Γκουστάβ Φλουράνς (Gustave Flourens, Paris, 4 Αυγούστου 1838 – Paris, 3 Απριλίου 1871). Γάλλος δημοκράτης, μπλανκιστής και αντικληρικαλιστής συγγραφέας και επαναστάτης του 19ου αιώνα, με διεθνή δράση, μάρτυρας της ελευθερίας κατά την Κομμούνα του Παρισιού.
ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε το 1838, υιός του ψυχολόγου Ζαν Πιέρ Φλουράνς (Marie Jean Pierre Flourens, 1794 – 1867), καθηγητή στο «Collège de France» και βουλευτή κατά την περίοδο 1838 – 1839, και μεγαλύτερος αδελφός του Εμίλ Φλουράνς (Émile Flourens, 1841 - 1920), υπουργού εξωτερικών κατά την περίοδο της «Τρίτης Δημοκρατίας» («la Troisième République»).
Σε ηλικία μόλις 25 ετών (το 1863) αναπλήρωσε ως λέκτορας τον πατέρα του στο «Collège de France» στο μάθημα της Ιστορίας και οι απόψεις του για την προέλευση της ανθρωπότητας συνάντησαν την έντονη αντίδραση των χριστιανών θεοκρατών, οι οποίοι κατόρθωσαν να σταματήσουν τις παραδόσεις του. Εξοργισμένος από αυτή την απροκάλυπτη παρέμβαση των θεοκρατών, ο Γκουστάβ πήγε στις Βρυξέλλες και εξέδωσε εκεί την ίδια χρονιά σε βιβλίο τις παραδόσεις του με τίτλο «Ιστορία του Ανθρώπου» («Histoire de l’ homme», 1863).
Όντας αρχικά οπαδός των ιακωβίνικων δημοκρατικών ιδεών και μετά των σοσιαλιστικών του Ωγκύστ Μπλανκί (Louis Auguste Blanqui, 1805 - 1881), άρχισε να δέχεται ενοχλήσεις και από την γαλλική αστυνομία, με αποτέλεσμα να παραμείνει τον περισσότερο καιρό στο Λονδίνο (όπου παρακολούθησε μαθήματα στο «Βρετανικό Μουσείο») και στο Βέλγιο μέχρι το 1865, οπότε έφυγε ανατολικά, στην Τουρκία.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
Αφού έμεινε για λίγο στην Κωνσταντινούπολη, πέρασε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε προσωρινά στην Αθήνα, όπου σε λίγο έφθασαν οι φήμες μιας επικείμενης επανάστασης των Κρητών κατά των Οθωμανών. Στις 25 Μαρτίου 1866 πραγματοποιήθηκε στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου της Αθήνας μία μεγάλη και δυναμική διαδήλωση αλληλεγγύης προς τους Κρήτες, η οποία πολύ γρήγορα κατέληξε σε συγκρούσεις με την αστυνομία. Ανάμεσα στους συλληφθέντες κατά τα επεισόδια εκείνης της ημέρας ήταν και ο Γκουστάβ, επιβλητικός με την πρόωρη φαλάκρα του και την φουντωτή κόκκινη γενειάδα του.
Μόλις αφέθηκε ελεύθερος άρχισε προετοιμασίες για μετάβασή του στην Κρήτη, στην οποία τελικά έφθασε στις αρχές του καλοκαιριού και εντάχθηκε στους επαναστατικούς κύκλους του νησιού, όπου ήδη συμμετείχαν πολλοί ξένοι, κυρίως γαριβαλδινοί Ιταλοί και ευρωπαίοι σοσιαλιστές και αναρχικοί από διάφορες χώρες, καθώς και 100 περίπου εθελοντές από την Πάτρα με επικεφαλής τον Δήμο Σκαλτσογιάννη (η έναρξη της επανάστασης ανακυρήχθηκε «επίσημα» στις 21 Αυγούστου). Πριν φύγει από την Αθήνα πάντως, υπερασπίστηκε τον διωκόμενο από τους ορθόδοξους θεοκράτες 30χρονο τότε συγγραφέα Εμμανουήλ Ροϊδη (1836 - 1904) για το βιβλίο του «Η Πάπισσα Ιωάννα» με άρθρο του στην γαλλόφωνη εφημερίδα «L' independance Hellenique» της 3ης Απριλίου 1866.
