Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

Κορνήλιος Καστοριάδης: ΤΟ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ

«Πριν και επάνω από το μονοπώλιο της νόμιμης βίας υπάρχει το μονοπώλιο του νόμιμου λόγου. Και επάνω από το ίδιο το μονοπώλιο του νόμιμου λόγου δεσπόζει το μονοπώλιο της νόμιμης σημασίας. Ο Κυριος των Σημασιών έχει τον θρόνο του πιο ψηλά από τον Κύριο της Βιας… Ακόμα και ο ισχυρότερος στρατός του κόσμου δεν θα σας προστατεύσει εάν δεν σας είναι πιστός, και το έσχατο θεμέλιο της πίστης του αυτής είναι η φαντασιακή του πεποίθηση σχετικά με την φαντασιακή νομιμότητά σας και ισχύ»

Πηγή: Κορνήλιος Καστοριάδης, «Εξουσία, Πολιτική, Αυτονομία» («Οι ομιλιες στην Ελλαδα»)

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009

Λεό Φερρέ: ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΡΧΙΑΣ


Λεό Φερρέ (Léo Ferré, Monaco, 24 Αυγούστου 1916 – Castellina-in-Chianti Toscane, 14 Ιουλίου 1993). Γάλλος ποιητής του έρωτα και της αναρχίας, μουσικός συνθέτης και τραγουδιστής.

Γεννήθηκε στο Μονακό (Monaco) από Γάλλο πατέρα (τον Ζοζέφ Φερρέ, προσωπάρχη του εκεί καζίνου) και Ιταλίδα μητέρα (την Μαρία Σκότο). Πήρε αυστηρά χριστιανική παιδεία στο σχολείο «Ecole des Freres des Ecoles Chretiennes» και στο κολλέγιο «College Saint-Charles» της Bordighera και από μικρός έδειξε κλίση στην μουσική: επταετής ακόμα συμμετείχε στην χορωδία του καθεδρικού ναού του Μονακό, δύο χρόνια αργότερα, το 1925, άρχισε να συνθέτει μουσικά κομμάτια και την επόμενη χρονιά, το 1926, μελοποίησε ποιήματα του Πωλ Βερλαίν (Paul Verlaine, 1844 - 1896)

Σπούδασε από το 1935 νομικά στο Παρίσι, αλλά και πολιτικές επιστήμες στο «Ecole Libre de Sciences Politiques» μέχρι το 1939, υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία και το 1940, όταν παραδόθηκε το Παρίσι, επέστρεψε στο Μονακό, όπου από την επόμενη χρονιά άρχισε να συνθέτει τα πρώτα δικά του τραγούδια με το ψευδώνυμο «Forlane». Βρήκε εργασία στο τοπικό ραδιόφωνο «Radio Monte - Carlo», έκανε γάμο το 1943 και άρχισε ν’ απομακρύνεται σταθερά αλλά διακριτικά από το συντηρητικό και θρήσκο περιβάλλον των γονέων του.

Μετά από πρόσκληση του τραγουδοποιού και τραγουδιστή Σαρλ Τρενέ (Charles Trénet, 1913 - 2001) που τον γνώρισε σε ένα καμπαρέ του Μονακό, επέστρεψε στο μεταπολεμικό Παρίσι, όπου για αρκετό διάστημα έπαιξε μουσική στο καμπαρέ «Boeuf sur le toit», γράφοντας παράλληλα τραγούδια για μεγάλα ονόματα του τραγουδιού, όπως η Εντίθ Πιάφ (Edith Piaf, 1915 - 1963), η Ζυλιέτ Γκρεκό (Juliette Gréco, 1927 -), κ.ά. Εκεί γνωρίστηκε με σημαντικά ονόματα της γαλλικής διανόησης όπως ο Αραγκόν (Louis Aragon, 1897 - 1982), ο Πρεβέρ (Jacques Prevert, 1900 - 1977), κ.ά.

Το 1947, συγκινημένος από τα όσα είχε ακούσει και διαβάσει για τον προ μιας δεκαετίας Ισπανικό Εμφύλιο, έγραψε το πρώτο του αναρχικό τραγούδι με τίτλο «Mon général», το οποίο πολύ αργότερα, το 1962, θα λογοκριθεί ως «αντιμιλιταριστικό». Την δεκαετία του 1950, η οποία ξεκίνησε με το πρώτο του διαζύγιο και την γνωριμία του με την Madeleine Rabereau που θα γίνει η δεύτερή του σύζυγος, άρχισε πλέον να ηχογραφεί με το όνομά του και παρήγαγε δύο μουσικά άλμπουμς με ποίηση του Αραγκόν και του Μπωντλαίρ.

Την επόμενη δεκαετία συνεργάστηκε με μεγάλα ονόματα του τραγουδιού, όπως ο Ασναβούρ (Charles Aznavour) και η Δαλιδά (Dalida), έγραψε το 1969 το συγκλονιστικό «Η μοναξιά» («La solitude») επηρεασμένος από το αγγλικό συγκρότημα των «Moody Blues», ενώ αρκετά τραγούδια του, όπως τα «La mémoire et la mer», «Poètes, vos papiers», «Comme une fille», «L’ été 68», «Les temps sont difficiles», κ.ά, είχαν αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα.

Ο Φερρέ, που το 1967 αφιέρωσε ένα τραγούδι του στους «μπήτνικς» («Salut Beatnik»), μελοποίησε επίσης πολλά ποιήματα είτε «καταραμένων» είτε ιδιαίτερων Γάλλων ποιητών, όπως του λυρικού ποιητή και ληστή Βιγιόν (Francois Villon, περ. 1431 - 1463), του Βερλαίν, του Ρεμπώ (Arthur Rimbaud, 1854 - 1891), του Μπωντλαίρ (Charles Baudelaire, 1821 - 1867), του Αραγκόν και του Απολλιναίρ (Guillaume Apollinaire, 1880 - 1918), ενώ στην δική του ποίηση κατόρθωσε να ενώνει πάντα τον λυρισμό με την γλώσσα του δρόμου και τον έρωτα με τον Αναρχισμό. Η ενασχόλησή του με τον Αναρχισμό δεν ήταν βεβαίως μόνον ποιητική (ανάμεσα στα τραγούδια του φιγουράρει και το «Μήτε Θεός μήτε Αφέντης», «Ni Dieu ni Maitre»), στυλίστικη (είχε μακριά μαλλιά και φορούσε κατά κανόνα μαύρα) ή θεωρητική (αγαπούσε πολύ τα γραπτά του Κροπότκιν), αφού συμμετείχε ενεργά στον παρισινό ραδιοσταθμό «Radio Libertaire» της Γαλλικής Αναρχικής Ομοσπονδίας (F.A.F.) και μάλιστα έδωσε το 1983 μία συναυλία για την οικονομική υποστήριξή του, την οποία παρακολούθησαν 6.500 θεατές.

Ο Φερρέ υπήρξε επίσης μεγάλος φίλος των ζώων, τα οποία θεωρούσε ισότιμα των ανθρώπων. Πάντοτε συντηρούσε κατοικίδια ζώα, ακόμα και έναν χιμπαντζή κατά την δεκαετία του 1960, τον «Πεπέ» («Pépée»), τον οποίο όμως τού σκότωσε από απέχθεια «για την ζωώδη συμπεριφορά του» (…) η τότε σύζυγός του (Madeleine Rabereau) τον Απρίλιο του 1968, πράξη που στάθηκε η αιτία για το μεταξύ τους άμεσο διαζύγιο, το δεύτερο δικό του. Την επόμενη χρονιά, ο Φερρέ έγραψε για τον νεκρό του φίλο «Πεπέ» το ομώνυμο τραγούδι, μια συγκινητική νεκρολογία που έμοιαζε να απευθύνεται σε άνθρωπο.

Από την δεκαετία του 1980 η αναρχική πολιτική του θέση έγινε πιο εμφανής, όταν αρνήθηκε το 1981 και το 1988 να υποστηρίξει με την μουσική του την υποψηφιότητα του σοσιαλιστή προέδρου Μιτεράν (Francois Mitterrand), αρνήθηκε το 1985 να αναλάβει το πόστο του «Commandeur des Arts et Lettres», αρνήθηκε το 1987 να παραλάβει το βραβείο «Victoires de la Musique» που του είχε απονεμηθεί και έγραψε το τραγούδι «Thank you Satan» υπέρ των ένοπλων Ιρλανδών του IRA.

Το 1991 υπήρξε ανάμεσα στους διανοούμενους που κατήγγειλαν τον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου και το 1992 προσπάθησε να διεθνοποιήσει την αντιπολεμική θέση του με μία μεγάλη πανευρωπαϊκή περιοδεία, η οποία όμως δεν ολοκληρώθηκε λόγω σοβαρών προβλημάτων με την υγεία του. Ακολούθησε μακρά νοσηλεία του σε νοσοκομείο των Παρισίων και τελικά επέστρεψε στο σπίτι του στην Castellina της Τοσκάνης, όπου είχε περάσει τα τελευταία 25 χρόνια του. Εκεί απεβίωσε την Τετάρτη 14 Ιουλίου 1993, σε ηλικία 76 ετών. Θάφτηκε στο Μονακό.

Πηγή: βιογραφία του Φερρέ από τον Βλάση Ρασσιά στο Knol της Google

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009

Λεκόντ Ντε Λιλλ: Η ΑΚΑΘΑΡΤΗ ΑΣΧΗΜΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Η ΑΦΕΝΤΡΑ


«Ο αχρείος Γαλιλαίος σε χτύπησε και σε καταράστηκε, / αλλά εσύ έπεσες γινόμενη πιο υπέροχη! Και τώρα αλίμονο! / Το πνεύμα του Πλάτωνος και της Αφροδίτης το σώμα / αναχώρησαν για πάντα στα ψηλά ουράνια της Ελλάδος! / Κοιμήσου, ω άσπρο σα το χιόνι θύμα, στη ψυχή μας βαθιά, / με το άσπιλό σου πέπλο και εστεμμένη με τον λωτό. / Κοιμήσου! Η ακάθαρτη ασχήμια είναι του κόσμου η αφέντρα, / κι εμείς έχουμε λησμονήσει τον δρόμο για την Πάρο. / Οι Θεοί μέσα στην σκόνη είναι και η γη χωρίς λαλιά. / Τίποτα δεν θα λαλεί πλέον στον ερημωμένο ουρανό»

(από το ποίημα «Υπατία», «Hypatie», 1874 του Λεκόντ Ντε Λιλλ -προδημοσίευση από την διάλεξη του Βλάση Γ. Ρασσιά «Η αρχαιολατρία των Παρνασσιστών» που θα δοθεί στο "Φιλοσοφικό Αθήναιο Εκατηβόλος" το Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009, ώρα 20:00)

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009

Μισέλ Ονφρέ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ


«Κατά την γνώμη μου, υπάρχουν δύο τρόποι για να αντιληφθεί κανείς την ταυτότητα. Είναι η εξ αίματος ταυτότητα και η άλλη της λογικής και του πνεύματος. Έτσι λοιπόν θεωρώ θεμιτό να συζητήσει κανείς τι είναι η Γαλλία και πώς λειτουργεί. Και δεν σημαίνει ότι επειδή η Δεξιά και ή άκρα Δεξιά προσδιόρισαν μια κάποια ιδέα της γαλλικής ταυτότητας, πρέπει να τις αφήσουμε να έχουν μόνον αυτές λόγο για το θέμα. Είναι μια καλή ευκαιρία να πούμε πως η Γαλλία είναι η Γαλλική Επανάσταση, είναι μια κάποια αντίληψη του δημοκρατικού πολιτεύματος, το οποίο περιλαμβάνει ευρύτητα πνεύματος, αλληλεγγύης και αδελφότητας. Σήμερα η εθνική ταυτότητα δεν πάει πολύ καλά γιατί έχουμε αφήσει αυτό το ζήτημα στην Δεξιά και την άκρα Δεξιά, ενώ η Αριστερά θεωρεί πως και μόνο να μιλάς γι’ αυτό το θέμα ισοδυναμεί με ακροδεξιές αντιλήψεις, κάτι που δεν αληθεύει. Αν αρνηθούμε την συμμετοχή μας στην συζήτηση, δεν θα υπάρχει άλλος προσδιορισμός πέραν εκείνου της Ακροδεξιάς, δηλαδή ρατσιστικός. Δεν πιστεύω ότι το κράτος συμμετέχει στην δημιουργία της εθνικής ταυτότητας. Είναι δουλειά των πολιτικών κομμάτων, των πολιτών, των φιλοσόφων, των κοινωνιολόγων να ασχοληθούν με αυτή την συζήτηση».

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

Τόμας Σαζ: Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΟΡΙΣΜΩΝ


«Ο πόλεμος για τον έλεγχο του κόσμου είναι πόλεμος ορισμών… Ο αγώνας καθορισμού και ελέγχου των νοημάτων είναι αγώνας για επιβίωση… αυτός που πρώτος θα ορίσει το νόημα μιας κατάστασης, επιβάλλει στον άλλον την δική του πραγματικότητα και τον ορίζει, είναι ο νικητής... έτσι κυριαρχεί κι επιβιώνει. Εκείνος που ετεροκαθορίζεται, υποτάσσεται και ίσως ακόμα και εξοντώνεται...»

Πηγή: Thomas Szasz, «Το Δεύτερο Αμάρτημα» («The Second Sin»)

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009

Γκουστάβ Φλουράνς: ΜΙΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ


Γκουστάβ Φλουράνς (Gustave Flourens, Paris, 4 Αυγούστου 1838 – Paris, 3 Απριλίου 1871). Γάλλος δημοκράτης, μπλανκιστής και αντικληρικαλιστής συγγραφέας και επαναστάτης του 19ου αιώνα, με διεθνή δράση, μάρτυρας της ελευθερίας κατά την Κομμούνα του Παρισιού.

ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Γεννήθηκε το 1838, υιός του ψυχολόγου Ζαν Πιέρ Φλουράνς (Marie Jean Pierre Flourens, 1794 – 1867), καθηγητή στο «Collège de France» και βουλευτή κατά την περίοδο 1838 – 1839, και μεγαλύτερος αδελφός του Εμίλ Φλουράνς (Émile Flourens, 1841 - 1920), υπουργού εξωτερικών κατά την περίοδο της «Τρίτης Δημοκρατίας» («la Troisième République»).

Σε ηλικία μόλις 25 ετών (το 1863) αναπλήρωσε ως λέκτορας τον πατέρα του στο «Collège de France» στο μάθημα της Ιστορίας και οι απόψεις του για την προέλευση της ανθρωπότητας συνάντησαν την έντονη αντίδραση των χριστιανών θεοκρατών, οι οποίοι κατόρθωσαν να σταματήσουν τις παραδόσεις του. Εξοργισμένος από αυτή την απροκάλυπτη παρέμβαση των θεοκρατών, ο Γκουστάβ πήγε στις Βρυξέλλες και εξέδωσε εκεί την ίδια χρονιά σε βιβλίο τις παραδόσεις του με τίτλο «Ιστορία του Ανθρώπου» («Histoire de l’ homme», 1863).

Όντας αρχικά οπαδός των ιακωβίνικων δημοκρατικών ιδεών και μετά των σοσιαλιστικών του Ωγκύστ Μπλανκί (Louis Auguste Blanqui, 1805 - 1881), άρχισε να δέχεται ενοχλήσεις και από την γαλλική αστυνομία, με αποτέλεσμα να παραμείνει τον περισσότερο καιρό στο Λονδίνο (όπου παρακολούθησε μαθήματα στο «Βρετανικό Μουσείο») και στο Βέλγιο μέχρι το 1865, οπότε έφυγε ανατολικά, στην Τουρκία.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ

Αφού έμεινε για λίγο στην Κωνσταντινούπολη, πέρασε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε προσωρινά στην Αθήνα, όπου σε λίγο έφθασαν οι φήμες μιας επικείμενης επανάστασης των Κρητών κατά των Οθωμανών. Στις 25 Μαρτίου 1866 πραγματοποιήθηκε στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου της Αθήνας μία μεγάλη και δυναμική διαδήλωση αλληλεγγύης προς τους Κρήτες, η οποία πολύ γρήγορα κατέληξε σε συγκρούσεις με την αστυνομία. Ανάμεσα στους συλληφθέντες κατά τα επεισόδια εκείνης της ημέρας ήταν και ο Γκουστάβ, επιβλητικός με την πρόωρη φαλάκρα του και την φουντωτή κόκκινη γενειάδα του.

Μόλις αφέθηκε ελεύθερος άρχισε προετοιμασίες για μετάβασή του στην Κρήτη, στην οποία τελικά έφθασε στις αρχές του καλοκαιριού και εντάχθηκε στους επαναστατικούς κύκλους του νησιού, όπου ήδη συμμετείχαν πολλοί ξένοι, κυρίως γαριβαλδινοί Ιταλοί και ευρωπαίοι σοσιαλιστές και αναρχικοί από διάφορες χώρες, καθώς και 100 περίπου εθελοντές από την Πάτρα με επικεφαλής τον Δήμο Σκαλτσογιάννη (η έναρξη της επανάστασης ανακυρήχθηκε «επίσημα» στις 21 Αυγούστου). Πριν φύγει από την Αθήνα πάντως, υπερασπίστηκε τον διωκόμενο από τους ορθόδοξους θεοκράτες 30χρονο τότε συγγραφέα Εμμανουήλ Ροϊδη (1836 - 1904) για το βιβλίο του «Η Πάπισσα Ιωάννα» με άρθρο του στην γαλλόφωνη εφημερίδα «L' independance Hellenique» της 3ης Απριλίου 1866.

Στην Κρήτη πήρε τον βαθμό του λοχαγού και αργότερα, το καλοκαίρι του 1868, η «Εθνοσυνέλευση της Κρήτης», που ήδη του είχε χορηγήσει τιμητική ιθαγένεια, τον όρισε επίσημο πρέσβη της απέναντι στο βασίλειο της Ελλάδος. Ζήτησε με τηλεγραφήματά του από την Γαλλική κυβέρνηση την προάσπιση των εθνικών δικαιωμάτων των Κρητών και έφυγε για την Αθήνα, προκειμένου να συνομιλήσει με τον μονάρχη, ο οποίος όμως όχι μόνον δεν το δέχθηκε, αλλά διέταξε επιπλέον την σύλληψή του, ενώ ο πρέσβης της Γαλλίας ζητούσε και την απέλασή του. Μετά από διαδηλώσεις συμπαράστασης από δημοκράτες και ριζοσπάστες, όπως λ.χ. ο βουλευτής Ρόκκος Χοϊδάς, αφέθηκε ελεύθερος, όμως μετά από λίγο συνελήφθη ξανά με αίτηση του πρέσβη της Γαλλίας και απελάθηκε στην Μασσαλία.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΓΑΛΛΙΑ

Μετά από διάφορες περιπέτειες στην νότια Γαλλία και την Ιταλία (όπου μάλιστα στην Νάπολη φυλακίστηκε για ένα μικρό διάστημα έπειτα από ένα «ανατρεπτικό» του άρθρο στην εφημερίδα «Popolo d’ Italia»), επέστρεψε στο Παρίσι στα τέλη του 1868, την ίδια εποχή με τους τέσσερις Ιταλούς αναρχικούς Greco, Trabucco, Imperatore και Maspoli, που όμως προτού επιτεθούν στον βασιλιά Ναπολέοντα τον Γ πιάστηκαν με τις βόμβες, τα περίστροφά και τα στιλέτα που μετέφεραν και καταδικάστηκαν οι δύο πρώτοι σε ισόβια εξορία στην Γαλλική Γουϊάνα και οι δύο άλλοι σε 20ετή φυλάκιση. Συνάντησε ξανά τους μπλανκιστές συντρόφους του και δόθηκε ολόψυχα στην επαναστατική προπαγάνδα, συνεργαζόμενος με την εβδομαδιαία αριστερή δημοκρατική εφημερίδα «Μασσαλιώτιδα» («La Marseillaise») του Ανρί Ροσφόρ (Victor Henri Rochefort, 1831 – 1913). Σχεδόν καθημερινά διέγειρε τους νέους και τους εργάτες με μία σχεδόν αυθάδη ρητορική (που το κόστιζε πρόστιμα επί προστίμων, αλλά και μία τρίμηνη φυλάκιση στην «Sainte-Pélagie» από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο του 1869), αλλά και τηρώντας μία επιδεικτικά ασυμβίβαστη στάση ζωής, η οποία λίγο έλλειψε μάλιστα να του κοστίσει την ζωή όταν στις 5 Αυγούστου 1869 τραυματίστηκε σε μονομαχία με τον φανατικό βοναπαρτιστή δημοσιογράφο Paul de Cassagnac, εκδότη της εφημερίδας «Pays».

Στις 12 Ιανουαρίου 1870 ήταν ανάμεσα στους άλλους μπλανκιστές (Ροσφόρ, Σαρλ Ντελεκλύζ – Charles Delescluze, Ζιλ Βαλέ - Jules Valles) που προσπάθησαν να εξεγείρουν τους 100.000 διαδηλωτές που συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία τον δημοσιογράφο Βίκτορα Νουάρ (Victor Noir, 1848 – 1870), τον οποίο είχε σκοτώσει ο πρίγκιπας Πιέρ Βοναπάρτης (Pierre Bonaparte) –είχε μάλιστα ρίξει το σύνθημα «το 1848 ξεκίνησε μέ έναν νεκρό. Εμείς τώρα έχουμε τον Νουάρ!»-, ενώ στις 7 Φεβρουαρίου προσπάθησε ανεπιτυχώς με άλλους μπλανκιστές να προκαλέσουν, μέσω μιας «νύκτας οδοφραγμάτων», λαϊκή εξέγερση στην εργατική συνοικία Belleville στα βόρεια του Παρισιού. Καταζητούμενος τώρα για απόπειρα στάσης και συνωμοσία για δολοφονία του Ναπολέοντος του Γ, διέφυγε μέσω Ολλανδίας στο Λονδίνο, για να αποφύγει την σύλληψη, ενώ ο αστυνομικός του φάκελος διογκωνόταν ακόμα και ερήμην του: στις αρχές του καλοκαιριού η μυστική αστυνομία συνέλαβε μία ομάδα που κατά τις πληροφορίες των χαφιέδων της σχεδίαζε να δολοφονήσει τον βασιλιά. Αρχηγός της ομάδας φερόταν κάποιος Beaury, λιποτάκτης του στρατού και «οπαδός του διαβόητου Φλουράνς». Στην δίκη που έγινε στο Blois στις 9 Αυγούστου 1870 ανάμεσα στους καταδικασθέντες ήταν και ο Φλουράνς που εισέπραξε ερήμην μία ακόμη καταδίκη, αυτή την φορά σε φυλάκιση 6 ετών.

ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΕΘΝΟΦΡΟΥΡΑΣ

Μετά την στρατιωτική συντριβή του Ναπολέοντος του Γ στο Sedan και την παράδοσή του στους Πρώσους στις 2 Σεπτεμβρίου του 1870, ο Γκουστάβ, ενώ κατευθυνόταν προς την Ελλάδα, επέστρεψε στα τέλη του μηνός στο πολιορκημένο από τους Πρώσους Παρίσι και, αμνηστευμένος, τοποθετήθηκε επικεφαλής 500 «τυφεκιοφόρων» («tirailleurs») της Εθνοφρουράς στο γνώριμό του Belleville. Στις 5 Οκτωβρίου ωστόσο διαδήλωσε ένοπλα μαζί με τους εθνοφύλακές του μπροστά από το δημαρχείο του Παρισιού, απαιτώντας από την «Προσωρινή Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας» να λάβει μέσα θωράκισης της Δημοκρατίας και αποτελεσματικής αντιμετώπισης του ξένου εχθρού, η κυβέρνηση όμως απέρριψε όλα τα αιτήματα και απαγόρευσε στο εξής στους εθνοφύλακες να διαδηλώνουν ένοπλα δίχως προηγούμενη άδεια.

Στις 31 Οκτωβρίου 1870 οι «τυφεκιοφόροι» του Γκουστάβ, οι Ιακωβίνοι δημοκράτες και οι μπλανκιστές εργάτες αποπειράθηκαν μία ακόμη εξέγερση, αυτή την φορά κατά της «Προσωρινής Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας», όταν πληροφορήθηκαν ότι είχε εξουσιοδοτήσει τον Αδόλφο Θιέρσιο (Louis-Adolphe Thiers, 1797 – 1877) να έλθει σε διαπραγματεύσεις με τους Πρώσους. Φωνάζοντας «προδοσία!», οι εξεγερμένοι κατέλαβαν το δημαρχείο και ανακοίνωσαν την ίδρυση μιας επαναστατικής «Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας» («Comité du Salut Publique», κατά μίμηση εκείνης των «Ιακωβίνων» την περίοδο 1793 - 1794) με πρόεδρο τον ίδιον τον Μπλανκί. Αν και αρχικά η κυβέρνηση, φοβισμένη από την εξέγερση, υποσχέθηκε να κάνει δημοτικές εκλογές την επόμενη ημέρα, στην συνέχεια πήρε τον λόγο της πίσω και έστειλε τα πιστά σε αυτήν τμήματα της Εθνοφρουράς να επανακαταλάβουν του δημαρχείο και να αποκαταστήσουν την τάξη. Ο Γκουστάβ, παρ’ όλο που είχε με προσωπικές του παρεμβάσεις αποτρέψει την θανάτωση διαφόρων φιλο-κυβερνητικών από το πλήθος των εξεγερμένων και είχε διαπραγματευθεί με τους αντιπάλους ότι εάν παραδοθούν αναίμακτα θα υπάρξει αμνηστεία, κατέληξε για μία ακόμη φορά καταζητούμενος, αυτή την φορά για ένοπλη στάση.

Αν και στις δημοτικές εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1870 εξελέγη αντιδήμαρχος του Belleville, η εκλογή του ακυρώθηκε με το αιτιολογικό ότι ήταν καταζητούμενος. Ο «ήρωας του Belleville» εντοπίστηκε τελικά στις 7 Δεκεμβρίου, συνελήφθη και κλείστηκε αρχικά στην φυλακή στο Créteil, κοντά στο Vincennes και μετά στο Mazas, από όπου όμως τον απελευθέρωσαν μετά από μερικές εβδομάδες, με έφοδο την νύκτα της 21ης προς 22α Ιανουαρίου 1871 (λίγο πριν από την παράδοση του Παρισιού στους Πρώσους), οι πιστοί σε αυτόν εθνοφύλακές του, τους οποίους συντόνιζε ο Ιταλός αναρχικός Αμιλκάρε Τσιπριάνι (Amilcare Cipriani, 1844 – 1918), συμπολεμιστής του στην επανάσταση της Κρήτης.

ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΣΕ ΘΑΝΑΤΟ

Στην υπό τους Πρώσους νέα «Εθνοσυνέλευση», που για να μην καταστεί όμηρος του πλήθους είχε αρχίσει να συνέρχεται στο Μπορντώ (Bordeaux), ο λαός του Παρισιού και η Εθνοφρουρά απάντησαν με το να συγκροτήσουν στις 3 Μαρτίου επαναστατικά συμβούλια και με το να εκλέξουν στις 15 την δική τους ηγεσία, μια Κεντρική Επιτροπή, που σε λίγο, στις 18 Μαρτίου, θα εξελισσόταν στην ένδοξη «Κομμούνα του Παρισιού». Η ανταπάντηση της «Εθνοσυνέλευσης» ήταν ωμή καταστολή: στις 11 Μαρτίου ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής Βινουά (Joseph Vinoy, 1803 – 1880) απαγόρευσε την κυκλοφορία και των 6 δημοκρατικών εφημερίδων του Παρισιού («Cri du Peuple» του Ζιλ Βαλέ, «Mot d’ Ordre» του Ανρί Ροσφόρ, «Pere Duchesne» του Eugene Vermesch, «Vengeur» του Felix Pyat, «Bouche de Fer» του Paschal Grousset και «Caricature» του Georges Labadie Pilotell), από τις οποίες οι τέσσερις πρώτες είχαν ένα τιράζ που ξεπερνούσε τα 200.000 φύλλα, ενώ την ίδια ημέρα το στρατοδικείο που δίκαζε ερήμην τους κατηγορουμένους για την απόπειρα εξέγερσης της 31ης Οκτωβρίου, καταδίκασε τους περισσότερους σε θάνατο. Ανάμεσα στους καταδικασθέντες ήσαν και οι Βαλέ, Μπλανκί και Φλουράνς. Εκείνες τις ημέρες ήταν που κυκλοφορούσε στους δρόμους του Παρισιού χέρι με χέρι η καταγγελτική μπροσούρα του τελευταίου «Παραδομένο Παρίσι» («Paris livré»).

ΣΤΑ ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΑΣ

Στις 26 Μαρτίου, ενώ ο Μπλανκί είχε συλληφθεί μετά από κατάδοση, ο Γκουστάβ Φλουράνς εξελέγη μέλος της «Επαναστατικής Επιτροπής» της «Κομμούνας» και τοποθετήθηκε στρατηγός. Επί δύο περίπου εβδομάδες πολέμησε σκληρά τους «βερσαλιέζους» (τον στρατό της «Εθνοσυνέλευσης», η οποία τώρα είχε μεταφέρει ξανά την έδρα της, από το Μπορντώ στις Βερσαλλίες - Versailles) μέχρι το άτυχο γι’ αυτόν πρωϊ της 3ης Απριλίου 1871. Μετά από μία μικρή μάχη εκ του σύνεγγυς, παγιδεύτηκε σε ένα πανδοχείο του Rueil, κοντά στο Malmaison, και, ενώ είχε ήδη παραδοθεί και ήταν άοπλος, θανατώθηκε από τον λοχαγό της «ζενταρμερίας» (gendarmerie, χωροφυλακής) Jean - Marc Démaret, ο οποίος τον εκτέλεσε εν ψυχρώ, κομματιάζοντάς τον με το ξίφος του. Την επόμενη ημέρα, ο Ουγκώ έγραψε στο ημερολόγιό του: «Χθες είχαμε μία συμπλοκή μπροστά από τα τείχη του Παρισιού. Σκοτώθηκε ο Φλουράνς. Πολύ γενναίος και ολίγον τρελός. Λυπάμαι για τον θάνατό του. Ήταν ο κόκκινος υππότης».

Έτσι, ως μάρτυρας της ελευθερίας, έφυγε τραγικά από την ζωή ο Γκουστάβ Φλουράνς σε ηλικία 33 ετών.

ΤΑ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ

Θάφτηκε στο νεκροταφείο «Περ Λασαίζ» («Pere Lachaise»), όπου ο τάφος του υπάρχει έως σήμερα. Γράφοντας στις 12 Μαϊου 1871 στον οικογενειακό φίλο Κούγκελμαν (Dr Ludwig Kugelmann), η σύζυγος τού Καρλ Μαρξ Τζένυ (Jenny Marx) εξέφρασε την βαθύτατη λύπη όλης της οκογενείας της για τον θάνατο του «γενναιότερου όλων των γενναίων» Γκουστάβ Φλουράνς, ενώ νεκρολόγιο γι’ αυτόν, παρ’ όλο που οι δύο άνδρες διαφωνούσαν ιδεολογικά για πολλά ζητήματα, ιδίως για το λεγόμενο «Ανατολικό Ζήτημα», έγραψε και ο Κάρλ Μαρξ και το δημοσίευσε στην εφημερίδα «Λαϊκό Κράτος» («Volkstaat»).

Κείμενα του Φλουράνς μετέφρασε στα ελληνικά ο επτανήσιος επαναστάτης σοσιαλιστής Παναγιώτης Πανάς (1832 - 1896), ο οποίος του αφιέρωσε επίσης και ένα ποίημα. Τέλος, σύμφωνα με τον ειδικό στον Ιούλιο Βερν (Jules Verne) Ουϊλιαμ Μπούτσερ (William Butcher), ο Βερν σχεδίασε τον ήρωά του καπταιν Νέμο (Nemo) στο γνωστό βιβλίο του «Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό την θάλασσα» με βάση την προσωπικότητα του Φλουράνς.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

«Histoire de l' home», «Ιστορία του Ανθρώπου», 1863

«Ce qui est possible», «Τι είναι δυνατόν να συμβεί», 1864

«Science de l' home», «Επιστήμη του Ανθρώπου», 1865

«Paris livré», «Παραδομένο Παρίσι», μπροσούρα, 1871

και διάφορες ανώνυμες επαναστατικές μπροσούρες.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, «Η ζωή και ο θάνατος του Γουσταύου Φλουράνς», Αθήνα, 1998

Charles Prolès, «Les Hommes de la revolution de 1871», Paris, 1898

Διάφορα περιοδικά και εφημερίδες από το Αρχείο Κοινωνικής Ιστορίας

Πηγή: ένα βιογραφκό KNOL από τον Βλάση Ρασσιά

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2009

Κατερίνα Γώγου: ΕΝΑΣ ΗΛΙΟΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΠΟΥ ΚΑΙΓΕΤΑΙ ΑΠΟ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ


«Όπως και να ’χει, συνέντευξη ίσον λούμπα. Δεν είναι από αυτούς που πιστεύουν ότι μέσα από τις “επαναστατικές” απαντήσεις μου θα προκαλέσω ανατροπές. Αυτό το “μπες μέσα να τ’ αλλάξεις” δεν περνάει πια. Πολύ απλά, η συνέντευξη είναι στριπ-τηζ μπροστά σ’ αλοίθωρα μάτια μπανιστηριτζήδων αναγνωστών (ευτυχώς όχι όλων), μπροστά σ’ ανώμαλους σεξουαλικά “ειδικούς” που τα ξέρουν όλα και, τέλος, μπροστά στους ειδεχθείς κριτικούς τέχνης, που μη μπορώντας οι ίδιοι να κάνουν έργο και με το πρόσχημα της καλοπροαίρετης κριτικής, εξοντώνουν τους πραγματικούς δημιουργούς, που, ακριβώς επειδή είναι δημιουργοί, δεν έχουν πόστο, άρα δυνατότητα για αντίλογο…

…Στην γη είναι όλα παλιά. Έχουν ειπωθεί όλα. Εκείνο που σώνει τον άνθρωπο σε έναν βαθμό είναι η Τέχνη. Και η Τέχνη γίνεται από μια μικρή κάστα ανθρώπων, είτε “διανοούμενων”, είτε “λαϊκών”, που την καθοδηγεί, την εκφράζει και τελικά την λυμαίνεται, με το πρόσχημα ότι αυτοί είναι που ξέρουν κι όλοι οι άλλοι είναι πρόβατα… Για μένα όμως, δεν υπάρχει μεγαλύτερο έργο τέχνης από τον άνθρωπο που περπατάει ολομόναχος μέσα στον χρόνο, με οδυνηρές συγκρούσεις μέσα του. Πράξη και όνειρο, ατομικό και κοινωνικό, άσπρο και μαύρο. Μου μοιάζει ο άνθρωπος με έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του. Και η Τέχνη σαν άρρωστος και γιατρός μαζί»

Απόσπασμα από συνέντευξη της Κατερίνας Γώγου στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ» της 16 Ιανουαρίου 1982, με τον χαζό τίτλο «Μιλάει η υπ’ αριθμόν 1 Αναρχική»

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009

Ρολάν Μπαρτ για την ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ


«Η πραγματική λογοκρισία, η βαθιά λογοκρισία, δεν συναντάται στην απαγόρευση, τον τεμαχισμό, την αφαίρεση, την στέρηση, αλλά στην ακατάλληλη εκπαίδευση, την διατήρηση, την καταστολή, την συγκράτηση σε πνευματικά, μυθιστορηματικά και ερωτικά στερεότυπα, δίνοντας ως πνευματική τροφή μόνον την καθιερωμένη από τους άλλους έκφραση, την επαναληπτική ουσία της συνηθισμένης γνώσης» (Ρολάν Μπαρτ)

Τρίτη 28 Ιουλίου 2009

ΚΑΤΩ Η ΘΕΟΚΡΑΤΙΑ!


ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ 2 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΣΤΙΣ 10.30πμ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ, ΠΟΛΙΤΕΣ ΚΑΙ ΟΜΑΔΕΣ ΘΑ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΗΘΟΥΜΕ ΕΙΡΗΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΤΟ ΥΠ.ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΣΕ ΒΙΝΤΕΟ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ ΚΩΣΤΑ ΓΑΒΡΑ ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ.

Κυριακή 5 Ιουλίου 2009

Νταίηβιντ Κούπερ


Νταίηβιντ Κούπερ (Dr. David Graham Cooper, Cape Town, 1931 – Paris, 1986). Νοτιοαφρικανός ψυχίατρος, θεωρητικός και ηγέτης του λεγόμενου κινήματος της «Αντιψυχιατρικής», μαζί με τους Ρόναλντ Λαινγκ (R. D. Laing), Τόμας Σαζ (Thomas Szasz) και Μισέλ Φουκώ (Michel Foucault). Τον όρο χρησιμοποίησε πρώτος ο Κούπερ το έτος 1967.

VILLA 21 ΚΑΙ ΣΥΜΠΛΕΥΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΛΑΙΝΓΚ

Αποφοίτησε το 1955 από το νοτιοαφρικανικό Πανεπιστήμιο του Καίηπ Τάουν (Cape Town) και στην συνέχεια πήγε στο Λονδίνο, όπου εργάστηκε σε πολλά νοσοκομεία και διηύθυνε μία πειραματική θεραπευτική μονάδα για σχιζοφρενείς, η οποία τιτλοφορείτο «Villa 21». Το 1965 υπήρξε συνιδρυτής με τον Ρόναλντ Λαινγκ της «Ένωσης Φιλαδέλφεια» («Philadelphia Association»), από την οποία όμως αποχώρησε το 1970, διαφωνήσας με την καθαρά «πνευματική» κατεύθυνση που είχε πάρει αυτή αντί της «πολιτικής» που αυτός επιθυμούσε. Υπήρξε επίσης διευθυντής του «Ινστιτούτου Φαινομενολογικών Μελετών» («Institute of Phenomenological Studies», IPS), στο οποίο συνεργάστηκε με τους ψυχίατρους Ρέντλερ (Leon Redler) και Μπερκ (Joseph Berke).

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ

Ο Κούπερ ενδιαφέρθηκε βασικά για την ανάπτυξη μιας «υπαρξιακής» Ψυχιατρικής και επεξεργάστηκε πάμπολλους τρόπους ξεπεράσματος των μεθοδολογικών δυσκολιών και του στείρου διαχωρισμού των διαφόρων Επιστημών. Αυτός και ο Ρέντλερ, ως εκπρόσωποι του «Ινστιτούτου Φαινομενολογικών Μελετών», ήσαν οι οργανωτές και κύριοι συντονιστές του περίφημου συνεδρίου «για την Διαλεκτική της Απελευθέρωσης» («Congress on the Dialectics of Liberation»), που έλαβε χώρα στο Λονδίνο από τις 15 έως τις 30 Ιουλίου 1967, στο οποίο συμμετείχαν ανάμεσα σε άλλους οι Ρόναλντ Λαινγκ, Πωλ Γκούντμαν (Paul Goodman), Άλλεν Γκίνσμπεργκ (Allen Ginsberg), Χέρμπερτ Μαρκούζε (Herbert Marcuse) και ο ηγέτης της «Μαύρης Δύναμης» Στόκελυ Καρμάϊκελ (Stokely Carmichael).

Αυτο-οριζόμενος ως «υπαρξιστής μαρξιστής», ο Κούπερ πίστευε ότι η τρέλα και η ψύχωση αποτελούσαν προϊόντα της συγκεκριμένης μορφής κοινωνίας που παράγει ο καπιταλισμός και ότι ο μόνος τρόπος να εκλείψουν είναι η επαναστατική ανατροπή.

Η ΜΑΤΑΙΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΕΚΡΗΞΗΣ

Πιστός σε αυτήν του την θέση, ο Κούπερ ταξίδεψε κάποιον καιρό στην Αργεντινή, την οποία θεωρούσε ότι στις αρχές της δεκαετίας του 70 βρισκόταν στα πρόθυρα της επαναστατικής έκρηξης, αλλά πολύ σύντομα επέστρεψε στην Αγγλία και τελικά κατέληξε στο Παρίσι, όπου και έζησε μέχρι τον θάνατό του το 1986.

EΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:

Κυριότερα έργα του είναι τα ακόλουθα (τα περισσότερα εξεδόθησαν στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Ράππα», «Καστανιώτη» και «Praxis» κατά την δεκαετία του ΄70):

«Reason and Violence: a decade of Sartre's philosophy» («Λόγος και Βία»), εκδόσεις «Tavistock» (1964) – μαζί με τον R. D. Laing

«Psychiatry and Anti-Psychiatry» (διευθ.) («Ψυχιατρική και Αντιψυχιατρική»), εκδόσεις «Paladin» (1967)

«The Dialectics of Liberation» (διευθ.) («Η Διαλεκτική της Απελευθέρωσης»), εκδόσεις «Penguin» (1968)

«The Death of the Family» («Ο Θάνατος της Οικογένειας»), εκδόσεις «Penguin» (1971)

«The Grammar of Living» («Η Γραμματική της Ζωής»), εκδόσεις «Penguin» (1974), αφιερωμένο «σε όλους εκείνους που θα επιζήσουν και σε κείνους που επιζούν μετά τον θάνατό τους. Σε όλους εκείνους τους αμέτρητους, ανώνυμους επαναστάτες, στους τρελούς ποιητές και στους ποιητές τρελούς αυτού του κόσμου».

