Παρασκευή 25 Ιουλίου 2008

Νικόλας Άσιμος: ΕΓΩ ΜΕ ΤΙΣ ΙΔΕΕΣ ΜΟΥ

«Εγώ με τις ιδέες μου»: τραγούδι του Νικόλα Άσιμου (μουσική και στίχοι). Περιέχεται στον δίσκο «Το Φανάρι του Διογένη» που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του, το 1989. Φωνή: Σωτηρία Λεονάρδου.


ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΣΙΜΟΣ: ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Νικόλας Άσιμος (πραγματικό όνομα Νικόλαος Ασιμόπουλος, 20 Αυγούστου 1949 – 17 Μαρτίου 1988) Αναρχικός μουσικός, τραγουδοποιός και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στην Κοζάνη. Ως έφηβος, ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο και τον αθλητισμό και διακρίθηκε στο άλμα εις ύψος, καταλαμβάνοντας την 3η θέση στους μαθητικούς αγώνες σχολείων της Μακεδονίας το 1965. Το 1967, σε ηλικία 18 ετών έφυγε για την Θεσσαλονίκη, για να σπουδάσει στο Νεοελληνικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής με απώτερο σκοπό να γίνει δημοσιογράφος. Το ψευδώνυμο «Άσιμος» χρησιμοποίησε για πρώτη φορά σε ένα ερασιτεχνικό δημοσιογραφικό άρθρο του σε εφημερίδα της Θεσσαλονίκης, ενώ παράλληλα έφτιαξε ένα φοιτητικό Θεατρικό Εργαστήρι, ανεβάζοντας Αριστοφάνη, Μένανδρο και Μολίερο και αγόρασε την πρώτη του κιθάρα.

Στα μέσα των σπουδών του άρχισε εμφανίσεις σε μικρές μπουάτ ως αυτοδίδακτος μουσικός, όπου αγνοώντας όλες τις προειδοποιήσεις της χουντικής λογοκρισίας για τους στίχους του κατέληξε τελικά να συλληφθεί, να δαρθεί και να κρατηθεί στην Ασφάλεια, όπου περιέργως χάθηκε η ταυτότητά του. Ο Άσιμος δεν έβγαλε άλλη, παρά μόνο πολλά χρόνια αργότερα (το 1986, ενάμιση χρόνο πριν το θάνατο του) και μάλιστα με το επώνυμο «Άσιμος» και την διευκρίνιση «άνευ θρησκεύματος» στο σχετικό σημείο. Χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του, απέχοντας μόνο 6 μαθήματα από το πτυχίο, έφθασε το 1973 στην Αθήνα, όπου εμφανίσθηκε σε διάφορες «μπουάτ» της Πλάκας («5η εποχή», «11η εντολή», «Χνάρι», «Μουσικό Θέατρο Φτώχειας», «Σούσουρο»), σε συνεργασία με προοδευτικούς τραγουδιστές, ηθοποιούς και συνθέτες (Γκαϊφύλλιας, Λήδα και Σπύρος, Ζωγράφος, Τζαβέλλας, Ζουγανέλλης, Μπουλάς, Αδριανός, κ.ά.), παρουσιάζοντας ένα σύνθετο πρόγραμμα με μουσική και αντικαθεστωτικά κείμενα και μικρά θεατρικά, ενώ με το σχήμα «Για ένα Πολιτικό Καφενείο» έδωσε πολλές παραστάσεις στον πεζόδρομο της Μνησικλέους για «να συμβάλουν έμπρακτα και οι καλλιτέχνες στην ανατροπή των καταπιεστών του λαού» .

Το 1975 κυκλοφόρησε σε ένα δισκάκι 45 στροφών τα πρώτα του 2 τραγούδια («Πανηγύρι» και «Ο Μηχανισμός»: «Με πείσανε να γίνω ρεβιζιονιστής / και να γυρίσω δίσκο...») και σε λίγο προχώρησε σε έκδοση δικών του «παράνομων» (όπως τις έλεγε) κασετών, τις οποίες ηχογραφούσε και διακινούσε μόνος του στα Προπύλαια, τα κάγκελα του Πολυτεχνείου, την πλατεία των Εξαρχείων, το Μοναστηράκι και τον Λυκαβηττό. Δημιούργησε επίσης το συγκρότημα «Exarchia Square Band» και συμμετείχε σε συναυλίες, σε κοινωνικοπολιτικές εκδηλώσεις, σε μουσικοθεατρικά σχήματα, σε θέατρο του δρόμου και άλλα προχωρημένα «δρώμενα». Το 1976, από τη σχέση του με τη Λίλλιαν Χαριτάκη, γεννήθηκε η κόρη του, η Λίλλιαν – Κυριακή ή «Νιουνιού», όπως συνήθιζε ο ίδιος να την αποκαλεί.

