας» («Comite de Salut Public»), να τον δικαιολογεί, να του δίδει τα μέσα για την υπεράσπισή του, ή ακόμα και τελικά να τον σώζει;


Ο Ροβεσπιέρος είχε κατανοήσει όλο το εύρος της εντολής που είχε λάβει. Είχε κατανοήσει ότι όχι μόνο έπρεπε να φιμώσει την μοναρχία και να κόψει τα νύχια της Εκκλησίας και των ευγενών αλλά να τους αντικαταστήσει παντού με την μεσαία τάξη. Είχε κατανοήσει ότι έπρεπε να καλέσει την μεσαία και την κατώτερη τάξη, δηλαδή όλον τον λαό, να συμμετάσχει στην εθνική κυριαρχία. Για τον Ροβεσπιέρο, η κυριαρχία του λαού θα ήταν απατηλή εάν η ψηφοφορία δεν είναι καθολική και οι βουλευτές, οι δικαστές, οι νομάρχες και οι δημόσιοι ανώτεροι υπάλληλοι δεν εκλέγονταν από ενήλικες πολίτες που δεν είχαν απολέσει τα πολιτικά τους δικαιώματα. Εάν οι πολίτες δεν είχαν το δικαίωμα να εκφράζουν την γνώμη τους και να συνδέονται, να συνεταιρίζονται, όπως εκείνοι κρίνουν, και εάν ένα πρόσωπο που λέγεται βασιλιάς ήταν κάτοχος της ανώτατης εξουσίας και μπορούσε όπως εκείνος ήθελε να περιορίζει τις πολιτικές ελευθερίες και να εκμεταλλεύεται τριάντα εκατομμύρια ανθρώπους κάτω από την δεσποτική του θέληση, όσο θα υπήρχαν μονοπώλια, όσο θα υπήρχαν στην Γαλλία από την μία οι εκλεκτοί, παπάδες και ευγενείς, και από την άλλη οι διάφοροι αποκλεισμένοι, τότε η κυριαρχία του λαού θα ήταν απατηλή! Με την καρδιά γεμάτη από αυτές τις ιδέες, έφτασε λοιπόν στο Παρίσι για να λάβει μέρος στην Γενική Συνέλευση. Είχε μελετήσει σε βάθος την ελληνική και ρωμαϊκή Ιστορία. Είχε την υπερηφάνεια ενός Ρωμαίου και το φρόνημα ενός Σπαρτιάτη. Δυστυχώς δεν είχε μελετήσει αρκετά για την εποχή που ζούσε και για το έθνος που ήθελε να αναμορφώσει. Έκανε το λάθος όλων όσων απομονώνονται και ζουν περισσότερο με τα βιβλία τους παρά με τους σύγχρονούς τους ανθρώπους.


Το αποτέλεσμα ήταν, όταν θέλησε να εφαρμόσει έμπρακτα τις θεωρίες που συνέλαβε μέσα στο αναγνωστήριό του, να συναντήσει σφοδρές αντιδράσεις, οπότε υποχρεώθηκε να μεταχειριστεί ακραία μέσα. Θα μπορούσε να είχε αντιμετωπίσει ευκολότερα εκείνες τις αντιδράσεις εάν οι θεωρίες του ήσαν συμβιβασμένες με τα ήθη και τα έθιμα ή τις προκαταλήψεις του Γαλλικού Έθνους. Δεν υπάρχει κανένα έθνος σαν τον ακατέργαστο χρυσό τον οποίο ρίχνεις μέσα στην χοάνη για να τον καθαρίσεις, αλλά αργά - αργά, δια μέσου σταδιακών, συνετών αλλαγών στα διάφορα επίπεδα των θεσμών κατορθώνουμε να αφαιρέσουμε την διαφθορά και τα λάθη του λαού. Μόνο συνηθίζοντας τον λαό σιγά - σιγά στο καθεστώς της ελευθερίας τον κάνουμε τελικά άξιο να ζήσει ελεύθερος. Δέχομαι ωστόσο και συμμερίζομαι τις πολιτικές απόψεις του Ροβεσπιέρου. Απορρέουν από την Φύση. Οι πηγές τους είναι μέσα στην δικαιοσύνη, την αγάπη προς την ανθρωπότητα, πράγματα τα οποία επικρίνω διότι είναι απόλυτες αξίες και για να εφαρμοσθούν οδηγούν στην άμεση καταστροφή όλων όσων εναντιώνονται».


Πηγή
: Citoyen Laponneraye, «Oeuvres de Maximillien Robespierre avec une Notice Historique et Notes», Παρίσι, 1834

Βλάσης Ρασσιάς: ΝΑ ΘΕΣΟΥΜΕ ΣΕ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΜΥΑΛΑ

Το να είσαι επαναστάτης, δεν σημαίνει να κάνεις κάποια «επανάσταση», όσο το να κάνεις κι άλλους ανθρώπους ν’ ασπαστούν τις απόψεις σου. Το σύστημα γνωρίζοντάς το αυτό, από την αντίθετη βέβαια σκοπιά, έχει δώσει το μεγαλύτερο βάρος της δύναμής του στο να ελέγξει απόλυτα τα μαζικά μέσα πληροφόρησης, κίνησης ιδεών, προπαγανδισμού και κουλτούρας. Έτσι κάθε παιδί που γεννιέται, έχει να αντιμετωπίσει μια υποχρεωτική «γαλούχηση» από τα χοντρά ψέμματα του κρατικού συντονισμένου σύννεφου των Μαζικών Μέσων, με απώτερο στόχο να βιαστεί όσο γίνεται αποτελεσματικώτερα η ταυτότητά του, η συνείδησή του, ο τρόπος σκέψης του.

Οι ριζοσπαστικές πολιτικές κινήσεις, έχουν υποχρέωση να σύρουν άτομα, έξω από το τέλμα της κρετινοποίησης. Βασική γραμμή πρέπει να είναι το ξήλωμα του συστήματος «έτοιμων εξηγήσεων» που προωθείται από το σύστημα. Και αυτό το πράγμα δεν πετυχαίνεται με κανένα ετοιματζήδικο τρόπο «άμεσων αποτελεσμάτων», αλλά με την αποτελεσματική αντιπαράθεση του δικού μας συστήματος πληροφόρησης δηλαδή της δικής μας αλήθειας, απέναντι στα ψέμματα του συστήματος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο πολύς κόσμος απεχθάνεται τις απότομες αλλαγές, εκτός δε ότι τις παρακολουθεί -ή έχει μάθει να τις παρακολουθεί- ως θεατής και μόνο. Πρέπει να προωθήσουμε ένα μονάχα σχέδιο: το να βάλουμε μπροστά, να θέσουμε δηλαδή σε λειτουργία, τα ανθρώπινα μυαλά, πληροφορώντας τα με αλήθεια, καλλιεργώντας τους την σωστή κρίση και αφήνοντάς τα μετά να κάνουν τις δικές τους εκτιμήσεις και επιλογές. Πρέπει να ΚΑΤΑΡΓΗΣΟΥΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟ-ΚΑΤ ΑΛΗΘΕΙΕΣ και τις ετοιματζήδικες εξηγήσεις.

(Από κείμενο με τίτλο "ΚΕΝΤΡΑ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ" που δημοσιεύθηκε σε 3 μέρη στα τεύχη 1 - 3 της «Ανοιχτής Πόλης» 1980-1981. Το κείμενο συνέθεσε ο Βλάσης Ρασσιάς για λογαριασμό της εκδοτικής ομάδας του περιοδικού)