«The Language of Madness» («Η Γλώσσα της Τρέλας»), εκδόσεις «Penguin» (1978)


Πηγή: ελληνικό KNOL για τον Κούπερ


Κυριακή 24 Μαΐου 2009

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΠΟ ΤΟ 1789 ΕΩΣ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ


Τι ακριβώς ήταν το κίνημα των Ιακωβίνων; Πού είχε τις ρίζες του και τι κατάφερε να πετύχει στην Ευρώπη; Πως αξιολογήθηκε, ως κίνημα, τους μετέπειτα αιώνες;

Οι Ιακωβίνοι ήσαν το άθροισμα πολυάριθμων γαλλικών πολιτικών και επαναστατικών λεσχών στα τέλη του 18ου αιώνα, οι οποίες σταδιακά συγκρότησαν κανονικό κίνημα, που απετέλεσε την κύρια πολιτική δύναμη πίσω από την Γαλλική Επανάσταση. Το κίνημα αυτό πραγμάτωνε τρόπον τινά τις ιδέες των «Διαφωτιστών», κυρίως των Τζων Λοκ και Ζαν - Ζακ Ρουσώ, όριζε ως σκοπό της Δημοκρατίας την πολιτική υλοποίηση όλων των «ανώτερων ιδεών» και ως πρώτες πολιτικές αρετές την εργασία υπέρ του γενικού καλού και την αγάπη για την πατρίδα γη και το έθνος και έθρεφε θαυμασμό για τα πολιτεύματα της Οργανικής Δημοκρατίας που ανέδειξαν η λυκούργεια Σπάρτη και η Ρώμη της εποχής της Δημοκρατίας. Ο Ροβεσπιέρος μάλιστα, σε μια ομιλία του στην Εθνοσυνέλευση, είχε επαινέσει την πρώτη ως κάτι που φωτίζει «σαν μια λάμψη αστραπής μέσα στο πιο βαθύ σκοτάδι».

Για τους Ιακωβίνους, η Παιδεία δεν έπρεπε, όπως γινόταν μέχρι τότε, να επαφίεται στην οικογενειακή υπερηφάνεια ή στις προκαταλήψεις των ατόμων, αλλά όφειλε να είναι γενική και ισότιμη για όλον τον λαό με αποκλειστικό της σκοπό να δημιουργήσει ενεργούς δημοκρατικούς πολίτες, επαναφέροντας την πολιτική διάσταση του ανθρώπου και εκγυμνάζοντας συστηματικά τους πολίτες στην συμμετοχή στα κοινά. Για τον 18ο αιώνα αυτό ήταν ένα επαναστατικότατο αίτημα, το οποίο παραμένει σε ισχύ ακόμα και σήμερα, αφού και εδώ υπήρξε χυδαία αφομοίωση από τους κρατούντες, οι οποίοι έναν περίπου αιώνα τώρα απλώς παράγουν κατάλληλα γρανάζια των μηχανισμών τους και τίποτε περισσότερο. Όλοι μας γνωρίζουμε καλά τι είδους «παιδεία» μας έδωσαν οι διαχειριστές των ζωών μας και πού αυτή η δήθεν «παιδεία» μάς οδήγησε και εξακολουθεί να μάς οδηγεί, όταν αντίθετα, πριν από 200 και βάλε χρόνια, οι Ιακωβίνοι απαιτούσαν από την Δημοκρατία την «εκπλήρωση των επιθυμιών της Φύσης» και την «υλοποίηση των υποσχέσεων της Φιλοσοφίας»

Οι «Λέσχες» των Ιακωβίνων έδρασαν όχι μόνο στην Γαλλία αλλά και στις γερμανικές χώρες, το Βέλγιο, την Ιταλία, την Κροατία, την Τσεχία, την Ουγγαρία, κοντολογίς σε όλη σχεδόν την τότε δυτική Ευρώπη και στις αρχές του 19ου αιώνα άρχισαν να μεταλλάσσονται είτε σε εκείνο που γνωρίζουμε ως Καρμποναρισμό, είτε σε εκείνο που απετέλεσε τον πρώϊμο Σοσιαλισμό.

Με ρωτάς τώρα πώς αξιολογήθηκε ο Ιακωβινισμός τους μετέπειτα αιώνες, αλλά και ο Καρμποναρισμός και ο Μπλανκισμός και ο επαναστατικός Σοσιαλισμός και ο Αναρχισμός θα προσθέσω εγώ στην ερώτηση, για να σ' απαντήσω αμέσως ότι, δυστυχώς, η κυριαρχία του Μαρξισμού στα τέλη του 19ου αιώνα αδίκησε όλα αυτά τα κινήματα, τα οποία η αλαζονεία των κομμουνιστών προσπάθησε να υποβιβάσει είτε ως «αστικά», είτε ως «αφελή» για να ψηλώσει μέσα από το δικό τους χαμήλωμα, όπως ακριβώς έκανε και ο Χριστιανισμός με τους πολιτισμούς των Εθνικών. Είναι το διαχρονικό και διατοπικό σύνδρομο «της ταπείνωσης του Ολύμπου για να αισθάνεται άνετα ο Γολγοθάς», όπως έγραψα πρόσφατα σε ένα κείμενό μου. Κρίμα βεβαίως. Στις ημέρες μας έχουν πιο μεγάλη αξία τα καθαρά οράματα του πρώϊμου Σοσιαλισμού, ακόμα και οι ονειροπολήσεις του, παρά τα μετέπειτα ψευδεπιστημονικά «πακέτα» λύσεων δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν των μαρξιστολενινιστών.

Πού συναντάμε στην Ελλάδα «Λέσχες» Ιακωβίνων; Ήταν εύκολο ή δύσκολο το έργο τους τη δεδομένη χρονική στιγμή;

«Λέσχες» Ιακωβίνων υπήρξαν μόνον στα Επτάνησα, αν και ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης διασώζει την πληροφορία ότι το 1794 δρούσε στην Κωνσταντινούπολη μία «Λαϊκή Λέσχη», η οποία είχε ζητήσει να γίνει, και είχε γίνει, δεκτή ως παράρτημα της «Εταιρείας των Ιακωβίνων». Στην κυρίως Ελλάδα, όπου δεν υπήρχε καμία απολύτως «υπόγεια» οργανωτική δυνατότητα, μήτε καν Τεκτονισμός, ήταν φυσικά αδύνατη η σύσταση επαναστατικών οργανώσεων, γι' αυτό ακόμα και η «Φιλική Εταιρεία» ιδρύθηκε στο εξωτερικό.

Ο επτανησιακός Ιακωβινισμός, «Γεροντινισμός» στις τοπικές διαλέκτους, αναπτύχθηκε μέσα από πολιτικές «Λέσχες», «Ιακωβινεία», κυρίως στην Κεφαλονιά και την Κέρκυρα, επωφελούμενος από την εκεί γαλλική κυριαρχία μετά από την συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο, το φθινόπωρο του 1797. Οι επτανήσιοι «Γεροντίνοι» επεδίωξαν την κατάλυση της ολιγαρχίας και την χορήγηση ελευθερίας και ισότητας σε όλον τον λαό, παράλληλα με αναβάθμιση του πνευματικού επιπέδου του. Ίδρυσαν λοιπόν από την δημευθείσα περιουσία της Εκκλησίας σχολεία, βιβλιοθήκες και τυπογραφεία και άρχισαν να κυκλοφορούν τις δυτικές ιδέες περί Ελευθερίας. Να σημειώσουμε εδώ ότι η Ελευθερία ακόμη και ως λέξη προκαλούσε τότε την μήνη των τυράννων και των ρασοφόρων συνεργατών τους, όπως βλέπουμε στην περίπτωση της «Πατρικής Διδασκαλίας» του 1798, εκείνου του επαίσχυντου κειμένου προς τους ραγιάδες, μέσα στο οποίο ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης χαρακτήριζε την Ελευθερία «μεθόδευση του διαβόλου», «πονηρία και απάτη ξεχωριστή», καθώς και «δέλεαρ του διαβόλου και φαρμάκι ολέθριον δια να κατακρημνίσει τους λαούς εις την απώλειαν και ακαταστασίαν»

Το έργο των «Γεροντίνων» δεν ήταν βεβαίως εύκολο, λόγω της αμορφωσιάς και της θρησκοληψίας του μεγαλύτερου τμήματος του λαού, που ελεγχόταν απολύτως από τους παπάδες, όμοια με τους εξαθλιωμένους φτωχούς της Νάπολης, τους «lazzaroni», που τους είχαν εξοπλίσει το 1799 ο πάπας και ο βασιλιάς κατά των ολίγων, μορφωμένων και ευγενών Ιακωβίνων της εκεί βραχύβιας «Παρθενόπειας Δημοκρατίας». Παρά τις αντιδράσεις των αρχόντων και των ρασοφόρων, οι κερκυραίοι και κεφαλλονίτες Ιακωβίνοι έκαψαν σε επίσημες τελετές το «Libro d' Oro», καθώς και τα σύμβολα και παράσημα των αριστοκρατών και φύτεψαν το τρομακτικό για τους τυράννους της εποχής «Δέντρο της Ελευθερίας», που στην κορυφή του δέσποζε ο κόκκινος φρυγικός σκούφος.

Μπορείτε να μας αναφέρετε ορισμένα από τα προτάγματα αυτών των επτανησιακών «Λεσχών» των Ιακωβίνων;

Για να χρησιμοποιήσω τα λόγια που παραθέτει στο ενδιαφέρον βιβλίο του «Η Γαλλική Επανάσταση και η νοτιοανατολική Ευρώπη» ο Κιτρομηλίδης, οι επτανήσιοι Ιακωβίνοι πρωταγωνιστούσαν σε όλες τις πολιτικές εκδηλώσεις «σχεδιάζοντες πολλά περί πλούτου, ιδιοκτησίας, διατηρήσεως των ελευθεριών του λαού, αρχαίας δόξης και Θρησκείας». Γνωρίζουμε ότι ζητούσαν όχι μόνον πολιτική ισότητα, Δημοκρατία και μόρφωση για όλον τον λαό, αλλά και ανασύσταση των Ολυμπιακών Αγώνων, κατάργηση της χριστιανικής Θρησκείας και επάνοδο στην Ελληνική Εθνική Θρησκεία.

Όμως τίποτε από όλα αυτά δεν κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν, καθώς σταδιακά από το φθινόπωρο του 1798 μέχρι την άνοιξη του 1799 οι Γάλλοι εκδιώχθηκαν από τα Επτάνησα και έπεσε μαχαίρι στους ντόπιους «ανατρεπτικούς». Για αυτό συνεργάστηκαν η Ορθόδοξη Εκκλησία και τα θρησκόληπτα πλήθη που έλεγχε, οι Ρώσοι του Ουσακώφ και οι Οθωμανοί του Κατήρμπεη, μία πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα συμμαχία!

Θεωρείτε πως η παρουσία των Ιακωβίνων στην Ελλάδα κατάφερε να επηρεάσει ουσιαστικά τις μετέπειτα πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις; Υπήρξαν προσωπικότητες που ξεπήδησαν μέσα από αυτούς τους κόλπους και ποιον ρόλο διαδραμάτισαν;

Καθώς το ιακωβινικό κίνημα περιορίστηκε γεωγραφικά στα Επτάνησα, η επιρροή του ομοίως περιορίστηκε εκεί, δίχως να αγγίξει την κυρίως Ελλάδα, της οποίας οι επιρροές υπήρξαν κυρίως «καρμποναρικές», θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι ενώ η Καρμποναρία και η Σαρμπονερί απέτυχαν να προκαλέσουν εθνική αντιμοναρχική επανάσταση στην Ιταλία και την Γαλλία αντίστοιχα, πραγμάτωσαν τελικά εν μέρει το όραμά τους στην περίπτωση της Ελληνικής Επανάστασης, στην οποία ένα τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγινε τελικά «Ελλάδα», ανακτώντας το αρχαίο όνομά του.

Στα Επτάνησα τώρα, ο παραδοσιακός Ιακωβινισμός απετέλεσε τον γεννήτορα του κινήματος των Ριζοσπαστών, με πρόσθεση βεβαίως πολλών στοιχείων Μαντσινισμού και «ουτοπικού» Σοσιαλισμού, κυρίως των τύπων του Σαιν - Σιμόν και του Πιερ Προυντόν. Ο «Συνταγματικός Σύλλογος» των Ιακωβίνων του Αργοστολίου υπήρξε ο «παππούς» της οργάνωσης «Δημοτικόν Κατάστημα των Ριζοσπαστών», που έδρασε τον 19ο αιώνα, στα χρόνια της εκεί από το 1817 αγγλικής κατοχής. Μέσα από το κίνημα του Ριζοσπαστισμού, που επιστρατεύθηκε για την διάλυσή του όλο το γνωστό οπλοστάσιο των διαχρονικών τυράννων, δηλαδή φυλακίσεις, απαγχονισμοί, εξορίες και άλλα ανάλογα, αναδείχθηκαν εξαιρετικές προσωπικότητες της πολιτικής διεκδίκησης για κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία. Από τους ηγέτες των Ριζοσπαστών Ηλία Ζερβό - Ιακωβάτο και Ιωσήφ Μομφεράτο, που αγωνίστηκαν να κρατήσουν τις κοινωνικές θέσεις του κινήματος παρά τις συνεχείς απόπειρες τυχοδιωκτών «ρεαλιστών» να τις «λειάνουν», αρνήθηκαν αξιώματα και τελικά πέθαναν ξεχασμένοι και φτωχοί, πλην όμως αξιοπρεπείς, την σκυτάλη ανέλαβαν ο Παναγιώτης Πανάς, ο Ρόκκος Χοϊδάς, ο Μαρίνος Αντύπας και πολλοί άλλοι, που έγραψαν εξαιρετικές σελίδες στο απέραντο βιβλίο τού αγωνίζεσθαι για μια πιο ευτυχισμένη και ελεύθερη ανθρωπότητα.

Στις μέρες μας, διακρίνετε ομοιότητες με την προ Γαλλικής Επανάστασης περίοδο; Αλήθεια, ποια στοιχεία πρέπει να διακρίνουν σήμερα εκείνη την Αρετή για την οποία αγωνίστηκαν οι αντιστεκόμενοι στο πολιτικό, κοινωνικό και θρησκευτικό κατεστημένο; Εσείς πως αντιλαμβάνεστε τον όρο επαναστατικότητα στις μέρες μας;

Η μεγαλύτερη ομοιότητα είναι στο ότι υπάρχει, όπως και τότε έτσι και τώρα, ένα απέραντο και ισχυρό στρατόπεδο που αν και έχει χρεοκοπήσει από όλες τις πλευρές και κυρίως από την ιδεολογική και την ηθική, επιμένει να διεκδικεί την απόλυτη ακινησία της Ιστορίας ώστε να μην ανατραπεί. Αυτό από μόνο του ανακηρύσσει «επαναστατικούς» τους καιρούς μας, υπό την έννοια ότι εκείνος που απαιτεί ακινησία είναι καταδικασμένος να ανατραπεί. Κανείς δεν μπορεί να τραβήξει χειρόφρενο στην Ιστορία.

Από την άλλη όμως δεν υπάρχει σήμερα κατευθυντήρια ιδεολογία ικανή να οδηγήσει τα μεγάλα πλήθη, κυρίως λόγω του απόλυτου εξευτελισμού της σοσιαλιστικής ορολογίας από τους μαρξιστές κατά τον αιώνα που πέρασε, από αυτούς που αυτοχρίστηκαν «τέλειοι» (βλέπε «επιστημονικός» Σοσιαλισμός) και υποβίβασαν όλες τις πριν από δαύτους επαναστάσεις σε δήθεν ερασιτεχνικά προετοιμαστικά στάδια, όπως ακριβώς οι χριστιανοί με θράσος έκοψαν στα δύο την ανθρώπινη Ιστορία και υποβίβασαν όλους τους πριν την επικράτησή τους πολιτισμούς σε δήθεν ανούσια στάδια προετοιμασίας της ανθρωπότητας για τον ερχομό του Ναζωραίου. Βέβαια, πάντα «οι Ιακωβίνοι γεννιούνται στο τέλος της υπομονής», οπότε ίσως το μόνο που χρειάζεται είναι ο πυροκροτητής μιας «Βαστίλης» και από εκεί και πέρα ο δρόμος θα φτιαχτεί περπατώντας.

Για να μην προδοθούν όμως και αυτή την φορά τα πράγματα, θα χρειασθούν δίπλα στους Μαρά να αναδειχθούν και Σαιν Ζυστ και Ροβεσπιέροι. Άνθρωποι δηλαδή ικανοί να επιμείνουν στην πραγμάτωση της Αρετής, του στοιχείου δηλαδή που δεν επιτρέπει στα ωραία οράματα να καταλήξουν σε εφιάλτες ή παραστάσεις καραγκιόζη. Μιλάω για την Πολιτική Αρετή, αυτή που ξεχωρίζει τον ποιοτικό συνάνθρωπο από τον αχρείο παλιάνθρωπο, ένα παλαιότατο πρόταγμα που τραβάει σε βάθος όσο και ο πολιτισμός των Ελλήνων προγόνων μας που μυθολόγησαν τον Θεό Δία να χαρίζει στους πολίτες το τρίπτυχο αυτής της Πολιτικής Αρετής που μπορεί να οδηγήσει τους λαούς στην ευνομία: Δικαιοσύνη, Ευθύνη και Αιδώς.

Με ρώτησες και πώς αντιλαμβάνομαι τον όρο «επαναστατικότητα» στις ημέρες μας. Τον αντιλαμβάνομαι λοιπόν σαν διαρκή τάση να ωθούμε τα πράγματα προς την φυσικότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και την συλλογική ελευθερία και ευτυχία, κόντρα στην απαξίωση του φυσικού κόσμου από τον μονοθεϊσμό, κόντρα στην ζουγκλοποίηση των κοινωνιών μας και την οικονομική αποτίμηση των πάντων από τον καπιταλισμό και, τέλος κόντρα στον ατομισμό που δίνει στον κάθε βλάκα την ψευδαίσθηση ότι αποτελεί κάτι το ιδιαίτερο, πέρα και έξω από τους υπόλοιπους ανθρώπους και μοιραία τον στρέφει σε βία και κατασπάραξη. Με άλλα λόγια, η επαναστατικότητα υπάρχει σήμερα στην καθολική άρνησή μας να κάνουμε αποδεκτά τα αντιφυσικά και απάνθρωπα μηνύματα που εκπέμπουν τα καταστροφικά για την ελεύθερη σκέψη σχολεία, η αρνησίζωη και σκοταδιστική Εκκλησία, τα χαυνωτικά και αποπροσανατολιστικά Μ.Μ.Ε., οι ψηφοθήρες και προσκυνημένοι πολιτικοί, οι πολυάριθμοι σχεδιαστές της γιγαντιαίας μπούρδας που λέγεται «life-style» και όλα τα αόρατα κέντρα ελέγχου που θέλουν να μας παρουσιάσουν το άσπρο για μαύρο, τους θύτες για θύματα και το ανούσιο για ουσιώδες.

Απόσπασμα από συνέντευξη του συγγραφέα Βλάση Ρασσιά στο metafysiko.gr

Σάββατο 25 Απριλίου 2009

Βολφ Μπίρμαν: ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΕΧΩ ΒΑΡΕΘΕΙ!


Αυτούς τους έχω βαρεθεί!

Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν, /τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν, /που απ’ τους άλλους θεν παλικαριά /κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά, /σ’ αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί, /τους έχω βαρεθεί.

Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα, /των γραφειοκρατών η φάρα, /στήνει με ζήλο περισσό, /στο σβέρκο του λαού χορό, /στης ιστορίας τον χοντρό τον κινητή, /την έχω βαρεθεί.

Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους, /τους γερμανούς τους προφεσόρους, /που καλύτερα θα ξέρανε πολλά, /αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά, /υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί, /τους έχω βαρεθεί.

Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας γδαρτάδες, /κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες, /κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς, /με ιδεώδεις υποτακτικούς, /που είναι στο μυαλό νωθροί, /μα υπακοή έχουν περισσή, /τους έχω βαρεθεί.

Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος, /κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος, /που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά, /αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά /κι επαναστάσεις στ’ όνειρά του αναζητεί, /τον έχω βαρεθεί.

Κι οι ποιητές με χέρι υγρό, /υμνούνε της πατρίδας τον χαμό, /κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια, /με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια, /σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί, /τους έχω βαρεθεί.

Σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί, /τους έχω σιχαθεί!

Σάββατο 18 Απριλίου 2009

ΕΙΤΕ ΠΟΛΥ ΒΛΑΚEΣ, ΕΙΤΕ ΠΟΛΥ ΦΑΣΙΣΤEΣ..

Κάποιος πρέπει να είναι είτε πολύ βλάκας, είτε πολύ φασίστας, όταν είτε νομίζει, είτε απαιτεί την ταύτιση όλων μα όλων των ανθρώπων γύρω του, με εκείνα που αυτός έχει στο κεφάλι του, ως θρησκευτικές ή άλλες αντιλήψεις...

...Κάποιος πρέπει να είναι είτε πολύ βλάκας, είτε πολύ φασίστας, όταν φέρεται λες και εξ ορισμού όλοι οι συνάνθρωποί του έχουν όρεξη να εκτίθενται στα δικά του ιδιαίτερα έθιμα ή βίτσια, δίχως να ρωτάει ποτέ εάν οι ίδιοι του επιτρέπουν να τους εκθέσει σε αυτά, όπως λ.χ στην εξωφρενική φετινή πρωτοπορία των θεοκρατών της Θεσσαλονίκης να περάσουν τους ασθενείς και το προσωπικό ενός ολόκληρου νοσοκομείου κάτω από τον «επιτάφιό» τους, υποχρεώνοντας σε έκθεση όλους όσους δεν επιθυμούσαν κάτι τέτοιο (λες και δεν έφθανε η ωμή ψυχολογική βία από τους πανταχού παρόντες σε δωμάτια ασθενών, αλλά και σε διαδρόμους ακόμα, «αγίων γραφών» και ποικίλων αγίων «φατσών» του δικτατορεύοντος θρησκευτικού δόγματος).

Κάποιος πρέπει να είναι είτε πολύ βλάκας, είτε πολύ φασίστας, όταν θεωρεί φυσιολογικό το να βομβαρδίζουν τον λαό επί μία ολόκληρη εβδομάδα (και βάλε...) όλες μα όλες οι τηλεοράσεις εντός της επικράτειας του Ελληνικού Κράτους με ωμή θρησκευτική παράκρουση και ανιστόρητα έργα χριστιανικής προπαγάνδας (με πρώτο και κύριο το πληρωμένο από τα χρήματά μας «Κανάλι της Βουλής», του οποίου ο ζήλος αποδείχθηκε υποδεέστερος από ένα πιθανό «Κανάλι των Μακκαβαίων»).

Κάποιος πρέπει να είναι είτε πολύ βλάκας, είτε πολύ φασίστας, όταν την ομολογία της πίστης του («Χριστός Ανέστη!») την εξάγει από τους λατρευτικούς του χώρους σε ολόκληρη την κοινωνία και την χρησιμοποιεί αντί της ευχής «Χρόνια Πολλά!» απέναντι στους πάντες, ακόμα και σε ανθρώπους που, είτε επειδή είναι άθεοι, είτε επειδή είναι θρησκευτικά αδιάφοροι, είτε επειδή πιστεύουν άλλα πράγματα, τους είναι παντελώς αδιάφορο εάν «ανέστη» ή όχι το κεντρικό πρόσωπο την Χ ή Ψ ξένης προς αυτούς Θρησκείας.

Κάποιος πρέπει να είναι είτε πολύ βλάκας, είτε πολύ φασίστας, όταν θεωρεί δεδομένο ότι όλοι κάνουν εκείνα που αυτός κάνει και ως εκ τούτου αγριοκοιτάζει ή καταριέται ακόμα κάποιον συνάνθρωπό του επειδή και μόνον εκείνος δεν πιστεύει ότι η Χ ή Ψ ημέρα είναι «νηστευτική».

Κάποιος πρέπει να είναι είτε πολύ βλάκας, είτε πολύ φασίστας, όταν θεωρεί φυσιολογικό όλα μα όλα τα, υποτίθεται θρησκευτικά ουδέτερα, πολιτικά κόμματα ενός ολόκληρου λαού να στέλνουν αντιπροσωπείες τους, ή ακόμα και τους ίδιους τους αρχηγούς τους, να κάτσουν με σκυμμένο κεφάλι και προσποιητή κατάνυξη δίπλα στους ασύδοτους θεοκράτες και να κουβαλάνε «επιταφίους» ή να υποδέχονται με τιμές αρχηγού κράτους «άγια φώτα» και άγιες δεισιδαιμονίες ακριβοπληρωμένες από τα λεφτά του φορολογούμενου λαού. Και αυτό την ίδια στιγμή που το ποσό που λείπει από τον δημόσιο κορβανά, και γι’ αυτό σχεδιάζονται αλλεπάλληλες επιθέσεις στον ήδη φτωχό ελληνικό λαό με πρόσχημα την πέρα για πέρα στημένη «κρίση», ισούται με την ετήσια φοροδιαφυγή των θεοκρατών σε ό,τι αφορά μόνον την ακίνητη περιουσία τους (και κανείς πολιτικός χώρος δεν έχει το ανάστημα να απαιτήσει ισονομία κοινωνίας και θεοκρατών και, επιτέλους, διαχωρισμό Κράτους - Εκκλησίας).

Πηγή: Ιστολόγιο «Απελευθέρωση»

Πέμπτη 2 Απριλίου 2009

Σλάβοϊ Ζίζεκ: ΝΑ ΞΑΝΑΓΙΝΟΥΜΕ ΟΥΤΟΠΙΣΤΕΣ!

(Από συνέντευξη του σλοβένιου φιλόσοφου Σλάβοϊ Ζίζεκ στην γαλλική εφημερίδα "Λιμπερασιόν" το 2008)

- Για τους φιλελεύθερους στοχαστές, καπιταλισμός και δημοκρατία παραμένουν έννοιες αχώριστες...

«Ναι, λέγεται συχνά κάτι τέτοιο, όμως στην Κίνα γεννιέται αυτή τη στιγμή ένας αυταρχικός καπιταλισμός. Αμερικανικό ή κινεζικό μοντέλο; Δεν μου αρέσει αυτό το δίλημμα. Γι' αυτό πρέπει να γίνουμε ουτοπιστές. Η υπερθέρμανση του πλανήτη θα μας οδηγήσει στην αποκατάσταση των μεγάλων συλλογικών αποφάσεων, αυτών που οι μεγάλοι αντιαυταρχικοί στοχαστές ισχυρίζονται πως οδηγούν αναγκαστικά σε γκουλάγκ. Ο Ουόλτερ Λίπμαν απέδειξε πως σε κανονικές εποχές και σε δημοκρατικά καθεστώτα, ο πληθυσμός δείχνει εμπιστοσύνη σε μια ελίτ που αποφασίζει. Ο λαός είναι σαν το βασιλιά που υπογράφει παθητικά χωρίς να διαβάζει. Ομως σε περιόδους κρίσης, αυτή η εμπιστοσύνη αίρεται. Η θέση μου είναι η εξής: υπάρχουν καταστάσεις όπου η δημοκρατία δεν λειτουργεί ή που χάνει την ουσία της και πρέπει να επινοήσουμε εκ νέου τρόπους λαϊκών κινητοποιήσεων.