Στις 24 Οκτωβρίου 1977 φυλακίσθηκε επί 2 μήνες, μαζί με άλλους 5 εκδότες – συγγραφείς του αντιεξουσιαστικού χώρου, που η τότε κυβέρνηση θεώρησε «ηθικούς αυτουργούς» σε επεισόδια στους δρόμους της Αθήνας σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τους μυστηριώδεις θανάτους 4 φυλακισμένων Γερμανών ανταρτών πόλης (τα εντάλματα σύλληψής τους τούς είχαν χαρακτηρίσει «εξέχουσες προσωπικότητες που επηρεάζουν αρνητικά το κοινωνικό σύνολο»). Το 1981, λίγο μετά τις καταλήψεις άδειων αθηναϊκών σπιτιών από αντιεξουσιαστές, όπου ήταν τακτικός θαμώνας και τραγουδιστής, έγραψε και κυκλοφόρησε μόνος του το βιβλίο «Αναζητώντας Κροκανθρώπους» και το 1982 κυκλοφόρησε τον πρώτο του μεγάλο δίσκο, με τίτλο «Ο Ξαναπές», σε 4 τραγούδια του οποίου συμμετείχαν ο Β. Παπακωνσταντίνου και η Χάρις Αλεξίου.

Το 1985 άνοιξε ένα μαγαζάκι - κατοικία στην οδό Καλλιδρομίου, που το ονόμασε «Χώρο Προετοιμασίας». Εκεί έγραφε, συνέθετε τα τραγούδια του, πουλούσε βιβλία, παιχνίδια για παιδιά, πρόχειρα κοσμήματα, κασέτες, φωτιστικά, πήλινα, κάρτες παλιές και πολλά άλλα. Το 1987 κλείστηκε με την βία σε ψυχιατρική κλινική και έπειτα στις φυλακές Κορυδαλλού, μετά από εναντίον του μήνυση για βιασμό. Αποφυλακίστηκε με χρηματική εγγύηση, αλλά λόγω του έντονου συναισθηματισμού του και της επιμονής του σε όσα διακήρυσσε σε ολόκληρη του τη ζωή του, δεν κατάφερε να ξεπεράσει τη μεγάλη του πίκρα και απογοήτευση, τόσο για την αβάσιμη κατηγορία όσο και για την εγκατάλειψή του από πολλούς παλαιούς δήθεν «συντρόφους» και «φίλους» του: «Είμαι πάντα πρόθυμος να δεχτώ μαθήματα, είμαι πάντα ανοιχτός να δεχτώ μηνύματα, είμαι πάντα έτοιμος να δεχτώ χτυπήματα, είμαι αυτό που ήμουν πάντα, εγώ γεννήθηκα στο κυπαρίσσι»).

Μετά από δύο ανεπιτυχείς απόπειρες αυτοκτονίας (την πρώτη φορά έσπασε το σχοινί και την δεύτερη η καρέκλα), στις 17 Μαρτίου του 1988 βρέθηκε κρεμασμένος στο μαγαζάκι – κατοικία του. Την παραμονή είχε κολλήσει ένα σημείωμά του στο τζάμι: «Θα περιμένω ακόμα μια μέρα». Σε σημείωμα που βρέθηκε δίπλα του, ο Άσιμος είχε γράψει: «Αυτοκτονώ γιατί τον τελευταίο καιρό είχα διάφορα προβλήματα. Για την ενέργειά μου αυτή ας μην αναζητήσει η αστυνομία κανένα υπεύθυνο και οι δημοσιογράφοι να μην ασχοληθούν μαζί μου. Τα νοσοκομεία δεν με βοήθησαν να ξεπεράσω το πρόβλημά μου, για να μπορέσω να δουλέψω όπως πρώτα. Δεν κρατάω όμως παράπονο για κανένα. Παρακαλώ ο,τιδήποτε αξίας βρεθεί, να παραδοθεί στην κόρη μου».