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008

Τζων Χολτ: Ο ΦΘΟΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ

«Δεν υπάρχει επιστημονικός τρόπος απόδειξης ότι η ελευθερία είναι κάτι το καλό ή μία αξία που αξίζει τον τρόπο να διατηρηθεί… Η ελευθερία κινδυνεύει σοβαρά στις κοινωνίες μας επειδή ακριβώς πάρα πολλοί άνθρωποι δεν νοιώθουν ελεύθεροι, ούτε ένοιωσαν ποτέ, ούτε και περιμένουν να νοιώσουν και, επομένως, δεν έχουν γνώση του τι είναι η ελευθερία ή δεν έχουν γνώση του γιατί αξίζει τον κόπο να γίνεται τέτοιος θόρυβος στο όνομά της. Για πολλούς Αμερικανούς λ.χ., η ελευθερία ελάχιστα απέχει από το σύνθημα που δικαιολογεί την αντιπάθεια, το μίσος, ακόμα και την δολοφονία του όποιου ξένου που είναι τάχα λιγότερο ελεύθερος από όσο οι ίδιοι. Όταν, σπάνια μάλλον, συναντήσουν κάποιον που νοιώθει ελεύθερος, ενεργεί ελεύθερα και παίρνει στα σοβαρά την ελευθερία του, είναι πιθανόν ότι θα φοβηθούν ή θα εξοργισθούν και θα αναρωτηθούν εάν είναι τρελλός, ψυχοπαθής. Γιατί, αλίμονο, όταν ο άνθρωπος δεν έχει ή νομίζει ότι δεν έχει αληθινή ελευθερία, δεν σκέπτεται πώς να την κατακτήσει. Σκέπτεται πώς να την στερήσει από εκείνους που την έχουν.

Ο,τιδήποτε κάνει τους ανθρώπους να νοιώθουν λιγότερο ελεύθεροι, ακόμα και όταν δεν τους στερεί ένα ιδιαίτερο δικαίωμα ή μια ιδιαίτερη ελευθερία, ελαττώνει και απειλεί την ελευθερία όλων μας. Τι λογής πράγματα κάνουν άραγε τον άνθρωπο να νοιώθει μη ελεύθερος; Το ότι «άγεται και φέρεται». Το ότι είναι υποχρεωμένος να υποταχθεί στην θέληση ανθρώπων που δεν μπορεί να πλησιάσει, να δει ή να μιλήσει μαζί τους και που αισθάνεται πως δεν έχει κανέναν έλεγχο επάνω τους. Ένα άλλο είναι ότι αγνοεί τι συμβαίνει, ότι αισθάνεται πως δεν του λένε την αλήθεια και δεν μπορεί να την βρει ο ίδιος. Ένα άλλο ακόμα είναι το ότι δεν έχει να διαλέξει τίποτε που να αφορά την ζωή του. Ότι άλλοι παίρνουν, πίσω από τις πλάτες του, τις αποφάσεις που καθορίζουν αν θα ενεργήσει με τον α ή β τρόπο. Στην κοινωνία αυτή, ο μεγάλος κίνδυνος για την ελευθερία ενεδρεύει στο γεγονός ότι οι αντικειμενικές προϋποθέσεις που κάνουν τους ανθρώπους να αισθάνονται έτσι, διαρκώς αυξάνουν και ασφαλώς θα εξακολουθήσουν να αυξάνουν».

Πηγή: John Caldwell Holt, «Τhe Underachieving School», Νέα Υόρκη, 1970

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2008

Πλωτίνος Ροδοκανάκης: Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ

Από άρθρο του Έλληνα αναρχικού Πλωτίνου Ροδοκανάκη ή Ροδοκανάτη στην μεξικανική εφημερίδα «El Socialista», στις 28 Μαϊου 1876:


«Ο δρόμος του Σοσιαλισμού σήμερα είναι αυτός της Γαλλικής Επανάστασης του 1793 – Ελευθερία, Ισότης, Αδελφότης, στα οποία εμείς προσθέτουμε την Ενότητα.

Ελευθερία σημαίνει ανάπτυξη όλων των ειδικοτήτων ή των τεχνών και όλων των ατομικών ταλέντων χωρίς περιορισμό. Ελευθερία σημαίνει δικαίωμα στην εξάσκηση όλων των ειδικοτήτων, χωρίς απόκτηση επίσημων τίτλων και αδειών και δίχως το μονοπώλιό τους από τα πανεπιστήμια. Ελευθερία σημαίνει απελευθέρωση και χειραφέτηση των γυναικών και ελευθερία όλων μας από κάθε είδους απαγορεύσεις.

Ισότης σημαίνει ίσα δικαιώματα απέναντι στον νόμο, ισότητα των κοινωνικών θέσεων μέσα σε ένα έθνος, ίση κατανομή του πλούτου και ίση ποιότητα συνειδήσεων πριν η οικουμενική ηθική τάξη επικρατήσει σε όλη την ανθρωπότητα. Αυτό αποτελεί το αξίωμα του κοινού νόμου.