- Εξού και το εγκώμιό σας για τον Ροβεσπιέρο...

«Η τρομοκρατία δεν περιορίζεται στον Ροβεσπιέρο. Πρέπει να υπενθυμίσουμε πως τα περισσότερα κεφάλια έπεσαν μετά το θάνατό του. Εξάλλου, εκείνος είχε κόψει κεφάλια πλουσίων... Αυτό που με ενδιαφέρει στην περίπτωσή του είναι αυτό που ο Βάλτερ Μπένγαμιν ονομάζει «θεϊκή βία», η οποία συνοδεύει τις λαϊκές εκρήξεις. Δεν μου αρέσει η σωματική βία, τη φοβάμαι, αλλά δεν είμαι πρόθυμος να αρνηθώ αυτή την παράδοση. Αυτό δεν σημαίνει πάντα βία πάνω σε άλλους ανθρώπους. Ο Γκάντι, παραδείγματος χάριν, δεν αρκέστηκε μόνο στην οργάνωση διαδηλώσεων, αλλά και στα μποϊκοτάζ. Η στήριξη των αποκλεισμένων, η προστασία του περιβάλλοντος περνούν από νέες μορφές πίεσης, μορφές βίας. Βία για να φοβίζεις τον καπιταλισμό, όχι για να τον σκοτώσεις αλλά για να αλλάξεις κάτι. Διαφορετικά κινδυνεύουμε να προχωρήσουμε σε μια πιο μεγάλη βία, μια φανατική βία, σε ένα νέο αυταρχισμό.

- Στην περίπτωση της «λαϊκής βίας», ένας διανοούμενος μπορεί να κάνει κάτι;

«Ναι, μπορεί να προειδοποιήσει για τις καταστροφικές μορφές της. Να κάνει να δουν τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο. Ο Ντελέζ έλεγε πως αν υπάρχουν λάθος απαντήσεις, υπάρχουν επίσης και λάθος ερωτήσεις. Ενα συμβούλιο φιλοσόφων δεν μπορεί να καταστρώσει ένα σχέδιο για να κινητοποιήσει τις μάζες. Ομως μπορούμε να ρίξουμε ιδέες και ίσως κάποια από αυτές να υιοθετηθεί. Οι εξεγέρσεις στα προάστια της Γαλλίας ξέσπασαν λόγω μιας μη διατυπωμένης σε σκέψη δυσαρέσκειας. Αυτό είναι τραγωδία.

- Οι αριστεροί σας φίλοι έχουν τις ίδιες απόψεις με τις δικές σας;

«Αυτό που ισχύει, κυρίως στις ΗΠΑ, είναι ένας φιλελεύθερος ανεκτικός αριστερισμός, σύμφωνα με τον οποίο η παραμικρή νύξη, η σχετική με την έννοια της αλήθειας είναι ήδη αυταρχική, και ο οποίος πρέπει να σέβεται την ιστορία του καθενός. Για τον φιλόσοφο Ρίτσαρντ Ρόρτι, αυτό που προσδιορίζει τον άνθρωπο είναι η οδύνη του και η ικανότητά του να την αφηγείται. Θεωρώ πολύ θλιβερή αυτή την Αριστερά της μνησικακίας και της αδυναμίας».

Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

Νορμπέρτο Μπόμπιο: ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ


Μπορώ να πω μόνο ότι οι προκαταλήψεις γεννιούνται στο μυαλό των ανθρώπων. Γι' αυτό εκεί πρέπει να καταπολεμηθούν, δηλαδή με την ανάπτυξη των γνώσεων και συνεπώς με τη μόρφωση, μέσω της αδιάκοπης μάχης κατά κάθε μορφής σεχταρισμού. Υπάρχουν άνθρωποι που σκοτώνονται για έναν αγώνα ποδοσφαίρου. Πού γεννιέται το πάθος αυτό, αν όχι στο μυαλό τους;

Δεν πρόκειται φυσικά για πανάκεια, πιστεύω όμως ότι η δημοκρατία μπορεί να χρησιμεύσει και σε αυτό: ως δημοκρατία νοείται μια κοινωνία όπου οι γνώμες είναι ελεύθερες, επομένως είναι αναγκασμένες να συγκρούονται και, μέσω της σύγκρουσης να εξαγνίζονται. Για να απελευθερωθούν από τις προκαταλήψεις, οι άνθρωποι χρειάζονται πρώτα απ' όλα να ζήσουν σε μια ελεύθερη κοινωνία.


Πηγή: Norberto Bobbio "Εγκώμιο της Πραότητας. Και άλλα κείμενα περί ηθικής"

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

Ανρί Λεφέβρ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΑΚΗ ΔΙΕΘΝΗ


Ο Ανρί Λεφέβρ για την Καταστασιακή Διεθνή, τον Ντεμπόρ , τον Κονστάντ, την Μπερνστάιν και το Στρασβούργο.

Συνέντευξη στην Κρίστεν Ρος, τον Οκτώβριο του 1979. Απόσπασμα, δημοσιευμένο στην «Praxi 1»

Α.Λ: Πρόκειται να με ρωτήσετε για τους σιτουασιονιστές; Γιατί υπάρχουν πράγματα που θα΄ θελα να πω.

Κ.Ρ: Ωραία λοιπόν αρχίστε.

Α.Λ: Οι σιτουασιονιστές, είναι ένα λεπτό ζήτημα, για το οποίο νοιάζομαι πολύ. Με αγγίζει, κατά κάποιο τρόπο βαθιά, γιατί τους ήξερα πολύ καλά, υπήρξα στενός φίλος τους. Η φιλία κράτησε από το 1957 έως το 1961 ή 62, που είναι γύρω στα 5 χρόνια. Μετά είχαμε μια φιλονικία, ή οποία γινόταν όλο και χειρότερη, σ΄ ένα κλίμα που δεν καταλάβαινα τον εαυτό μου πολύ καλά, που παρόλα αυτά όμως μπορώ να περιγράψω. Στο τέλος, ήταν ένα λαβ-στόρυ που τέλειωσε άσχημα, πολύ άσχημα. Υπάρχουν ιστορίες αγάπης που αρχίζουν ωραία και τελειώνουν άσχημα. Και αυτή ήταν μια από δαύτες.

Θυμάμαι να περνάει η νύχτα, μιλώντας στο σπίτι του Γκυ Ντεμπόρ, εκεί όπου έμενε με την Μισέλ Μπερνστάιν, κάτι σαν στούντιο, κοντά στο μέρος που έμενα τότε στην οδό Σαιν Μαρταίν, σ΄ ένα σκοτεινό δωμάτιο, χωρίς καθόλου φως, ένα πρωτόγονο, ένα άθλιο μέρος, αλλά συγχρόνως ένα μέρος με σπουδαία δύναμη και ακτινοβολία στη σκέψη και την αναζήτηση.

Κ.Ρ: Δεν είχαν χρήματα;

Α.Λ: Όχι

Κ.Ρ: Και πως ζούσαν;

Α.Λ: Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει πως τα βγάζανε πέρα. Κάποια μέρα ένας φίλος μου (κάποιος στον οποίον είχα συστήσει τον Ντεμπόρ), τον ρώτησε «πως τα βγάζεις πέρα» και ο Ντεμπόρ απάντησε γελώντας «ζω από τη διανόηση». Στην πράξη πρέπει να είχε κάποιους πόρους. Νομίζω πως η οικογένεια του δεν ήταν φτωχή. Οι γονείς του ζούσαν στο Κοτ ντ΄ αζούρ. Πάντως δεν νομίζω να ξέρω την απάντηση. Επίσης η Μπερνστάιν, είχε βρει έναν έξυπνο τρόπο να κερδίζει λεφτά ή τουλάχιστον να βγάζει μερικά, έτσι τουλάχιστον μου είχε πει. Μου΄ χε πει ότι έκανε ωροσκόπια για άλογα, που δημοσιεύονταν σε περιοδικά ιπποδρόμου. Ήταν τρομερά αστείο. Μάθαινε την ημερομηνία γέννησης των αλόγων κι έκανε τα ωροσκόπιά τους, προκειμένου να προβλεφτεί, από τους ενδιαφερόμενους, το αποτέλεσμα του αγώνα. Πιστεύω πως υπήρχαν περιοδικά αγώνων που τα δημοσίευαν και την πλήρωναν.

Κ.Ρ: Έτσι το σλόγκαν των καταστασιακών «μη δουλεύετε ποτέ» δεν έπιανε τις γυναίκες;

Α.Λ: Τις έπιανε, γιατί αυτό δεν ήτανε δουλειά. Μπορούσαν να επιβιώνουν χωρίς να δουλεύουν, αφήνοντας τα μεγάλα έξοδα φυσικά, έπρεπε να κάνουν μερικά πράγματα. Το να κάνεις τα ωροσκόπια των αλόγων του ιπποδρόμου, δεν νομίζω να θεωρείται πραγματική δουλειά, είχε αρκετή πλάκα αλλά δουλειά δεν ήτανε.

Θα΄ θελα όμως να πάω πιο πίσω στο χρόνο, γιατί όλα ξεκίνησαν πολύ νωρίτερα. Ξεκίνησαν από την ομάδα COBRA. Αυτοί υπήρξαν οι μεσολαβητές: την ομάδα συγκροτούσαν αρχιτέκτονες, ο Κονστάντ, κυρίως, ο ζωγράφος Ασκερ Γιορν και μερικοί από τις Βρυξέλες× ήταν ένα σκανδιναβικό γκρουπ με υπέρμετρες φιλοδοξίες. Ήθελαν να ανανεώσουν την τέχνη, να ανανεώσουν την επίδραση της τέχνης στη ζωή. Ήταν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και δραστήριο γκρουπ, που συστήθηκε το 1950× κι ένα από τα βιβλία που ενέπνευσαν τη δημιουργία της ομάδας ήταν ένα δικό μου βιβλίο η «κριτική της καθημερινής ζωής». Γι αυτό αναμείχθηκα μαζί τους τόσο νωρίς. Και η κρίσιμη προσωπικότητα ήταν ο Κονστάντ, ο ουτοπιστής αρχιτέκτονας που σχεδίασε την ουτοπική πόλη, μία νέα Βαβυλώνα, ένα προβοκατόρικο όνομα μιας και στην παράδοση των προτεσταντών η Βαβυλώνα είναι η εικόνα της διαφθοράς. Η νέα Βαβυλώνα έμελλε να είναι η εικόνα του καλού, που πήρε το όνομα της καταραμένης πόλης και μεταμορφώθηκε σε πόλη του μέλλοντος. Τα σχέδια της νέας Βαβυλώνας χρονολογούνται από το 1950. Και στα 1953 ο Κονστάντ δημοσίευσε ένα κείμενο με τον τίτλο «Για μια αρχιτεκτονική της κατάστασης». Αυτό ήταν ένα θεμελιώδες κείμενο βασισμένο στην ιδέα ότι η αρχιτεκτονική πρέπει να επιτρέπει στη καθημερινή πραγματικότητα να μεταμορφώνεται. Αυτή ήταν και η βάση της «κριτικής στην καθημερινή ζωή»: να δημιουργήσει μία αρχιτεκτονική που από μόνη της θα προκαλούσε τη δημιουργία νέων καταστάσεων. Έτσι αυτό το κείμενο ήταν η αρχή μιας νέας αναζήτησης που θα εκδηλωνότανε τα επόμενα χρόνια, ιδίως από τότε που ο Κονστάντ ήταν πολύ κοντά τα λαϊκά κινήματα× ήταν άλλωστε ένας από τους υποκινητές των Provos.

Κ.Ρ: Υπήρχε δηλαδή άμεση σχέση μεταξύ του Κονστάντ και των Provos;

Α.Λ: Μα ναι, τον αναγνώριζαν σαν το διανοητή τους, σαν ηγέτη τους, αυτόν που ήθελε να μεταμορφώσει τη ζωή και την πόλη. Η σχέση ήταν άμεση× τους υποκινούσε.

[…]

Κ.Ρ: Έχει η θεωρία των καταστασιακών, για την δημιουργία καταστάσεων, άμεση σχέση με τη δική σας θεωρία των «στιγμών»;

Α.Λ: Ναι αυτή ήταν η βάση της κατανόησης. Μου΄ χαν πει , πάνω κάτω, σε συζητήσεις μας (συζητήσεις που διαρκούσαν ολόκληρες νύχτες) «ότι εσύ καλείς [στιγμές] εμείς καλούμε τις [καταστάσεις], μόνο που εμείς το πάμε πιο μακριά απ΄ ότι εσύ. Αποδέχεσαι σαν [στιγμές], οτιδήποτε γίνεται ιστορία (έρωτας, ποίηση, σκέψη). Εμείς θέλουμε να δημιουργήσουμε νέες στιγμές».

Κ.Ρ: Πως πρότειναν ότι πρέπει να γίνεται η μεταβίβαση από τη «στιγμή» σε μία συνειδητή κατασκευή;

Α.Λ: Η ιδέα μιας νέας «στιγμής», μιας νέας «κατάστασης» υπήρχε ήδη σε κείμενα του Κονστάντ από το 1953. Γιατί η αρχιτεκτονική της κατάστασης είναι μια ουτοπική αρχιτεκτονική, που προϋποθέτει μια νέα κοινωνία× η ιδέα του Κονστάντ ήταν ότι η κοινωνία πρέπει να μεταμορφώνεται όχι για να συνεχίζει μια βαρετή, χωρίς συμβάντα ζωή, αλλά προκειμένου να δημιουργηθεί κάτι εντελώς καινούριο: καταστάσεις.