Στην Κρήτη πήρε τον βαθμό του λοχαγού και αργότερα, το καλοκαίρι του 1868, η «Εθνοσυνέλευση της Κρήτης», που ήδη του είχε χορηγήσει τιμητική ιθαγένεια, τον όρισε επίσημο πρέσβη της απέναντι στο βασίλειο της Ελλάδος. Ζήτησε με τηλεγραφήματά του από την Γαλλική κυβέρνηση την προάσπιση των εθνικών δικαιωμάτων των Κρητών και έφυγε για την Αθήνα, προκειμένου να συνομιλήσει με τον μονάρχη, ο οποίος όμως όχι μόνον δεν το δέχθηκε, αλλά διέταξε επιπλέον την σύλληψή του, ενώ ο πρέσβης της Γαλλίας ζητούσε και την απέλασή του. Μετά από διαδηλώσεις συμπαράστασης από δημοκράτες και ριζοσπάστες, όπως λ.χ. ο βουλευτής Ρόκκος Χοϊδάς, αφέθηκε ελεύθερος, όμως μετά από λίγο συνελήφθη ξανά με αίτηση του πρέσβη της Γαλλίας και απελάθηκε στην Μασσαλία.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΓΑΛΛΙΑ
Μετά από διάφορες περιπέτειες στην νότια Γαλλία και την Ιταλία (όπου μάλιστα στην Νάπολη φυλακίστηκε για ένα μικρό διάστημα έπειτα από ένα «ανατρεπτικό» του άρθρο στην εφημερίδα «Popolo d’ Italia»), επέστρεψε στο Παρίσι στα τέλη του 1868, την ίδια εποχή με τους τέσσερις Ιταλούς αναρχικούς Greco, Trabucco, Imperatore και Maspoli, που όμως προτού επιτεθούν στον βασιλιά Ναπολέοντα τον Γ πιάστηκαν με τις βόμβες, τα περίστροφά και τα στιλέτα που μετέφεραν και καταδικάστηκαν οι δύο πρώτοι σε ισόβια εξορία στην Γαλλική Γουϊάνα και οι δύο άλλοι σε 20ετή φυλάκιση. Συνάντησε ξανά τους μπλανκιστές συντρόφους του και δόθηκε ολόψυχα στην επαναστατική προπαγάνδα, συνεργαζόμενος με την εβδομαδιαία αριστερή δημοκρατική εφημερίδα «Μασσαλιώτιδα» («La Marseillaise») του Ανρί Ροσφόρ (Victor Henri Rochefort, 1831 – 1913). Σχεδόν καθημερινά διέγειρε τους νέους και τους εργάτες με μία σχεδόν αυθάδη ρητορική (που το κόστιζε πρόστιμα επί προστίμων, αλλά και μία τρίμηνη φυλάκιση στην «Sainte-Pélagie» από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο του 1869), αλλά και τηρώντας μία επιδεικτικά ασυμβίβαστη στάση ζωής, η οποία λίγο έλλειψε μάλιστα να του κοστίσει την ζωή όταν στις 5 Αυγούστου 1869 τραυματίστηκε σε μονομαχία με τον φανατικό βοναπαρτιστή δημοσιογράφο Paul de Cassagnac, εκδότη της εφημερίδας «Pays».
Στις 12 Ιανουαρίου 1870 ήταν ανάμεσα στους άλλους μπλανκιστές (Ροσφόρ, Σαρλ Ντελεκλύζ – Charles Delescluze, Ζιλ Βαλέ - Jules Valles) που προσπάθησαν να εξεγείρουν τους 100.000 διαδηλωτές που συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία τον δημοσιογράφο Βίκτορα Νουάρ (Victor Noir, 1848 – 1870), τον οποίο είχε σκοτώσει ο πρίγκιπας Πιέρ Βοναπάρτης (Pierre Bonaparte) –είχε μάλιστα ρίξει το σύνθημα «το 1848 ξεκίνησε μέ έναν νεκρό. Εμείς τώρα έχουμε τον Νουάρ!»-, ενώ στις 7 Φεβρουαρίου προσπάθησε ανεπιτυχώς με άλλους μπλανκιστές να προκαλέσουν, μέσω μιας «νύκτας οδοφραγμάτων», λαϊκή εξέγερση στην εργατική συνοικία Belleville στα βόρεια του Παρισιού. Καταζητούμενος τώρα για απόπειρα στάσης και συνωμοσία για δολοφονία του Ναπολέοντος του Γ, διέφυγε μέσω Ολλανδίας στο Λονδίνο, για να αποφύγει την σύλληψη, ενώ ο αστυνομικός του φάκελος διογκωνόταν ακόμα και ερήμην του: στις αρχές του καλοκαιριού η μυστική αστυνομία συνέλαβε μία ομάδα που κατά τις πληροφορίες των χαφιέδων της σχεδίαζε να δολοφονήσει τον βασιλιά. Αρχηγός της ομάδας φερόταν κάποιος Beaury, λιποτάκτης του στρατού και «οπαδός του διαβόητου Φλουράνς». Στην δίκη που έγινε στο Blois στις 9 Αυγούστου 1870 ανάμεσα στους καταδικασθέντες ήταν και ο Φλουράνς που εισέπραξε ερήμην μία ακόμη καταδίκη, αυτή την φορά σε φυλάκιση 6 ετών.
ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΕΘΝΟΦΡΟΥΡΑΣ
Μετά την στρατιωτική συντριβή του Ναπολέοντος του Γ στο Sedan και την παράδοσή του στους Πρώσους στις 2 Σεπτεμβρίου του 1870, ο Γκουστάβ, ενώ κατευθυνόταν προς την Ελλάδα, επέστρεψε στα τέλη του μηνός στο πολιορκημένο από τους Πρώσους Παρίσι και, αμνηστευμένος, τοποθετήθηκε επικεφαλής 500 «τυφεκιοφόρων» («tirailleurs») της Εθνοφρουράς στο γνώριμό του Belleville. Στις 5 Οκτωβρίου ωστόσο διαδήλωσε ένοπλα μαζί με τους εθνοφύλακές του μπροστά από το δημαρχείο του Παρισιού, απαιτώντας από την «Προσωρινή Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας» να λάβει μέσα θωράκισης της Δημοκρατίας και αποτελεσματικής αντιμετώπισης του ξένου εχθρού, η κυβέρνηση όμως απέρριψε όλα τα αιτήματα και απαγόρευσε στο εξής στους εθνοφύλακες να διαδηλώνουν ένοπλα δίχως προηγούμενη άδεια.
Στις 31 Οκτωβρίου 1870 οι «τυφεκιοφόροι» του Γκουστάβ, οι Ιακωβίνοι δημοκράτες και οι μπλανκιστές εργάτες αποπειράθηκαν μία ακόμη εξέγερση, αυτή την φορά κατά της «Προσωρινής Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας», όταν πληροφορήθηκαν ότι είχε εξουσιοδοτήσει τον Αδόλφο Θιέρσιο (Louis-Adolphe Thiers, 1797 – 1877) να έλθει σε διαπραγματεύσεις με τους Πρώσους. Φωνάζοντας «προδοσία!», οι εξεγερμένοι κατέλαβαν το δημαρχείο και ανακοίνωσαν την ίδρυση μιας επαναστατικής «Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας» («Comité du Salut Publique», κατά μίμηση εκείνης των «Ιακωβίνων» την περίοδο 1793 - 1794) με πρόεδρο τον ίδιον τον Μπλανκί. Αν και αρχικά η κυβέρνηση, φοβισμένη από την εξέγερση, υποσχέθηκε να κάνει δημοτικές εκλογές την επόμενη ημέρα, στην συνέχεια πήρε τον λόγο της πίσω και έστειλε τα πιστά σε αυτήν τμήματα της Εθνοφρουράς να επανακαταλάβουν του δημαρχείο και να αποκαταστήσουν την τάξη. Ο Γκουστάβ, παρ’ όλο που είχε με προσωπικές του παρεμβάσεις αποτρέψει την θανάτωση διαφόρων φιλο-κυβερνητικών από το πλήθος των εξεγερμένων και είχε διαπραγματευθεί με τους αντιπάλους ότι εάν παραδοθούν αναίμακτα θα υπάρξει αμνηστεία, κατέληξε για μία ακόμη φορά καταζητούμενος, αυτή την φορά για ένοπλη στάση.
Αν και στις δημοτικές εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1870 εξελέγη αντιδήμαρχος του Belleville, η εκλογή του ακυρώθηκε με το αιτιολογικό ότι ήταν καταζητούμενος. Ο «ήρωας του Belleville» εντοπίστηκε τελικά στις 7 Δεκεμβρίου, συνελήφθη και κλείστηκε αρχικά στην φυλακή στο Créteil, κοντά στο Vincennes και μετά στο Mazas, από όπου όμως τον απελευθέρωσαν μετά από μερικές εβδομάδες, με έφοδο την νύκτα της 21ης προς 22α Ιανουαρίου 1871 (λίγο πριν από την παράδοση του Παρισιού στους Πρώσους), οι πιστοί σε αυτόν εθνοφύλακές του, τους οποίους συντόνιζε ο Ιταλός αναρχικός Αμιλκάρε Τσιπριάνι (Amilcare Cipriani, 1844 – 1918), συμπολεμιστής του στην επανάσταση της Κρήτης.
ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΣΕ ΘΑΝΑΤΟ
Στην υπό τους Πρώσους νέα «Εθνοσυνέλευση», που για να μην καταστεί όμηρος του πλήθους είχε αρχίσει να συνέρχεται στο Μπορντώ (Bordeaux), ο λαός του Παρισιού και η Εθνοφρουρά απάντησαν με το να συγκροτήσουν στις 3 Μαρτίου επαναστατικά συμβούλια και με το να εκλέξουν στις 15 την δική τους ηγεσία, μια Κεντρική Επιτροπή, που σε λίγο, στις 18 Μαρτίου, θα εξελισσόταν στην ένδοξη «Κομμούνα του Παρισιού». Η ανταπάντηση της «Εθνοσυνέλευσης» ήταν ωμή καταστολή: στις 11 Μαρτίου ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής Βινουά (Joseph Vinoy, 1803 – 1880) απαγόρευσε την κυκλοφορία και των 6 δημοκρατικών εφημερίδων του Παρισιού («Cri du Peuple» του Ζιλ Βαλέ, «Mot d’ Ordre» του Ανρί Ροσφόρ, «Pere Duchesne» του Eugene Vermesch, «Vengeur» του Felix Pyat, «Bouche de Fer» του Paschal Grousset και «Caricature» του Georges Labadie Pilotell), από τις οποίες οι τέσσερις πρώτες είχαν ένα τιράζ που ξεπερνούσε τα 200.000 φύλλα, ενώ την ίδια ημέρα το στρατοδικείο που δίκαζε ερήμην τους κατηγορουμένους για την απόπειρα εξέγερσης της 31ης Οκτωβρίου, καταδίκασε τους περισσότερους σε θάνατο. Ανάμεσα στους καταδικασθέντες ήσαν και οι Βαλέ, Μπλανκί και Φλουράνς. Εκείνες τις ημέρες ήταν που κυκλοφορούσε στους δρόμους του Παρισιού χέρι με χέρι η καταγγελτική μπροσούρα του τελευταίου «Παραδομένο Παρίσι» («Paris livré»).