Αδελφότης σημαίνει αλληλεγγύη, η οποία επιτυγχάνεται με την φιλία και τον αλτρουϊσμό να επικρατούν σε όλα τα μέλη της μεγάλης ανθρώπινης οικογένειας. Όχι άλλες συγκρούσεις, όχι άλλο μίσος ανάμεσα σε πολιτικές παρατάξεις, όχι άλλες θρησκευτικές σταυροφορίες ή καταδιώξεις, σαν εκείνες που έχουμε ήδη δει από κλίκες που ενώ διεκδικούν μια θέση στους Ουρανούς, εδώ στη Γη έχουν εκδηλώσει την χειρότερη παλιανθρωπιά σε βάρος όλης της ανθρωπότητας.

Ενότης, τέλος, είναι η σύγκλιση όλων των ατομικών ενδιαφερόντων με εκείνα της γενικής ευημερίας».

Τρίτη 3 Ιουνίου 2008

Ρόναλντ Λαινγκ: ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΤΟΥΣ «ΚΟΜΠΟΥΣ»

Υπάρχει ελάχιστη σχέση ανάμεσα στην αλήθεια και την κοινωνική «πραγματικότητα». Υπάρχουν γύρω μας ψευδογεγονότα, στα οποία εμείς προσαρμοζόμαστε με την κατάλληλη γι’ αυτό ψευδή συνείδηση, που μας επιτρέπει να θεωρούμε αυτά τα ψευδογεγονότα σαν τάχα αληθινά και πραγματικά, πολλές φορές μάλιστα ακόμα και σαν τάχα ωραία.

Στην ανθρώπινη κοινωνία η αλήθεια βρίσκεται πλέον λιγότερο σε αυτό που όντως είναι τα πράγματα και περισσότερο σε αυτό που δεν είναι. Πρόκειται για μία κοινωνική πραγματικότητα εξαιρετικά απεχθή, από την στιγμή που κάποιος την κοιτάξει κάτω από το φως της εκτοπισμένης αλήθειας. Ακόμα και η ίδια η ομορφιά σχεδόν δεν είναι πια υπαρκτή, εκτός και εάν αποτελεί και αυτή ένα ψέμα.

Τι πρέπει άραγε να πράξουμε εμείς, εμείς που είμαστε νεκροζώντανοι, εμείς που ζούμε στην τακτικά κλονιζόμενη ενδοχώρα μίας γερασμένης κεφαλαιοκρατίας, Μπορούμε άραγε να πράξουμε τίποτε περισσότερο από το να αντικαθρεφτίζουμε απλώς την παρακμή που επικρατεί γύρω μας και μέσα μας, Μπορούμε άραγε να κάνουμε τίποτε περισσότερο από το να τραγουδάμε τα πικρά και λυπητερά άσματα της απογοήτευσης και της ήττας.

Τόσο οι απαιτήσεις του παρόντος, όσο και η αποτυχία του παρελθόντος, είναι μία και η αυτή: απαιτείται η σύνταξη μίας στο έπακρο αυτοσυνειδητής και αυτοκριτικής ανθρώπινης έκθεσης της ανθρωπότητας

Τώρα πια, κανείς και καμμία δεν μπορεί να στοχάζεται, να αισθάνεται ή να πράττει, εάν προηγουμένως δεν θέσει ως αφετηρία την δική του ή την δική της αλλοτρίωση… Είμαστε όλοι μας δολοφόνοι και πόρνες, ανεξάρτητα από την κουλτούρα, την κοινωνία, την τάξη και το έθνος όπου ανήκουμε, ανεξάρτητα από το πόσο «ομαλούς», «ηθικούς» ή «ώριμους» θεωρούμε τους εαυτούς μας.

Η ανθρωπότητα είναι ολότελα αποξενωμένη από τις αυθεντικές της δυνατότητες. Η παραμορφωμένη μας οπτική, μας εμποδίζει να τηρήσουμε κάποια σαφή θέση απέναντι στην υγεία του κοινού νοός ή απέναντι στην παραφροσύνη του αποκαλούμενου τρελλού. Και οπωσδήποτε, εκείνο που απαιτείται είναι κάτι περισσότερο από κάποιο παθιασμένο ξέσπασμα μίας εξαγριωμένης ανθρωπότητας.

