ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΑΣΗ
(αποσπάσματα)
«Κοίτα πού τελετουργούμε.
Όλοι ζούμε στην πόλη.
Η πόλη σχηματίζει –τις περισσότερες φορές οργανικά, αλλά παρ’ όλα αυτά αναπόφευκτα– έναν κλοιό. Ένα παιγνίδι. Έναν κλοιό θανάτου που έχει σεξ στο κέντρο του. Πάρε το αμάξι και πήγαινε στα περίχωρα, στα προάστια. Στις άκρες τους θ’ ανακαλύψεις ζώνες διαστροφής και πλήξης, ζώνες παιδικής πορνείας. Όμως σ’ αυτόν το βρώμικο δακτύλιο, που μόλις βγει ο ήλιος περικλείει τη βιομηχανική περιοχή, υπάρχει η μόνη πραγματική ζωή του πλήθους στον πλανήτη μας, η μόνη ζωή του δρόμου, η ζωή της νύχτας. Δειγματολόγια ασθενειών σε ξενοδοχεία του ενός δολαρίου, φθηνές πανσιόν, μπαρ, ενεχυροδανειστήρια, πορνεία και λαϊκά θεάματα, σε στοές που διαρκώς ξεψυχάνε αλλά δεν πεθαίνουν ποτέ, σε δρόμους και σε κινηματογράφους που παίζουν όλη τη νύχτα.
Όταν πεθαίνει το παιγνίδι, γίνεται αγώνας.
Όταν πεθαίνει ο έρωτας, γίνεται οργασμός.
Όλα τα παιγνίδια περιέχουν την ιδέα του θανάτου».
(...)
«Η κάμερα, ο θεός που τα βλέπει όλα, ικανοποιεί τον πόθο μας για την παντογνωσία. Να κατασκοπεύεις τους άλλους απ’ αυτό το ύψος και από αυτήν την γωνία: οι πεζοί μπαινοβγαίνουν στο φακό μας σαν σπάνια υδρόβια ζωϋφια.
Το όπλο της γιόγκα. Να γίνεσαι αόρατος ή μικροσκοπικός. Να γίνεσαι γίγαντας και να φθάνεις τα πιο μακρινά πράγματα. Να αλλάζεις την πορεία της Φύσης. Να ταξιδεύεις παντού στον χώρο και τον χρόνο. Να καλείς τους νεκρούς. Μα προεκτείνεις τις αισθήσεις και να συλλαμβάνεις απρόσιτες εικόνες γεγονότων από άλλους κόσμους, ή από το πιο βαθύ κομμάτι του μυαλού σου, ή από το μυαλό των άλλων.
Το όπλο του σκοπευτή είναι η προέκταση του ματιού του. Σκοτώνει με θανατηφόρα όραση».
(...)
«Γιάτρεψε την τύφλα με το σάλιο μιας πουτάνας»
(...)
«Οι ταινίες είναι μια αλυσίδα από νεκρές εικόνες που τους γίνεται τεχνητή γονιμοποίηση.
Οι θεατές του κινηματογράφου είναι ήρεμοι βρικόλακες.
Ο κινηματογράφος είναι η πιο ολοκληρωτική απ’ τις τέχνες. Όλη η ενέργεια και η αίσθηση απορροφιούνται μέσα στο κρανίο σε μια εγκεφαλική στύση, το κρανίο γεμίζει με αίμα. Ο Καλιγούλας ήθελε να έχουν όλοι οι υπήκοοί του έναν μόνο σβέρκο, ώστε ν’ αποκεφαλίσει μ’ ένα κτύπημα ολόκληρο το βασίλειό του. Ο κινηματογράφος πετυχαίνει αυτήν την μεταμόρφωση. Το σώμα υπάρχει μόνο για χάρη των ματιών. Γίνεται ένα ξερό κοτσάνι για να στηρίξει αυτά τα δύο τρομερά αχόρταγα πετράδια.
Το φιλμ προσφέρει ένα είδος ψεύτικης αιωνιότητας.
Η έλξη για τον κινηματογράφο προέρχεται από τον φόβο του θανάτου».
(...)
«Φαντασμαγορία, παραστάσεις του μαγικού λυχναριού, θεάματα χωρίς υπόσταση. Πετύχαιναν μια απόλυτη αισθητική εμπειρία με θόρυβο, λιβάνι, αστραπή και νερό. Μπορεί να έλθει κάποτε η ημέρα που θα πηγαίνουμε στο Μετεωρολογικό Θέατρο για να θυμηθούμε πώς ήταν η βροχή».
(...)
«Ο θεατής είναι ένα ζώο που πεθαίνει.
Επικαλέσου, εξευμένισε, διώξε τους νεκρούς. Διώξε την νύκτα».
(...)
«Οι Κύριοι διαθέτουν κρυφές εισόδους και ξέρουν να μεταμφιέζονται. Ωστόσο τους προδίδουν τα πιο απλά πράγματα. Πολύ φως που ανακλά στο μάτι, μια λανθασμένη χειρονομία, ένα βλέμμα πολύ απόμακρο και παράξενο.
Οι Κύριοι μάς κατευνάζουν με εικόνες. Μας δίνουν βιβλία, συναυλίες, γκαλερί, σώου και κινηματογράφο. Ιδιαίτερα κινηματογράφο. Με την τέχνη θολώνουν τα νερά και μας κάνουν να μη βλέπουμε την σκλαβιά μας. Η τέχνη στολίζει τους τοίχους της φυλακής μας, μας κρατάει αμίλητους, απασχολημένους και αδιάφορους».