ΣΤΑ ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΑΣ
Στις 26 Μαρτίου, ενώ ο Μπλανκί είχε συλληφθεί μετά από κατάδοση, ο Γκουστάβ Φλουράνς εξελέγη μέλος της «Επαναστατικής Επιτροπής» της «Κομμούνας» και τοποθετήθηκε στρατηγός. Επί δύο περίπου εβδομάδες πολέμησε σκληρά τους «βερσαλιέζους» (τον στρατό της «Εθνοσυνέλευσης», η οποία τώρα είχε μεταφέρει ξανά την έδρα της, από το Μπορντώ στις Βερσαλλίες - Versailles) μέχρι το άτυχο γι’ αυτόν πρωϊ της 3ης Απριλίου 1871. Μετά από μία μικρή μάχη εκ του σύνεγγυς, παγιδεύτηκε σε ένα πανδοχείο του Rueil, κοντά στο Malmaison, και, ενώ είχε ήδη παραδοθεί και ήταν άοπλος, θανατώθηκε από τον λοχαγό της «ζενταρμερίας» (gendarmerie, χωροφυλακής) Jean - Marc Démaret, ο οποίος τον εκτέλεσε εν ψυχρώ, κομματιάζοντάς τον με το ξίφος του. Την επόμενη ημέρα, ο Ουγκώ έγραψε στο ημερολόγιό του: «Χθες είχαμε μία συμπλοκή μπροστά από τα τείχη του Παρισιού. Σκοτώθηκε ο Φλουράνς. Πολύ γενναίος και ολίγον τρελός. Λυπάμαι για τον θάνατό του. Ήταν ο κόκκινος υππότης».
Έτσι, ως μάρτυρας της ελευθερίας, έφυγε τραγικά από την ζωή ο Γκουστάβ Φλουράνς σε ηλικία 33 ετών.
ΤΑ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ
Θάφτηκε στο νεκροταφείο «Περ Λασαίζ» («Pere Lachaise»), όπου ο τάφος του υπάρχει έως σήμερα. Γράφοντας στις 12 Μαϊου 1871 στον οικογενειακό φίλο Κούγκελμαν (Dr Ludwig Kugelmann), η σύζυγος τού Καρλ Μαρξ Τζένυ (Jenny Marx) εξέφρασε την βαθύτατη λύπη όλης της οκογενείας της για τον θάνατο του «γενναιότερου όλων των γενναίων» Γκουστάβ Φλουράνς, ενώ νεκρολόγιο γι’ αυτόν, παρ’ όλο που οι δύο άνδρες διαφωνούσαν ιδεολογικά για πολλά ζητήματα, ιδίως για το λεγόμενο «Ανατολικό Ζήτημα», έγραψε και ο Κάρλ Μαρξ και το δημοσίευσε στην εφημερίδα «Λαϊκό Κράτος» («Volkstaat»).
Κείμενα του Φλουράνς μετέφρασε στα ελληνικά ο επτανήσιος επαναστάτης σοσιαλιστής Παναγιώτης Πανάς (1832 - 1896), ο οποίος του αφιέρωσε επίσης και ένα ποίημα. Τέλος, σύμφωνα με τον ειδικό στον Ιούλιο Βερν (Jules Verne) Ουϊλιαμ Μπούτσερ (William Butcher), ο Βερν σχεδίασε τον ήρωά του καπταιν Νέμο (Nemo) στο γνωστό βιβλίο του «Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό την θάλασσα» με βάση την προσωπικότητα του Φλουράνς.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
«Histoire de l' home», «Ιστορία του Ανθρώπου», 1863
«Ce qui est possible», «Τι είναι δυνατόν να συμβεί», 1864
«Science de l' home», «Επιστήμη του Ανθρώπου», 1865
«Paris livré», «Παραδομένο Παρίσι», μπροσούρα, 1871
και διάφορες ανώνυμες επαναστατικές μπροσούρες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, «Η ζωή και ο θάνατος του Γουσταύου Φλουράνς», Αθήνα, 1998
Charles Prolès, «Les Hommes de la revolution de 1871», Paris, 1898
Διάφορα περιοδικά και εφημερίδες από το Αρχείο Κοινωνικής Ιστορίας
Πηγή: ένα βιογραφκό KNOL από τον Βλάση Ρασσιά
ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε το 1838, υιός του ψυχολόγου Ζαν Πιέρ Φλουράνς (Marie Jean Pierre Flourens, 1794 – 1867), καθηγητή στο «Collège de France» και βουλευτή κατά την περίοδο 1838 – 1839, και μεγαλύτερος αδελφός του Εμίλ Φλουράνς (Émile Flourens, 1841 - 1920), υπουργού εξωτερικών κατά την περίοδο της «Τρίτης Δημοκρατίας» («la Troisième République»).