Η αλλοτρίωσή μας έχει ισχυρότατες ρίζες. Για κάθε σοβαρή θεώρηση οποιασδήποτε πλευράς του τωρινού διανθρώπινου βίου, βασικότατο κίνητρο αποτελεί η συνείδηση αυτού του γεγονότος. Θεωρημένη από διαφορετικές προοπτικές, ερμηνευμένη μέσα από διαφορετικές μεθόδους, ή εκφρασμένη με διαφορετικά ιδιώματα, αυτή η συνείδηση είναι που συνενώνει στοχαστές τόσο διαφορετικούς, όπως ο Μάρξ, ο Κίρκεγκαρντ, ο Νίτσε, ο Χάϊντεγκερ, ο Τίλλιχ και ο Σαρτρ.

Είμαστε αποβλακωμένες και παραφρονημένες υπάρξεις, ξένοι απέναντι στους αληθινούς εαυτούς μας, ξένοι ο ένας απέναντι στον άλλον και απέναντι στον υλικό και πνευματικό κόσμο, αποξενωμένοι ακόμα και από μία ιδανική πλευρά τρέλλας, την οποία μπορούμε ίσως να αντιληφθούμε αλλά όχι και να υιοθετήσουμε.

Γεννιόμαστε δίχως να το έχουμε επιλέξει, σε έναν κόσμο όπου υποχρεωτικώς μας περιμένει η αλλοτρίωση. Είμαστε όχι μόνον δυνητικά άνθρωποι, αλλά επιπροσθέτως σε κατάσταση πλήρους αλλοτρίωσης, μία κατάσταση η οποία σαφώς δεν αποτελεί την λογική κατάληξη κάποιας φυσικής διαδικασίας. Η αλλοτρίωση σαν παρούσα μοίρα μας, έχει επιτευχθεί αποκλειστικά με την χρήση μίας εξωφρενικής ποσότητας βίας, την οποία επί αιώνες έχουν επιβάλει ανθρώπινα όντα επάνω σε άλλα ανθρώπινα όντα.

(Κείμενο από το βιβλίο toy Ronald David Laing «Η Πολιτική της Εμπειρίας και το Παραδείσιο Πουλί»)

Κυριακή 1 Ιουνίου 2008

Τζων Σινκλαίρ

Η φυλάκιση του ιδρυτή του "Κόμματων Άσπρων Πανθήρων" ποιητή John Sinclair

Πώλ Άβριτς: ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ" ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΜΠΑΚΟΥΝΙΝ

Το «Θεός και Κράτος» έχει γίνει το πιο πολυδιαβασμένο και συχνά μνημονευόμενο έργο του Μπακούνιν. Ο βασικός ίσως λόγος της δημοτικότητας του είναι ότι εκθέτει, με ζωντανή γλώσσα και σχετικά συνοπτικά, τα βασικά στοιχεία του αναρχικού πιστεύω του Μπακούνιν.