Δισκογραφία:

Οι «παράνομες κασέτες», όπως ήθελε ο ίδιος να τις ονομάζει λόγω του στιχουργικού τους περιεχομένου, ηχογραφήθηκαν εδώ και εκεί με την σύμπραξη διάφορων μουσικών και διακινούντο «υπόγεια» από τον ίδιο ή από διάφορους φίλους του. Όσο ζούσε, ηχογράφησε και 1 single με 2 τραγούδια, έναν μεγάλο δίσκο και συμμετείχε σε έναν άλλον του Βασίλη Παπακωνσταντίνου με 5 δικές του συνθέσεις. Οι υπόλοιπες εκδόσεις τραγουδιών του ήταν μετά τον θάνατό του.

1974, «Ρωμιός – Μηχανισμός», single

1978, «Παράνομη κασέτα No.000001. Kασέτα με το βαρέλι που για να βγει το σπάει»

1979, «Παράνομη κασέτα No.000002. Είμαι παλιάνθρωπος», τριπλή κασέτα

1979, «Παράνομη κασέτα No.000003. Γιατί φοράς κλουβί;»

1979, «Παράνομη κασέτα No.000004. Klaste eleftheros»

1982, «Ο Ξαναπές». Μεγάλος δίσκος. Συμμετέχουν ο Β. Παπακωνσταντίνου και η Χάρις Αλεξίου.

1986, «Παράνομη κασέτα No.000005. Ο Σάλιαγκας»

1986, «Παράνομη κασέτα No.000006. Η Ζαβολιά», τριπλή κασέτα

1986, «Παράνομη κασέτα No.000007. Πάλι στην Ξεφτίλα»

1987, «Παράνομη κασέτα No.000008. Το Φανάρι του Διογένη»

1987, Συμμετοχή με 5 τραγούδια στο δίσκο «Χαιρετίσματα» του τραγουδιστή Β. Παπακωνσταντίνου.

1988, Συμμετοχή στο δίσκο «Ήχοι του Χειμώνα» με το τραγούδι «Πάλι στην ξεφτίλα».

1989, «Το Φαναρι του Διογένη» με συμμετοχή της Σωτηρίας Λεονάρδου. Δίσκος που κυκλοφόρησε μετά θάνατον με κομμάτια από την «Παράνομη κασσέτα No.000008» με κάποιες «απαλείψεις» λόγω παρέμβασης από την δισκογραφική εταιρία.

Σχετική Βιβλιογραφία:

Άσιμος Νικόλας, «Αναζητώντας Κροκανθρώπους», εκδόσεις «Βιβλιοπέλαγος», Αθήνα, 2000 (είχε αρχικά κυκλοφορήσει από τον ίδιον το 1981, σε περιορισμένα αντίτυπα

Αλλαμανής Γιώργος, «Δίχως Καβάντζα Καμιά: Βίος και Πολιτεία του Νικόλα Άσιμου,», εκδόσεις «Λιβάνης Α.Α.», Αθήνα, 2000

Μπαγέρης Δημήτρης, «Ο Διάσημος Νικόλας Άσιμος», εκδόσεις «Σιγαρέττα – Οδός Πανός», Αθήνα, 1999

Πηγή: Ελεύθερη Εγκυκλοπαίδεια «Γνώσις»

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2008

Φρήντριχ Νίτσε: Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΩΣ ΕΘΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΨΕΥΤΙΑ


Με καταλάβανε άραγε; Αυτό που καθορίζει τα όριά μου, αυτό που με κάνει να ξεχωρίζω από τους άλλους ανθρώπους, είναι το ότι ξεσκέπασα την χριστιανική ηθική… Το γεγονός ότι η ανθρωπότητα δεν άνοιξε μέχρι τώρα τα μάτια της σχετικά με αυτήν, για εμένα είναι η μεγαλύτερη κηλίδα βρωμιάς που λερώνει την συνείδησή της. Σε αυτό εγώ βλέπω μία εθελούσια τύφλωση, η οποία έφτασε πια να γίνει δεύτερη φύση των ανθρώπων, μια συστηματική εμμονή που θέλει να αγνοεί κάθε αλήθεια, κάθε αίτιο και κάθε πραγματικότητα, μία απατεωνιά που στον ψυχολογικό τομέα αγγίζει το κακούργημα. Η εθελούσια τύφλωση μπροστά στον Χριστιανισμό είναι το ανώτατο έγκλημα, το έγκλημα ενάντια στην ίδια την ζωή…