Σε ηλικία μόλις 25 ετών (το 1863) αναπλήρωσε ως λέκτορας τον πατέρα του στο «Collège de France» στο μάθημα της Ιστορίας και οι απόψεις του για την προέλευση της ανθρωπότητας συνάντησαν την έντονη αντίδραση των χριστιανών θεοκρατών, οι οποίοι κατόρθωσαν να σταματήσουν τις παραδόσεις του. Εξοργισμένος από αυτή την απροκάλυπτη παρέμβαση των θεοκρατών, ο Γκουστάβ πήγε στις Βρυξέλλες και εξέδωσε εκεί την ίδια χρονιά σε βιβλίο τις παραδόσεις του με τίτλο «Ιστορία του Ανθρώπου» («Histoire de l’ homme», 1863).
Όντας αρχικά οπαδός των ιακωβίνικων δημοκρατικών ιδεών και μετά των σοσιαλιστικών του Ωγκύστ Μπλανκί (Louis Auguste Blanqui, 1805 - 1881), άρχισε να δέχεται ενοχλήσεις και από την γαλλική αστυνομία, με αποτέλεσμα να παραμείνει τον περισσότερο καιρό στο Λονδίνο (όπου παρακολούθησε μαθήματα στο «Βρετανικό Μουσείο») και στο Βέλγιο μέχρι το 1865, οπότε έφυγε ανατολικά, στην Τουρκία.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
Αφού έμεινε για λίγο στην Κωνσταντινούπολη, πέρασε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε προσωρινά στην Αθήνα, όπου σε λίγο έφθασαν οι φήμες μιας επικείμενης επανάστασης των Κρητών κατά των Οθωμανών. Στις 25 Μαρτίου 1866 πραγματοποιήθηκε στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου της Αθήνας μία μεγάλη και δυναμική διαδήλωση αλληλεγγύης προς τους Κρήτες, η οποία πολύ γρήγορα κατέληξε σε συγκρούσεις με την αστυνομία. Ανάμεσα στους συλληφθέντες κατά τα επεισόδια εκείνης της ημέρας ήταν και ο Γκουστάβ, επιβλητικός με την πρόωρη φαλάκρα του και την φουντωτή κόκκινη γενειάδα του.
Μόλις αφέθηκε ελεύθερος άρχισε προετοιμασίες για μετάβασή του στην Κρήτη, στην οποία τελικά έφθασε στις αρχές του καλοκαιριού και εντάχθηκε στους επαναστατικούς κύκλους του νησιού, όπου ήδη συμμετείχαν πολλοί ξένοι, κυρίως γαριβαλδινοί Ιταλοί και ευρωπαίοι σοσιαλιστές και αναρχικοί από διάφορες χώρες, καθώς και 100 περίπου εθελοντές από την Πάτρα με επικεφαλής τον Δήμο Σκαλτσογιάννη (η έναρξη της επανάστασης ανακυρήχθηκε «επίσημα» στις 21 Αυγούστου). Πριν φύγει από την Αθήνα πάντως, υπερασπίστηκε τον διωκόμενο από τους ορθόδοξους θεοκράτες 30χρονο τότε συγγραφέα Εμμανουήλ Ροϊδη (1836 - 1904) για το βιβλίο του «Η Πάπισσα Ιωάννα» με άρθρο του στην γαλλόφωνη εφημερίδα «L' independance Hellenique» της 3ης Απριλίου 1866.
Στην Κρήτη πήρε τον βαθμό του λοχαγού και αργότερα, το καλοκαίρι του 1868, η «Εθνοσυνέλευση της Κρήτης», που ήδη του είχε χορηγήσει τιμητική ιθαγένεια, τον όρισε επίσημο πρέσβη της απέναντι στο βασίλειο της Ελλάδος. Ζήτησε με τηλεγραφήματά του από την Γαλλική κυβέρνηση την προάσπιση των εθνικών δικαιωμάτων των Κρητών και έφυγε για την Αθήνα, προκειμένου να συνομιλήσει με τον μονάρχη, ο οποίος όμως όχι μόνον δεν το δέχθηκε, αλλά διέταξε επιπλέον την σύλληψή του, ενώ ο πρέσβης της Γαλλίας ζητούσε και την απέλασή του. Μετά από διαδηλώσεις συμπαράστασης από δημοκράτες και ριζοσπάστες, όπως λ.χ. ο βουλευτής Ρόκκος Χοϊδάς, αφέθηκε ελεύθερος, όμως μετά από λίγο συνελήφθη ξανά με αίτηση του πρέσβη της Γαλλίας και απελάθηκε στην Μασσαλία.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΓΑΛΛΙΑ
Μετά από διάφορες περιπέτειες στην νότια Γαλλία και την Ιταλία (όπου μάλιστα στην Νάπολη φυλακίστηκε για ένα μικρό διάστημα έπειτα από ένα «ανατρεπτικό» του άρθρο στην εφημερίδα «Popolo d’ Italia»), επέστρεψε στο Παρίσι στα τέλη του 1868, την ίδια εποχή με τους τέσσερις Ιταλούς αναρχικούς Greco, Trabucco, Imperatore και Maspoli, που όμως προτού επιτεθούν στον βασιλιά Ναπολέοντα τον Γ πιάστηκαν με τις βόμβες, τα περίστροφά και τα στιλέτα που μετέφεραν και καταδικάστηκαν οι δύο πρώτοι σε ισόβια εξορία στην Γαλλική Γουϊάνα και οι δύο άλλοι σε 20ετή φυλάκιση. Συνάντησε ξανά τους μπλανκιστές συντρόφους του και δόθηκε ολόψυχα στην επαναστατική προπαγάνδα, συνεργαζόμενος με την εβδομαδιαία αριστερή δημοκρατική εφημερίδα «Μασσαλιώτιδα» («La Marseillaise») του Ανρί Ροσφόρ (Victor Henri Rochefort, 1831 – 1913). Σχεδόν καθημερινά διέγειρε τους νέους και τους εργάτες με μία σχεδόν αυθάδη ρητορική (που το κόστιζε πρόστιμα επί προστίμων, αλλά και μία τρίμηνη φυλάκιση στην «Sainte-Pélagie» από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο του 1869), αλλά και τηρώντας μία επιδεικτικά ασυμβίβαστη στάση ζωής, η οποία λίγο έλλειψε μάλιστα να του κοστίσει την ζωή όταν στις 5 Αυγούστου 1869 τραυματίστηκε σε μονομαχία με τον φανατικό βοναπαρτιστή δημοσιογράφο Paul de Cassagnac, εκδότη της εφημερίδας «Pays».
Στις 12 Ιανουαρίου 1870 ήταν ανάμεσα στους άλλους μπλανκιστές (Ροσφόρ, Σαρλ Ντελεκλύζ – Charles Delescluze, Ζιλ Βαλέ - Jules Valles) που προσπάθησαν να εξεγείρουν τους 100.000 διαδηλωτές που συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία τον δημοσιογράφο Βίκτορα Νουάρ (Victor Noir, 1848 – 1870), τον οποίο είχε σκοτώσει ο πρίγκιπας Πιέρ Βοναπάρτης (Pierre Bonaparte) –είχε μάλιστα ρίξει το σύνθημα «το 1848 ξεκίνησε μέ έναν νεκρό. Εμείς τώρα έχουμε τον Νουάρ!»-, ενώ στις 7 Φεβρουαρίου προσπάθησε ανεπιτυχώς με άλλους μπλανκιστές να προκαλέσουν, μέσω μιας «νύκτας οδοφραγμάτων», λαϊκή εξέγερση στην εργατική συνοικία Belleville στα βόρεια του Παρισιού. Καταζητούμενος τώρα για απόπειρα στάσης και συνωμοσία για δολοφονία του Ναπολέοντος του Γ, διέφυγε μέσω Ολλανδίας στο Λονδίνο, για να αποφύγει την σύλληψη, ενώ ο αστυνομικός του φάκελος διογκωνόταν ακόμα και ερήμην του: στις αρχές του καλοκαιριού η μυστική αστυνομία συνέλαβε μία ομάδα που κατά τις πληροφορίες των χαφιέδων της σχεδίαζε να δολοφονήσει τον βασιλιά. Αρχηγός της ομάδας φερόταν κάποιος Beaury, λιποτάκτης του στρατού και «οπαδός του διαβόητου Φλουράνς». Στην δίκη που έγινε στο Blois στις 9 Αυγούστου 1870 ανάμεσα στους καταδικασθέντες ήταν και ο Φλουράνς που εισέπραξε ερήμην μία ακόμη καταδίκη, αυτή την φορά σε φυλάκιση 6 ετών.
ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΕΘΝΟΦΡΟΥΡΑΣ
Μετά την στρατιωτική συντριβή του Ναπολέοντος του Γ στο Sedan και την παράδοσή του στους Πρώσους στις 2 Σεπτεμβρίου του 1870, ο Γκουστάβ, ενώ κατευθυνόταν προς την Ελλάδα, επέστρεψε στα τέλη του μηνός στο πολιορκημένο από τους Πρώσους Παρίσι και, αμνηστευμένος, τοποθετήθηκε επικεφαλής 500 «τυφεκιοφόρων» («tirailleurs») της Εθνοφρουράς στο γνώριμό του Belleville. Στις 5 Οκτωβρίου ωστόσο διαδήλωσε ένοπλα μαζί με τους εθνοφύλακές του μπροστά από το δημαρχείο του Παρισιού, απαιτώντας από την «Προσωρινή Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας» να λάβει μέσα θωράκισης της Δημοκρατίας και αποτελεσματικής αντιμετώπισης του ξένου εχθρού, η κυβέρνηση όμως απέρριψε όλα τα αιτήματα και απαγόρευσε στο εξής στους εθνοφύλακες να διαδηλώνουν ένοπλα δίχως προηγούμενη άδεια.