Το βασικό χαρακτηριστικό του «Θεός και Κράτος» είναι η απόρριψη κάθε μορφής εξουσίας κι επιβολής απʼ τον Μπακούνιν. Σε μια συγκλονιστική παράγραφο, αφήνει να ξεσπάσει η οργή του ενάντια «σε όλους τους βασανιστές, όλους τους καταπιεστές κι όλους τους εκμεταλλευτές της ανθρωπότητας — παπάδες, μονάρχες, κρατικούς, αξιωματούχους, στρατιωτικούς, δημόσιους κι ιδιωτικούς, χρηματιστές, κάθε λογής επίσημους, αστυνόμους, χωροφύλακες, δεσμοφύλακες και δήμιους, καπιταλιστές κι αγιογδύτες, συμβολαιογράφους και μεγαλοκτηματίες, δικηγόρους, οικονομολόγους, πολιτικούς κάθε απόχρωσης, μέχρι τον πιο μικρό εμποράκο που πουλάει ζαχαρωτά». Αλλά οι κύριοι θεσμοί της ανθρώπινης υποδούλωσης — «οι δυο εφιάλτες μου», όπως τους αποκαλεί — είναι η εκκλησία και το κράτος. Κάθε κράτος είναι το όργανο με το οποίο μια προνομιούχα μειονότητα έχει αποκτήσει εξουσία πάνω στην τεράστια πλειονότητα. Και κάθε εκκλησία είναι πιστός σύμμαχος του κράτους στην καθυπόταξη της ανθρωπότητας. Σ' όλη την πορεία της ιστορίας, οι κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν τη θρησκεία τόσο σα μέσο για να κρατήσουν τους ανθρώπους στην άγνοια όσο και σαν «ασφαλιστική δικλείδα» της ανθρώπινης εξαθλίωσης κι απογοήτευσης. Επιπλέον, η ίδια η ουσία της θρησκείας είναι ο υποβιβασμός της ανθρωπότητας προς μεγαλύτερη δόξα του θεού. «Όντας ο θεός το παν», γράφει ο Μπακούνιν, «ο πραγματικός κόσμος κι ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα. «Όντας ο θεός η αλήθεια, η δικαιοσύνη, το καλό, η ομορφιά, η δύναμη κι η ζωή, ο άνθρωπος είναι το ψέμα, η αδικία, το κακό, η ασχήμια, η αδυναμία, κι ο θάνατος. Όντας ο θεός ο αφέντης, ο άνθρωπος είναι δούλος». Συνακόλουθα, όχι λιγότερο απʼ το κράτος, η θρησκεία είναι η άρνηση της ελευθερίας και της ισότητας. Έτσι, αν ο θεός υπήρχε πραγματικά, καταλήγει ο Μπακούνιν αντιστρέφοντας ένα περίφημο απόφθεγμα του Βολταίρου, «θα έπρεπε να τον καταργήσουμε».

Ο Μπακούνιν κήρυξε έναν αδιάλλακτο πόλεμο ενάντια στην Εκκλησία και το Κράτος. Αν οι άνθρωποι θέλουν να είναι ελεύθεροι, πρέπει νʼ απαλλαγούν απʼ το διπλό ζυγό της θρησκευτικής και της κοσμικής εξουσίας. Για να το πετύχουν αυτό θα πρέπει νʼ αφυπνίσουν τις δυο «πιο πολύτιμες ιδιότητες», με τις οποίες είναι προικισμένοι: τη δύναμη της σκέψης και την επιθυμία της εξέγερσης. Η ίδια η ανθρώπινη ιστορία άρχισε με μια πράξη σκέψης κι εξέγερσης. Αν ο Αδάμ κι η Εύα υπάκουαν στο θεό, όταν τους απαγόρεψε νʼ αγγίξουν το δέντρο της γνώσης, η ανθρωπότητα θα ήταν καταδικασμένη σε αιώνια δουλεία. Όμως ο Σατανάς — «ο αιώνιος εξεγερμένος, το πρώτο ελεύθερο πνεύμα κι απελευθερωτής του κόσμου» — τους έπεισε να δοκιμάσουν τον καρπό της γνώσης και της ελευθερίας. Τα ίδια αυτά όπλα — η λογική κι η εξέγερση — πρέπει τώρα να στραφούν ενάντια στη θρησκεία και το κράτος. Και μόλις ανατραπούν, θ' ανατείλει μια νέα Εδέμ για την ανθρωπότητα, μια νέα εποχή ελευθερίας κι ευτυχίας.

Όμως το καθήκον της απελευθέρωσης, προειδοποιεί ο Μπακούνιν, δε θα είναι εύκολο. Γιατί έχει ήδη εμφανιστεί μια νέα τάξη που επιδιώκει να κρατήσει τις μάζες στην άγνοια, για να τις εξουσιάζει. Αυτοί οι επίδοξοι καταπιεστές είναι οι διανοούμενοι και πάνω απʼ όλους ο Μαρξ κι οι οπαδοί του «ιερείς της επιστήμης», χειροτονημένοι σε μια νέα προνομιούχα εκκλησία ανώτερης εκπαίδευσης. Η κυβέρνηση των διανοούμενων, σύμφωνα με τον Μπακούνιν, δε θα 'ταν λιγότερο καταπιεστική απʼ την κυβέρνηση των βασιλιάδων ή των παπάδων ή των ιδιοκτητών. Η διακυβέρνηση μιας μορφωμένης ελίτ, σαν τους χειρότερους θρησκευτικούς και πολιτικούς δεσποτισμούς του παρελθόντος, «δεν μπορεί παρά να είναι αδύναμη, γελοία, απάνθρωπη, σκληρή, καταπιεστική, εκμεταλλευτική, ολέθρια».