[…]

Κ.Ρ: Γνωρίζατε κόσμο στο Στρασβούργο τότε;

Α.Λ: Ήταν οι φοιτητές μου, αλλά οι σχέσεις μου μαζί τους ήταν αρκετά τεταμένες. Όταν έφτασα στο Στρασβούργο το 1958 ή 59, στη μέση του Αλγερινού πολέμου, είχα μόλις τρεις εβδομάδες στο Στρασβούργο, μια ομάδα παιδιών ήρθε και με βρήκε. Ήταν οι μελλοντικοί σιτουασιονιστές του Στρασβούργου, ή ήδη ήταν σιτουασιονιστές. Μου είπαν: «χρειαζόμαστε την στήριξή σου, πάμε να στήσουμε αντίσταση. Πρόκειται να στήσουμε στρατιωτική βάση στο Vosges, και από εκεί ν΄ απλωθούμε σ΄ όλη την επαρχεία. Θα εκτροχιάσουμε τρένα». Τους απάντησα: «Μα ο στρατός και η αστυνομία, δεν είσαστε σίγουροι αν θα έχετε τη στήριξη του πληθυσμού. Οδηγήστε σε καταστροφή» και άρχισαν να με αποκαλούν προδότη. Μετά από λίγο, μερικές εβδομάδες, ξανάρθανε να με δούνε και μου είπανε: «είχες δίκιο, είναι απίθανο να στήσουμε στρατιωτική βάση εκεί. Θα ασχοληθούμε με κάτι άλλο».

Έτσι βρέθηκα μαζί τους, μετά έγιναν σιτουασιονιστές, η ίδια ομάδα που ήθελε να υποστηρίξει τους Αλγερινούς, ξεκινώντας στρατιωτική δράση στη Γαλλία× ήταν τρελό. Πάντως η σχέση μου μαζί τους ήταν πάντα πολύ δύσκολη. Θύμωναν για το τίποτα. Ζούσα εκείνη την περίοδο με μία νέα γυναίκα από το Στρασβούργο× ήμουν το σκάνδαλο του πανεπιστημίου. Ήταν έγκυος, είχε μία κόρη (την κόρη μου Αρμέλ), και αυτό ήταν το σκάνδαλο της πόλης× ο τρόμος και η αποστροφή. Το Στρασβούργο ήταν μια πόλη μπουρζουάδων και το πανεπιστήμιο δεν ήταν έξω από την πόλη αλλά ακριβώς στο κέντρο. Την ίδια ακριβώς στιγμή όμως έδινα διαλέξεις που ήταν πολύ επιτυχημένες, για την μουσική, για παράδειγμα «μουσική και κοινωνία». Έκανα μια ολόκληρη σειρά μαθημάτων πάνω στο θέμα αυτό× πολύς κόσμος απολάμβανε αυτές τις διαλέξεις, έτσι αν δεχόμουν επίθεση, αυτό θα γινότανε με μεγάλη δυσκολία. Η μητέρα της Αρμέλ, η Νικόλ, ήταν φίλη των σιτουασιονιστών. Ήταν πάντα μαζί τους, πολύ συχνά τους καλούσε σπίτι μας. Έρχονταν και τρώγανε σπίτι μας, παίζαμε μουσική. Ε αυτό ήταν σκάνδαλο για το Στρασβούργο. Έτσι απέκτησα πολύ στενές σχέσεις, οργανικές σχέσεις, μαζί τους× όχι μόνο επειδή δίδασκα «μαρξισμό» στο πανεπιστήμιο, αλλά κυρίως δια μέσου της Νικόλ που έπαιζε το ρόλο διαμεσολαβητή. Ο Γκυ (Ντεμπόρ) ερχότανε στο σπίτι να δει τη Νικόλ, να φάμε βραδινό. Αλλά οι σχέσεις αυτές ήταν δύσκολες, θύμωναν ακόμα και για πολύ ασήμαντα πράγματα. Ο Μουσταφά Καγιατί, ο συγγραφέας της περίφημης μπροσούρας, ήταν μέλος της ομάδας.

Κ.Ρ: Ποιος ήταν ο αντίκτυπος αυτής την μπροσούρας; [για την αθλιότητα των φοιτητικών κύκλων]. Πόσα αντίγραφα τελικά διατέθηκαν;

Α.Λ: Ω, ήταν πολύ μεγάλη επιτυχία, αλλά στην αρχή, η διανομή έγινε μόνο στο Στρασβούργο× μετά ο Ντεμπόρ και οι άλλοι το διένειμαν και στο Παρίσι. Χιλιάδες αντίγραφα μοιράστηκαν, σίγουρα δεκάδες χιλιάδες αντίγραφα δόθηκαν στους φοιτητές. Ήταν καλή μπροσούρα, ο Μουσταφά Καγιατί ήταν Τυνήσιος. Υπήρχαν αρκετοί Τυνήσιοι στην ομάδα, επίσης πολλοί ξένοι που δεν αναφέρθηκαν αρκετά, ακόμα και ο Καγιατί δεν φαινότανε πάρα πολύ γιατί θα είχε προβλήματα λόγω της εθνικότητάς του. Δεν είχε διπλή εθνικότητα× παρέμενε τυνήσιος και θα μπορούσε να είχε φοβερά προβλήματα. Όπως και να΄ χει όμως, στο Παρίσι, μετά το 1957, είδα αρκετούς από αυτούς και πέρασα αρκετές ώρες με τον Κονστάντ στο Αμστερνταμ. Αυτή ήταν και η στιγμή που το κίνημα Provos γινόταν πολύ ισχυρό στο Αμστερνταμ, με την ιδέα τους να διατηρούν την αστική τους ζωή άθικτη, παρεμποδίζοντας την πόλη από το να ξεκοιλιαστεί από τους αυτοκινητόδρομους που θα διαπλατύνονταν μόνο για τη διέλευση αυτοκινήτων. Ήθελαν η πόλη να διατηρηθεί και να μετατραπεί, προκειμένου να μην παραδοθεί στην κυκλοφορία. Επίσης τους άρεσαν τα ναρκωτικά, επένδυαν στα ναρκωτικά για τη δημιουργία νέων καταστάσεων, η φαντασία τους έπαιρνε τη σπίθα από το LSD, τότε υπήρχε το LSD.

[…]

Κ.Ρ: Έτσι λοιπόν η ύπαρξη των μικροκοινωνιών ή των ομάδων όπως αυτή των σιτουασιονιστών, ήταν από μόνες τους «νέες καταστάσεις»;

Α.Λ: Ναι, σ΄ ένα μεγάλο βαθμό. Αλλά, δεν θα΄ πρεπε να υπερβάλλουμε όμως. για το πόσοι ήταν συγχρόνως την εκάστοτε χρονική περίοδο. Πρέπει να γνωρίζετε πως η Καταστασιακή Διεθνής δεν είχε περισσότερα από δέκα μέλη συγχρόνως. Υπήρχαν δύο ή τρεις Βέλγοι, δύο ή τρεις Γερμανοί, όπως ο Κονστάντ, αλλά διαγράφονταν αμέσως. Ο Γκυ Ντεμπόρ ακολούθησε το παράδειγμα του Μπρετόν. Οι διαγραφές ήταν ένα γεγονός. Ποτέ δεν ήμουν μέρος της ομάδας. Θα μπορούσα να είμαι, αλλά ήμουν προσεκτικός, ιδίως εφόσον γνώριζα το χαρακτήρα και τους τρόπους του Ντεμπόρ και τον τρόπο με τον οποίο «αντέγραφε» τον Μπρετόν, «απωθώντας» οποιονδήποτε, προκειμένου να έχει έναν σκληρό πυρήνα. Στο τέλος τα μέλη της S.I ήταν ο Ντεμπόρ, η Μπερνστάιν και ο Βανεγκέμ. Υπήρχαν βέβαια και άλλες ομάδες (δορυφόροι) στις οποίες ήμουν ενταγμένος, όπως και ο Ασκερ Γιορν άλλωστε. Ο Ασκερ Γιορν είχε επίσης «απωθηθεί». Και ο κακομοίρης ο Κονστάντ είχε διαγραφεί. Για ποιο λόγο; Ο Κονστάντ ως γνωστόν δεν έχτισε τίποτα× ήταν ένας αρχιτέκτονας που δεν έχτιζε, ένας ουτοπικός αρχιτέκτονας. Διαγράφηκε όμως γιατί ένας νεαρός που δούλευε μαζί του, έχτισε μία εκκλησία στη Γερμανία× εξορίστηκε λοιπόν για λόγους καταστροφικής επιρροής. Σαχλαμάρες, ήταν, στην πραγματικότητα, η διατήρηση του εαυτού του σε μια αγνή κατάσταση, σαν κρύσταλλο. Ο δογματισμός του Ντεμπόρ ήταν πανομοιότυπος μ εαυτόν του Μπρετόν και ίσως, επιπλέον, ένας δογματισμός χωρίς δόγμα, από τότε που η θεωρία των καταστάσεων, της δημιουργίας καταστάσεων, εξαφανίστηκε ταχύτατα αφήνοντας πίσω της μόνο κριτική για τον υπάρχοντα κόσμο, από εκεί δηλαδή που ξεκίνησαν όλα× την «κριτική της καθημερινής ζωής».

Κ.Ρ: Πως η συνεργασία σου με τους σιτουασιονιστές άλλαξε ή ενέπνευσε την άποψή σου για την πόλη; άλλαξε ή όχι η αντίληψή σου;

Α.Λ: Ήταν μια πορεία, παράλληλη. Η άποψή μου για την πόλη είχε εντελώς διαφορετικές πηγές […] Αλλά την ίδια ακριβώς στιγμή που γνώρισα τον Ντεμπόρ (1957) γνώρισα και τον Κονστάντ. Γνώριζα ότι οι Provos στο Αμστερνταμ ενδιαφέρονταν για την πόλη, και πήγα εκεί για να δω τι συμβαίνει, ίσως και δέκα φορές. Απλά για να δω την γραμμή του κινήματος, αν έπαιρνε πολιτική γραμμή. Υπήρχαν Provos εκλεγμένοι στο συμβούλιο της πόλης στο Αμστερνταμ. Ξεχνώ πια χρονιά, αλλά πήραν μεγάλη νίκη στις δημοτικές εκλογές. Αργότερα, μετά από αυτό, όλα διαλύθηκαν. Όλα αυτά ήταν τμήμα και σύνολο του αυτού πράγματος. Και μετά το 1960 εμφανίστηκε το μεγάλο κίνημα της πολεοδομίας. Οι Σιτουασιονιστές εγκατέλειψαν τη θεωρία της ενιαίας πολεοδομίας, από τότε που η ενιαία πολεοδομία είχε συγκεκριμένο νόημα για τις ιστορικές πόλεις, όπως το Αμστερνταμ, που έπρεπε να ανανεωθεί, να μεταμορφωθεί. Αλλά από τη στιγμή που η ιστορική πόλη χωρίστηκε σε περιφερικές (περίχωρα), όπως συνέβη με το Παρίσι και παρόμοιες πόλεις, όπως το Λος Αντζελες, το Σαν Φρανσίσκο, άγριες προεκτάσεις της ίδιας της πόλης× η ενιαία πολεοδομία έχασε κάθε νόημα. Θυμάμαι πάρα πολύ καθαρά, παρόμοιες συζητήσεις με το Γκυ Ντεμπόρ , που έλεγε ότι η πολεοδομία γίνεται σιγά-σιγά ιδεολογία. Είχε απόλυτο δίκιο, από τη στιγμή που υπήρχε ένα επίσημο δόγμα για την πολεοδομία. Νομίζω ότι η πολεοδομία χρονολογείται από το 1961 στο Παρίσι (χρονική στιγμή που η πολεοδομία γίνεται ιδεολογία). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το πρόβλημα της πόλης λύθηκε, κάθε άλλο. Αλλά σ΄ αυτή την περίοδο οι σιτουασιονιστές είχαν εγκαταλείψει τη θεωρία της ενιαίας πολεοδομίας. Αλλωστε, πιστεύω, πως ακόμα και η περιπλάνηση, τα πειράματα περιπλάνησης, άρχισαν να εγκαταλείπονται. Δεν είμαι όμως σίγουρος για το πώς αυτό συνέβη, γιατί αυτή ήταν και η χρονική στιγμή που διακόψαμε κάθε σχέση.

Σημειώσεις:

1. Στο κείμενο αναφέρεται η μπροσούρα που είχε εκδώσει ομάδα φοιτητών το 1966, «για την αθλιότητα των φοιτητικών κύκλων». Το κείμενο αυτό (γραμμένο από το Μουσταφά Καγιατί), στο σύνολό του, έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από τους Αλεξίου ~ Χαλκιά και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος.

2. Το κίνημα COBRA που αναφέρεται στο κείμενο, ήταν αποτέλεσμα συνένωσης μικρότερων ομάδων, η Cobra εξέδιδε το περιοδικό reflex. Το όνομα «Cobra» το αποτελούσαν τα αρχικά των πόλεων «Κοπενχάγη, Βρυξέλλες, Aμστερνταμ». Ιδρυτές της ομάδας ήταν ο Γιορν, ο Ντορεμόν, ο Κορνέιγ, ο Κονστάντ και ο Aπελ.

3. Η Καταστασιακή Διεθνής ιδρύθηκε το 1957 μετά από συνδιάσκεψη στη βόρεια Ιταλία, για μια ενιαία δράση των πρωτοποριακών κινημάτων. περνώντας από διάφορες φάσεις (με κορυφαία αυτή του τέλους της 1ης φάσης το ΄62) κράτησε μέχρι το 1972.