Στις 31 Οκτωβρίου 1870 οι «τυφεκιοφόροι» του Γκουστάβ, οι Ιακωβίνοι δημοκράτες και οι μπλανκιστές εργάτες αποπειράθηκαν μία ακόμη εξέγερση, αυτή την φορά κατά της «Προσωρινής Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας», όταν πληροφορήθηκαν ότι είχε εξουσιοδοτήσει τον Αδόλφο Θιέρσιο (Louis-Adolphe Thiers, 1797 – 1877) να έλθει σε διαπραγματεύσεις με τους Πρώσους. Φωνάζοντας «προδοσία!», οι εξεγερμένοι κατέλαβαν το δημαρχείο και ανακοίνωσαν την ίδρυση μιας επαναστατικής «Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας» («Comité du Salut Publique», κατά μίμηση εκείνης των «Ιακωβίνων» την περίοδο 1793 - 1794) με πρόεδρο τον ίδιον τον Μπλανκί. Αν και αρχικά η κυβέρνηση, φοβισμένη από την εξέγερση, υποσχέθηκε να κάνει δημοτικές εκλογές την επόμενη ημέρα, στην συνέχεια πήρε τον λόγο της πίσω και έστειλε τα πιστά σε αυτήν τμήματα της Εθνοφρουράς να επανακαταλάβουν του δημαρχείο και να αποκαταστήσουν την τάξη. Ο Γκουστάβ, παρ’ όλο που είχε με προσωπικές του παρεμβάσεις αποτρέψει την θανάτωση διαφόρων φιλο-κυβερνητικών από το πλήθος των εξεγερμένων και είχε διαπραγματευθεί με τους αντιπάλους ότι εάν παραδοθούν αναίμακτα θα υπάρξει αμνηστεία, κατέληξε για μία ακόμη φορά καταζητούμενος, αυτή την φορά για ένοπλη στάση.
Αν και στις δημοτικές εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1870 εξελέγη αντιδήμαρχος του Belleville, η εκλογή του ακυρώθηκε με το αιτιολογικό ότι ήταν καταζητούμενος. Ο «ήρωας του Belleville» εντοπίστηκε τελικά στις 7 Δεκεμβρίου, συνελήφθη και κλείστηκε αρχικά στην φυλακή στο Créteil, κοντά στο Vincennes και μετά στο Mazas, από όπου όμως τον απελευθέρωσαν μετά από μερικές εβδομάδες, με έφοδο την νύκτα της 21ης προς 22α Ιανουαρίου 1871 (λίγο πριν από την παράδοση του Παρισιού στους Πρώσους), οι πιστοί σε αυτόν εθνοφύλακές του, τους οποίους συντόνιζε ο Ιταλός αναρχικός Αμιλκάρε Τσιπριάνι (Amilcare Cipriani, 1844 – 1918), συμπολεμιστής του στην επανάσταση της Κρήτης.
ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΣΕ ΘΑΝΑΤΟ
Στην υπό τους Πρώσους νέα «Εθνοσυνέλευση», που για να μην καταστεί όμηρος του πλήθους είχε αρχίσει να συνέρχεται στο Μπορντώ (Bordeaux), ο λαός του Παρισιού και η Εθνοφρουρά απάντησαν με το να συγκροτήσουν στις 3 Μαρτίου επαναστατικά συμβούλια και με το να εκλέξουν στις 15 την δική τους ηγεσία, μια Κεντρική Επιτροπή, που σε λίγο, στις 18 Μαρτίου, θα εξελισσόταν στην ένδοξη «Κομμούνα του Παρισιού». Η ανταπάντηση της «Εθνοσυνέλευσης» ήταν ωμή καταστολή: στις 11 Μαρτίου ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής Βινουά (Joseph Vinoy, 1803 – 1880) απαγόρευσε την κυκλοφορία και των 6 δημοκρατικών εφημερίδων του Παρισιού («Cri du Peuple» του Ζιλ Βαλέ, «Mot d’ Ordre» του Ανρί Ροσφόρ, «Pere Duchesne» του Eugene Vermesch, «Vengeur» του Felix Pyat, «Bouche de Fer» του Paschal Grousset και «Caricature» του Georges Labadie Pilotell), από τις οποίες οι τέσσερις πρώτες είχαν ένα τιράζ που ξεπερνούσε τα 200.000 φύλλα, ενώ την ίδια ημέρα το στρατοδικείο που δίκαζε ερήμην τους κατηγορουμένους για την απόπειρα εξέγερσης της 31ης Οκτωβρίου, καταδίκασε τους περισσότερους σε θάνατο. Ανάμεσα στους καταδικασθέντες ήσαν και οι Βαλέ, Μπλανκί και Φλουράνς. Εκείνες τις ημέρες ήταν που κυκλοφορούσε στους δρόμους του Παρισιού χέρι με χέρι η καταγγελτική μπροσούρα του τελευταίου «Παραδομένο Παρίσι» («Paris livré»).
ΣΤΑ ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΑΣ
Στις 26 Μαρτίου, ενώ ο Μπλανκί είχε συλληφθεί μετά από κατάδοση, ο Γκουστάβ Φλουράνς εξελέγη μέλος της «Επαναστατικής Επιτροπής» της «Κομμούνας» και τοποθετήθηκε στρατηγός. Επί δύο περίπου εβδομάδες πολέμησε σκληρά τους «βερσαλιέζους» (τον στρατό της «Εθνοσυνέλευσης», η οποία τώρα είχε μεταφέρει ξανά την έδρα της, από το Μπορντώ στις Βερσαλλίες - Versailles) μέχρι το άτυχο γι’ αυτόν πρωϊ της 3ης Απριλίου 1871. Μετά από μία μικρή μάχη εκ του σύνεγγυς, παγιδεύτηκε σε ένα πανδοχείο του Rueil, κοντά στο Malmaison, και, ενώ είχε ήδη παραδοθεί και ήταν άοπλος, θανατώθηκε από τον λοχαγό της «ζενταρμερίας» (gendarmerie, χωροφυλακής) Jean - Marc Démaret, ο οποίος τον εκτέλεσε εν ψυχρώ, κομματιάζοντάς τον με το ξίφος του. Την επόμενη ημέρα, ο Ουγκώ έγραψε στο ημερολόγιό του: «Χθες είχαμε μία συμπλοκή μπροστά από τα τείχη του Παρισιού. Σκοτώθηκε ο Φλουράνς. Πολύ γενναίος και ολίγον τρελός. Λυπάμαι για τον θάνατό του. Ήταν ο κόκκινος υππότης».
Έτσι, ως μάρτυρας της ελευθερίας, έφυγε τραγικά από την ζωή ο Γκουστάβ Φλουράνς σε ηλικία 33 ετών.
ΤΑ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ
Θάφτηκε στο νεκροταφείο «Περ Λασαίζ» («Pere Lachaise»), όπου ο τάφος του υπάρχει έως σήμερα. Γράφοντας στις 12 Μαϊου 1871 στον οικογενειακό φίλο Κούγκελμαν (Dr Ludwig Kugelmann), η σύζυγος τού Καρλ Μαρξ Τζένυ (Jenny Marx) εξέφρασε την βαθύτατη λύπη όλης της οκογενείας της για τον θάνατο του «γενναιότερου όλων των γενναίων» Γκουστάβ Φλουράνς, ενώ νεκρολόγιο γι’ αυτόν, παρ’ όλο που οι δύο άνδρες διαφωνούσαν ιδεολογικά για πολλά ζητήματα, ιδίως για το λεγόμενο «Ανατολικό Ζήτημα», έγραψε και ο Κάρλ Μαρξ και το δημοσίευσε στην εφημερίδα «Λαϊκό Κράτος» («Volkstaat»).
Κείμενα του Φλουράνς μετέφρασε στα ελληνικά ο επτανήσιος επαναστάτης σοσιαλιστής Παναγιώτης Πανάς (1832 - 1896), ο οποίος του αφιέρωσε επίσης και ένα ποίημα. Τέλος, σύμφωνα με τον ειδικό στον Ιούλιο Βερν (Jules Verne) Ουϊλιαμ Μπούτσερ (William Butcher), ο Βερν σχεδίασε τον ήρωά του καπταιν Νέμο (Nemo) στο γνωστό βιβλίο του «Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό την θάλασσα» με βάση την προσωπικότητα του Φλουράνς.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
«Histoire de l' home», «Ιστορία του Ανθρώπου», 1863
«Ce qui est possible», «Τι είναι δυνατόν να συμβεί», 1864
«Science de l' home», «Επιστήμη του Ανθρώπου», 1865
«Paris livré», «Παραδομένο Παρίσι», μπροσούρα, 1871
και διάφορες ανώνυμες επαναστατικές μπροσούρες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, «Η ζωή και ο θάνατος του Γουσταύου Φλουράνς», Αθήνα, 1998
Charles Prolès, «Les Hommes de la revolution de 1871», Paris, 1898
Διάφορα περιοδικά και εφημερίδες από το Αρχείο Κοινωνικής Ιστορίας
Πηγή: ένα βιογραφκό KNOL από τον Βλάση Ρασσιά
1 σχόλιο:
καλημέρα
εγώ "έκλεψα" την ανάρτησή σου και την δημοσίευσα....
να είστε καλά που μας θυμίζετε τέτοια πράγματα...
Δημοσίευση σχολίου