Μʼ αυτή την προειδοποίηση ο Μπακούνιν πρόβλεψε τη «νέα τάξη», μια ετικέτα που οι μεταγενέστεροι κριτικοί έμελλε να κολλήσουν στους κληρονόμους του Μαρξ στον 20ό αιώνα. Επιτέθηκε στους θεωρητικούς και τους ιδρυτές συστημάτων, που η λεγόμενη «επιστήμη της κοινωνίας» τους θυσίαζε την πραγματική ζωή στο βωμό σχολαστικών αφαιρέσεων. Αρνήθηκε να ξεφορτωθεί τις φαντασιώσεις της θρησκείας και της μεταφυσικής απλά και μόνο για να τις δει ν' αντικαθίστανται απʼ ότι θεωρούσε νέες φαντασιώσεις της ψευδο-επιστημονικής κοινωνιολογίας. Συνακόλουθα, διακήρυξε μιαν «εξέγερση της ζωής ενάντια στην επιστήμη ή μάλλον ενάντια στη διακυβέρνηση της επιστήμης». Γιατί η αληθινή αποστολή της επιστήμης και της μάθησης, επέμενε, δεν ήταν να κυβερνάνε τους ανθρώπους, αλλά να τους σώσουν απ' τη δεισιδαιμονία, το μόχθο και την αρρώστια. «Κοντολογής», γράφει στο θεός και Κράτος, «η επιστήμη είναι η πυξίδα της ζωής, όχι όμως η ίδια η ζωή». Πώς μπορεί όμως ν' αποφευχθεί αυτή η νέα μορφή δεσποτισμού; Ο Μπακούνιν απαντάει ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί αν αφαιρεθεί η εκπαίδευση απʼ τη μονοπωλιακή αρπάγη των προνομιούχων τάξεων και γίνει προσιτή στον καθένα με ίσους όρους. Σαν το κεφάλαιο, η μάθηση πρέπει να πάψει νʼ αποτελεί κληρονομιά των λίγων και να γίνει κληρονομιά όλων «ώστε οι μάζες, παύοντας να είναι κοπάδια που τα οδηγούν και τα κουρεύουν οι προνομιούχοι παπάδες, να πάρουν στα χέρια τους τη μοίρα τους».

Αυτό ήταν το μεγάλο μήνυμα του «Θεός και Κράτος». Ωστόσο, δεν εκδόθηκε παρά το 1882, 6 χρόνια μετά το θάνατο του Μπακούνιν. Γιατί μόνον τότε βρήκαν, ανάμεσα στα χαρτιά του, αυτό το χειρόγραφο δυο πολύ γνωστοί αναρχικοί, ο Κάρλο Καφιέρο κι ο Ελυζέ Ρεκλΰ, που ήταν στενά συνδεμένοι μαζί του στα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν η ελευθεριακή θεωρία του γνώρισε την πιο πλήρη της άνθηση. Το χειρόγραφο τελειώνει στη μέση μιας πρότασης κι ο Καφιέρο κι ο Ρεκλύ, όπως διηγούνται στον Πρόλογό τους, πιστεύοντας ότι είναι μέρος ενός γράμματος ή έκθεσης, αναλάβανε να ψάξουν για να βρουν το υπόλοιπο. Οι προσπάθειες τους, όμως, υπήρξαν μάταιες κι έτσι εκδώσανε το κουτσουρεμένο κείμενο στη Γενεύη, με μορφή μπροσούρας, δίνοντας του τον τίτλο Θεός και Κράτος, με τον οποίο έμελλε να γίνει γνωστό. Δεν υποπτεύθηκαν — ούτε έμαθαν ποτέ — ότι το χειρόγραφο ήταν στην πραγματικότητα ένα αδημοσίευτο κομμάτι του έργου «Η Κνουτογερμανική Αυτοκρατορία κι η Κοινωνική Επανάσταση», ενός έργου φιλόδοξου για το οποίο ο Μπακούνιν δούλεψε απʼ το 1870 ώς το 1872, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να ολοκληρώσει.

(Απόσπασμα από κείμενο του Paul Avrich, που δημοσιεύθηκε το 1970 στην Νέα Υόρκη)