4. Η Μισέλ Μπερνστάιν ήταν σύντροφος του Γκυ Ντεμπόρ (μέχρι το 1967). Το 1997 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «ΟΞΥ», το βιβλίο της «όλα τα άλογα του βασιλιά».

5. Η περιπλάνηση (derive) αναφέρεται αναλυτικά στα βιβλία «τι είναι ο Λετρισμός» του Γκυ Ντεμπόρ, «η περιπλάνηση και οι σιτουασιονιστές» του Thomas McDonough) και η «θεωρία της περιπλάνησης» του Γκυ Ντεμπόρ. Περιληπτικά, σαν περιπλάνηση ορίζει την τεχνική του βιαστικού περάσματος μέσα από ποικίλες ατμόσφαιρες μιας πόλης.

6. Οι σιτουασιονιστές εννοούσαν «ενιαία πολεοδομία» τη θεωρία της συνολικής χρήσης των τεχνών και των τεχνικών που συμβάλλουν στην ολοκληρωμένη κατασκευή ενός περιβάλλοντος, σε δυναμική σχέση με εμπειρίες της συμπεριφοράς.

Πηγές των σημειώσεων:

1. «Πρωτοπορίες και κινήματα», αφιέρωμα του περιοδικού διαβάζω, την επιμέλεια του οποίου είχε αναλάβει ο Ι. Μπαμπασάκης (Τεύχος: 270 18/9/91).

2. «Βορειοδυτικό πέρασμα» Ι. Μπαμπασάκης, εκδόσεις Ελεύθερος τύπος.

3. «Το αισθητικό και το πολιτικό» εκδόσεις Ελ.Τύπος, μετ: Πάνος Τσαχαγέας, Νίκος Αλεξίου.

4. «Τι είναι Λετρισμός» Γκυ Ντεμπόρ, μτφ: Αλέξανδρος Ζαγκούρογλου, εκδόσεις Ελεύθερος τύπος.

5. «Για την αθλιότητα των φοιτητικών κύκλων», S.I. μτφ: Νίκος Αλεξίου Διονύσης Χαλκιάς, εκδόσεις: Ελεύθερος τύπος.

6. «Η περιπλάνηση και οι σιτουσιονιστές», Thomas Mc Donough, μτφ: Παναγιώτης Καλαμαράς, εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα.

7. «Το αισθητικό και το πολιτικό», μτφ: Πάνος Τσαχαγέας Νίκος Αλεξίου, εκδόσεις Ελεύθερος τύπος. (Ανθολογία κειμένων από την Cobra στην S.I.) Για πρώτη φορά ίσως, μετά το «ξεπέρασμα της τέχνης» (από τις εκδόσεις Ύψιλον), τόσο εκτεταμένη συλλογή κειμένων.


Πηγή: επιθεώρηση «PRAXI», τεύχος 1

Κυριακή 29 Μαρτίου 2009

FACP: ΟΙ ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ


Μια σοβαρή αδυναμία από την οποία ταλαιπωρείται ο αναρχισμός είναι η κατάσταση στην οποία βυθίστηκε από εκείνους που έχουν πολύ μικρή σχέση με τον αναρχισμό και πολύ μεγαλύτερη με τον μικροαστισμό ή τα φιλελεύθερα αισθήματα: νιχιλιστές, υπαρξιστές, αναρχοκαπιταλιστές, πρωτογονιστές και άλλους.

«Ο αναρχισμός δεν σημαίνει καν μυστικισμό ούτε ασαφείς λέξεις για την ομορφιά ή την απελπισία. Το μεγαλείο του οφείλεται κυρίως στην αφοσίωσή του στις αιτίες της καταπίεσης σε βάρος της ανθρωπότητας. Φέρνει μέσα του τη φιλοδοξία των μαζών για την αλήθεια, τον ηρωισμό και τη μεγάλη τους θέληση, αντιπροσωπεύει αυτή τη στιγμή τη μόνη κοινωνική ιδεολογία πάνω στην οποία οι μάζες μπορούν να στηριχθούν και να εμπιστευθούν για ν’ αναλάβουν τον αγώνα τους. Δεν είναι αρκετό για τον αναρχισμό να είναι μια μεγάλη ιδέα και οι αναρχικοί οι πλατωνικοί του αντιπρόσωποι. Οι αναρχικοί πρέπει να συμμετέχουν μόνιμα στο μαζικό επαναστατικό κίνημα και να συνεργάζονται μ’ αυτό. Μόνο τότε αυτό το κίνημα θα αναπνεύσει αληθινά την αυθεντική ατμόσφαιρα του αναρχικού ιδανικού. Τίποτα δεν αποκτιέται δωρεάν. Όλες οι υποθέσεις απαιτούν προσπάθειες και θυσίες. Ο αναρχισμός πρέπει να βρει μια ενότητα στόχων και δράσης και να επιτύχει μια ακριβή πραγματοποίηση του ιστορικού του ρόλου. Ο αναρχισμός πρέπει να διαπεράσει τις καρδιές των μαζών και να διαχυθεί σ’ αυτές».

Εάν είμαστε διασκορπισμένοι, η επιρροή μας θα μειωθεί κατά τη διάρκεια των αγώνων, και ειδικά εάν είμαστε ολιγάριθμοι. Σε μια τέτοια κατάσταση η ικανότητά μας μειώνεται αρκετά, στερούμαστε προγραμμάτων, βλέπουμε τι γίνεται γύρω μας, αλλά πάσχουμε από έλλειψη ικανότητας να ενεργήσουμε και πέφτουμε σε κατάθλιψη. Μερικές φορές, οι σύντροφοι συνδέονται με προγράμματα άλλων τάσεων με τις οποίες έχουν ασύμβατες διαφωνίες. Επομένως, η πρότασή μας είναι ότι πρέπει να οργανωθούμε. Θέλουμε να δούμε το Αναρχικό Κίνημα στους δρόμους, τα εργοστάσια, τις κοινότητες, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Θέλουμε να είμαστε μια επαναστατική δύναμη, αγωνιζόμενοι ενάντια στον καπιταλισμό και τον απολυταρχισμό διαμέσου των μεθόδων της μαζικής άμεσης δράσης, της οριζοντιότητας, της αλληλεγγύης, της αυτοδιεύθυνσης, της ελευθερίας, της ισότητας και της ομοσπονδιοποίησης.

Πεποίθησή μας είναι ότι η προπαρασκευαστική εργασία είναι αναπόφευκτη εάν οι κοινωνικοί αγώνες πρόκειται να είναι νικηφόροι. Ο στόχος μας θα πρέπει να είναι η δημιουργία μιας επαναστατικής ταξικής στρατηγικής από την οποία θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό το μέλλον του κινήματος. Είναι, επομένως, απαραίτητο να οργανωθούμε.

Πηγή: το Μανιφέστο της Αναρχικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας Πορτογαλίας (Federacao Anarquista Comunista de Portugal - FACP) που εγκρίθηκε στην ιδρυτική συνέλευσή της στις 7 Οκτωβριου 2007

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2009

Τζωρτζ Όργουελ

Τζωρτζ Όργουελ (George Orwell, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Έρικ Άρθουρ Μπλαιρ, Eric Arthur Blair, Bεγγάλη, 25 Ιουνίου 1903 – Λονδίνο, 21 Ιανουαρίου 1950).

Βρετανός σοσιαλιστής συγγραφέας, ποιητής και δημοσιογράφος, γνωστός κυρίως από τα αντιαυταρχικά – αντισταλινικά μυθιστορήματά του «Η Φάρμα των Ζώων» και «1984».

Γεννήθηκε στο Μοντιχάρι της Βεγγάλης στην Ινδία το 1903, όπου υπηρετούσε ο πατέρας του ως διοικητικός υπάλληλος και έφθασε στην Αγγλία το 1911 με τον επαναπατρισμό της οικογένειάς του. Κατά την περίοδο 1917 - 1921 σπούδασε υπότροφος στο Ήτον (Eton, όπου ανάμεσα στους καθηγητές του ήταν και ο Άλντους Χάξλεϋ, που δίδασκε Γαλλικά) και έκανε σε διάφορα περιοδικά τις πρώτες του δημοσιεύσεις. Το 1922 διορίσθηκε αξιωματούχος στην αστυνομία («Indian Imperial Police») της Βιρμανίας, παραιτήθηκε όμως μετά από 6 χρόνια μη αντέχοντας την αποικιοκρατική ατμόσφαιρα.

Για κάποια χρόνια έζησε φτωχικά στο Παρίσι και το Λονδίνο, κινούμενος στους κύκλους των περιθωριακών, δηλώνοντας «αναρχικός» και κάνοντας διάφορα περιστασιακά επαγγέλματα. Προϊόντα εκείνης της περιόδου είναι τα βιβλία του «Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου» («Down and Out in Paris and London», 1933), «Ημέρες της Μπούρμα» («Burmese Days», 1934), «Η κόρη του παπά» («A Clergyman's Daughter», 1935) και «Ο δρόμος προς την αποβάθρα του Γουίγκαν» («The Road to Wigan Pier», 1937). Το τελευταίο, που καταπιανόταν με τους εξαθλιωμένους ανθρακωρύχους της βόρειας Αγγλίας, γράφτηκε κατά παραγγελία του μαρξιστή εκδότη Victor Gollancz, ο οποίος διηύθυνε τις εκδόσεις «Left Book Club».

Συμμετείχε ενεργά από τον Δεκέμβριο του 1936 στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο ως εθελοντής στην δημοκρατική πολιτοφυλακή της Βαρκελώνης, μέλος του τροτσκιστικού «Εργατικού Κόμματος της Μαρξιστικής Ενοποίησης» (P.O.U.M., «Partido Obrero de Unificación Marxista»). Πήρε μέρος ως υπαξιωματικός σε αρκετές ένοπλες συγκρούσεις στην Αραγωνία και την Χουέσκα (Huesca), αλλά τον Μάϊο του 1937 τραυματίστηκε σοβαρά, όταν μια σφαίρα ελεύθερου σκοπευτή τού διαπέρασε τον λαιμό.

Ενώ νοσηλευόταν με προσωρινή παραλυσία της αριστερής πλευράς του σώματός του και απώλεια της φωνής του, οι σταλινικοί κομμουνιστές κήρυξαν «παράνομο» το P.O.U.M. και άρχισαν να εξοντώνουν τα μέλη του. Κινδυνεύοντας σοβαρά να εκτελεσθεί, ζήτησε στα τέλη του Ιουνίου την βοήθεια του άγγλου πρέσβη στην Βαρκελώνη, ο οποίος του εξασφάλισε την διαφυγή στην Γαλλία. Τις συγκλονιστικές όσο και τραγικές του εμπειρίες αποτύπωσε όταν επέστρεψε στην Αγγλία στο γνωστό βιβλίο του «Φόρος τιμής στην Καταλωνία» («Homage to Catalonia», 1938), το οποίο, καθώς ερχόταν σε αντίθεση με τις ορέξεις τόσο του δεξιού τύπου της χώρας όσο και της ημερήσιας εφημερίδας «Daily Worker» του Κομμουνιστικού Κόμματος, μέχρι το 1950 δεν είχε πουλήσει περισσότερα από 1.500 αντίτυπα.

Την επόμενη χρονιά εξέδωσε του «Coming up for Air», ενώ από τον Αύγουστο του 1941 και για όλη την διάρκεια του Β Παγκόσμιου Πολέμου εργάστηκε στο BBC («British Broadcasting Corporation») για τα προπαγανδιστικά ειδησεογραφικά προγράμματα που εκπέμπονταν στην Ινδία. Παράλληλα με το BBC εργαζόταν και στην εφημερίδα «Observer», ενώ μετά τον πόλεμο, ως λογοτεχνικός συντάκτης στην σοσιαλιστική εφημερίδα «Tribune» (στην οποία τον είχε καλέσει το 1943 ο εκδότης Aneurin Bevan), άρχισε να διαμορφώνει μέσα από την εβδομαδιαία στήλη του πολιτικές θέσεις με ξεκάθαρα αντιεξουσιαστική σοσιαλιστική κατεύθυνση.

Εκείνη ακριβώς την περίοδο συνέγραψε τα καλύτερα έργα του. Το 1944 εξέδωσε την «Φάρμα των Ζώων» («Animal Farm», μία πολιτική αλληγορία ενάντια στον σταλινισμό, η οποία του κόστισε την απώλεια των περισσότερων από τους έως τότε μαρξιστές φίλους του, ενώ ήδη είχε αρνηθεί να του εκδώσει το βιβλίο ο από το 1937 εκδότης του V. Gollancz). Το 1949 εξέδωσε το περίφημο «1984», ένα απαισιόδοξο μυθιστόρημα με δράση τοποθετημένη στο, τότε, «μακρινό» και «μελλοντικό» έτος 1984, όπου περιγραφόταν ένα εφιαλτικό ολοκληρωτικό αστυνομικό κράτος, στο οποίο η παραμικρή λεπτομέρεια της ατομικής και συλλογικής ζωής, που διαμορφώνονταν και οι δύο από την «νεογλώσσα» - «newspeak» και την «διπλοσκέψη» - «doublethink», ελεγχόταν αυστηρά από τον αόρατο δικτάτορα «Μεγάλο Αδελφό» («Big Brother»): «όποιος ελέγχει τη γλώσσα ενός ανθρώπου, ελέγχει και τις σκέψεις του» ανέφερε μέσα στο «1984» ο Όργουελ.

Συνέγραψε και ποιήματα («Romance», «Awake! Young Men of England», «Kitchener», «The Pagan», «The Lesser Evil», «Poem From Burma», κ.ά.), ενω λίγες ημέρες πριν πεθάνει σε νοσοκομείο του Λονδίνου από φυματίωση τον Ιανουάριο του 1950, απαγόρευσε την συγγραφή βιογραφιών του, πράγμα που όμως δεν τηρήθηκε, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο.

Πηγή: Το KNOL του Βλάση Ρασσιά για τον Τζωρτζ Όργουελ