Ο χριστιανός παρουσιάζεται έως και σήμερα σαν το δήθεν κατ’ εξοχήν «ηθικό ον» την ώρα που υπήρξε ο πιο παράλογος, ο πιο ψεύτης, ο πιο μάταιος και ο πιο επιπόλαιος τύπος ανθρώπου, ο οποίος μάλιστα έγινε επιζήμιος, όσο ούτε καν μπορεί να φανταστεί, απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό και αποδείχθηκε ο μεγαλύτερος περιφρονητής των ανθρώπων. Η χριστιανική ηθική είναι η χειρότερη μορφή εθισμού στην ψευτιά, είναι η ζώσα Κίρκη της ανθρωπότητας, ο απόλυτος διαφθορέας της. Δεν είναι τόσο η πλάνη της που με τρομάζει, δεν είναι η εδώ και αιώνες πλήρης εξαφάνιση της «καλής προαίρεσης», ούτε και είναι η έλλειψη αρετής, αξιοπρέπειας και γενναιότητας στα πνευματικά πράγματα που προδίδονται από τον θρίαμβο αυτής της ηθικής, όσο είναι η ανυπαρξία φυσικότητας, αποτέλεσμα της τερατωδίας ενός κυρίαρχου συστήματος που βαπτίζει ηθικό το αντι-φυσικό και του αποδίδει μάλιστα τις υπέρτατες τιμές και το κρεμάει ψηλά, πάνω από την ανθρωπότητα σαν έναν νόμο, σαν μία κατηγορηματική προσταγή!

Πώς γίνεται λοιπόν να παραβλέψει κάποιος αυτό το σημείο; πόσο μάλλον όταν δεν το παραβλέπει ένας μόνον άνθρωπος, ούτε καν ένας συγκεκριμένος λαός, αλλά ολόκληρη η ανθρωπότητα! Μας διδάξανε να περιφρονούμε όλα τα βασικά ένστικτα της ζωής και σφυρηλατήσανε με κτυπήματα ψευτιάς ένα διαφορετικό είδος ψυχής και ένα διαφορετικό είδος πνεύματος, με σκοπό να καταστρέψουνε το σώμα. Στην βασικότερη αρχή της ζωής, στις γενετήσιες πράξεις, μας δίδαξαν να βλέπουμε κάτι το ακάθαρτο… Δεν δίδαξαν ποτέ ανώτερες αξίες στους ανθρώπους, αλλά μόνο αξίες αυτοϋποτίμησης και παρακμής… Η ηθική της άρνησης, η μόνη που αυτοί δίδαξαν μέχρι σήμερα, αποπνέει θέληση για θάνατο, αρνούμενη την ζωή στα ίδια τα θεμέλιά της.

Μία μόνο είναι η διαπίστωση: δεν είναι στην πραγματικότητα η ανθρωπότητα αυτή που βρίσκεται σε βαθύτατη παρακμή, αλλά μόνο η παρασιτική ράτσα του παπαδαριού, η οποία ανυψώθηκε με τα ψέμματά της στην θέση του αιώνιου διαιτητή των αξιών και χρησιμοποίησε ως εργαλείο της την χριστιανική ηθική για να αποκτήσει εξουσία… Ο ορισμός αυτής της ηθικής είναι μία ιδιοσυγκρασία αχρείων, που καθοδηγούνται από τον κρυμμένο σκοπό τους να εκδικηθούνε την ζωή, έναν σκοπό άλλωστε που ήδη στεφανώθηκε από επιτυχία. Σε αυτόν τον ορισμό εγώ αποδίδω ιδιαίτερη βαρύτητα.

Πηγή: Friedrich Nietzche, «Ecce Homo» («Ίδε ο Άνθρωπος»)