(αποσπάσματα)
«Κοίτα πού τελετουργούμε.
Όλοι ζούμε στην πόλη.
Η πόλη σχηματίζει –τις περισσότερες φορές οργανικά, αλλά παρ’ όλα αυτά αναπόφευκτα– έναν κλοιό. Ένα παιγνίδι. Έναν κλοιό θανάτου που έχει σεξ στο κέντρο του. Πάρε το αμάξι και πήγαινε στα περίχωρα, στα προάστια. Στις άκρες τους θ’ ανακαλύψεις ζώνες διαστροφής και πλήξης, ζώνες παιδικής πορνείας. Όμως σ’ αυτόν το βρώμικο δακτύλιο, που μόλις βγει ο ήλιος περικλείει τη βιομηχανική περιοχή, υπάρχει η μόνη πραγματική ζωή του πλήθους στον πλανήτη μας, η μόνη ζωή του δρόμου, η ζωή της νύχτας. Δειγματολόγια ασθενειών σε ξενοδοχεία του ενός δολαρίου, φθηνές πανσιόν, μπαρ, ενεχυροδανειστήρια, πορνεία και λαϊκά θεάματα, σε στοές που διαρκώς ξεψυχάνε αλλά δεν πεθαίνουν ποτέ, σε δρόμους και σε κινηματογράφους που παίζουν όλη τη νύχτα.
Όταν πεθαίνει το παιγνίδι, γίνεται αγώνας.
Όταν πεθαίνει ο έρωτας, γίνεται οργασμός.
Όλα τα παιγνίδια περιέχουν την ιδέα του θανάτου».
(...)
«Η κάμερα, ο θεός που τα βλέπει όλα, ικανοποιεί τον πόθο μας για την παντογνωσία. Να κατασκοπεύεις τους άλλους απ’ αυτό το ύψος και από αυτήν την γωνία: οι πεζοί μπαινοβγαίνουν στο φακό μας σαν σπάνια υδρόβια ζωϋφια.
Το όπλο της γιόγκα. Να γίνεσαι αόρατος ή μικροσκοπικός. Να γίνεσαι γίγαντας και να φθάνεις τα πιο μακρινά πράγματα. Να αλλάζεις την πορεία της Φύσης. Να ταξιδεύεις παντού στον χώρο και τον χρόνο. Να καλείς τους νεκρούς. Μα προεκτείνεις τις αισθήσεις και να συλλαμβάνεις απρόσιτες εικόνες γεγονότων από άλλους κόσμους, ή από το πιο βαθύ κομμάτι του μυαλού σου, ή από το μυαλό των άλλων.
Το όπλο του σκοπευτή είναι η προέκταση του ματιού του. Σκοτώνει με θανατηφόρα όραση».
(...)
«Γιάτρεψε την τύφλα με το σάλιο μιας πουτάνας»
(...)
«Οι ταινίες είναι μια αλυσίδα από νεκρές εικόνες που τους γίνεται τεχνητή γονιμοποίηση.
Οι θεατές του κινηματογράφου είναι ήρεμοι βρικόλακες.
Ο κινηματογράφος είναι η πιο ολοκληρωτική απ’ τις τέχνες. Όλη η ενέργεια και η αίσθηση απορροφιούνται μέσα στο κρανίο σε μια εγκεφαλική στύση, το κρανίο γεμίζει με αίμα. Ο Καλιγούλας ήθελε να έχουν όλοι οι υπήκοοί του έναν μόνο σβέρκο, ώστε ν’ αποκεφαλίσει μ’ ένα κτύπημα ολόκληρο το βασίλειό του. Ο κινηματογράφος πετυχαίνει αυτήν την μεταμόρφωση. Το σώμα υπάρχει μόνο για χάρη των ματιών. Γίνεται ένα ξερό κοτσάνι για να στηρίξει αυτά τα δύο τρομερά αχόρταγα πετράδια.
Το φιλμ προσφέρει ένα είδος ψεύτικης αιωνιότητας.
Η έλξη για τον κινηματογράφο προέρχεται από τον φόβο του θανάτου».
(...)
«Φαντασμαγορία, παραστάσεις του μαγικού λυχναριού, θεάματα χωρίς υπόσταση. Πετύχαιναν μια απόλυτη αισθητική εμπειρία με θόρυβο, λιβάνι, αστραπή και νερό. Μπορεί να έλθει κάποτε η ημέρα που θα πηγαίνουμε στο Μετεωρολογικό Θέατρο για να θυμηθούμε πώς ήταν η βροχή».
(...)
«Ο θεατής είναι ένα ζώο που πεθαίνει.
Επικαλέσου, εξευμένισε, διώξε τους νεκρούς. Διώξε την νύκτα».
(...)
«Οι Κύριοι διαθέτουν κρυφές εισόδους και ξέρουν να μεταμφιέζονται. Ωστόσο τους προδίδουν τα πιο απλά πράγματα. Πολύ φως που ανακλά στο μάτι, μια λανθασμένη χειρονομία, ένα βλέμμα πολύ απόμακρο και παράξενο.
Οι Κύριοι μάς κατευνάζουν με εικόνες. Μας δίνουν βιβλία, συναυλίες, γκαλερί, σώου και κινηματογράφο. Ιδιαίτερα κινηματογράφο. Με την τέχνη θολώνουν τα νερά και μας κάνουν να μη βλέπουμε την σκλαβιά μας. Η τέχνη στολίζει τους τοίχους της φυλακής μας, μας κρατάει αμίλητους, απασχολημένους και αδιάφορους».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου