«Ο λευκός δεν καταλαβαίνει τους τρόπους μας. Ένα κομμάτι γης μοιάζει σ’ αυτόν μ’ ένα οποιοδήποτε κομμάτι, γιατί είναι ένας ξένος που έρχεται μέσα στην νύχτα και παίρνει ό,τι έχει ανάγκη. Η γη δεν είναι σύντροφός του, αλλά εχθρός του. Με την απληστία του θα την καταβροχθίσει και δε θ’ αφήσει πίσω του τίποτα παρά μόνο ερημιά…
Το πεντακάθαρο νερό που κυλά στα ρυάκια και τα ποτάμια, μεταφέρει στο διάβα του και το αίμα των προγόνων μας. Το μουρμουρητό του είναι η φωνή τους. Κάθε φευγαλέα αντανάκλαση του φωτός επάνω στο διάφανο νερό των λιμνών εξιστορεί γεγονότα και παραδόσεις από την ζωή του λαού μας. Τα ποτάμια είναι αδέλφια μας. Σβήνουν τη δίψα μας. Μεταφέρουν τις πιρόγες μας και θρέφουν τα παιδιά μας. Αν σας πουλήσουμε την γη μας, μη ξεχάσετε να μάθετε και στα δικά σας παιδιά πως τα ποτάμια είναι αδέλφια όλων μας…
Δεν καταλαβαίνω... οι τρόποι μας είναι διαφορετικοί από τους δικούς σας. Η όψη των πόλεων σας κάνει κακό στα μάτια του ερυθρόδερμου. Ο θόρυβος ταράζει τα αυτιά μας. Αλλά αυτό μπορεί να συμβαίνει επειδή είμαι ένας άγριος και δεν καταλαβαίνω… Την αδικαιολόγητη απαίτηση να αγοράσετε τη γη μας, θα την σκεφθούμε όμως προσεκτικά...
Αν δεχτούμε, θα βάλω έναν όρο… Ο λευκός άνθρωπος θα πρέπει να συμπεριφέρεται στα ζώα σαν να είναι αδέλφια του. Είμαι άγριος και δεν καταλαβαίνω γιατί ο λευκός αφήνει πίσω του χιλιάδες νεκρούς βίσωνες, πυροβολώντας τους μόνο για το κέφι του μέσα από το σιδερένιο άλογο που καπνίζει, ενώ εμείς δεν σκοτώνουμε παρά μόνο για να τραφούμε…
Τι είναι ο άνθρωπος χωρίς τα ζώα; Εάν εξαφανίζονταν όλα τα ζώα, ο άνθρωπος θα πέθαινε από μεγάλη πνευματική ερημιά. Ό,τι συμβεί στα ζώα θα συμβεί σύντομα και στον άνθρωπο. Ξέρουμε τουλάχιστον αυτό: η γη δεν ανήκει στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος ανήκει στην γη. Κι ακόμα ξέρουμε πως εμείς δεν δημιουργήσαμε τον ιστό της ζωής, αλλά αποτελούμε μόνο μια απλή κλωστή του. Εάν προκαλέσουμε κάποια καταστροφή στον ιστό, οι συνέπειες θα έρθουν και σε εμάς τους ίδιους... Πρέπει να το πάρουμε απόφαση: η νύχτα και η ημέρα δεν μπορούν να υπάρξουν μαζί, την ίδια στιγμή...
Θα την σκεφθούμε ωστόσο την πρόταση σας. Δεν έχει σημασία πού θα περάσουμε το υπόλοιπο της ζωής μας. Τα παιδιά μας είδαν τους πατεράδες τους ταπεινωμένους. Οι πολεμιστές μας ντροπιάστηκαν. Μετά τις ήττες περνούν τις ημέρες τους άσκοπα και δηλητηριάζουν τα κορμιά τους με δυνατό ποτό. Μετά από λίγους χειμώνες, μετά από λίγα φεγγάρια, κανένα παιδί των μεγάλων φυλών δε θα μείνει για να πενθήσει ένα λαό, που κάποτε ήταν δυνατός και με πολλές ελπίδες, όπως ο δικός σας σήμερα. Τι να πενθήσω; Τι να πενθήσω απ’ τον αφανισμό του λαού μου; Οι λαοί αποτελούνται από ανθρώπους και οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν όπως τα κύματα της θάλασσας.
Ο καιρός της δικής σας παρακμής είναι ακόμα μακριά αλλά κι αυτός θα’ ρθει. Κανείς δεν ξεφεύγει από το γραφτό του. Μολύνετε το κρεβάτι σας και μια νύχτα θα πάθετε ασφυξία από τα ίδια σας τα απορρίμματα. Αν ξέραμε τα όνειρα του λευκού…
Ο Θεός σας προσφέρει κυριαρχία στα ζώα, τα δάση και τους ερυθρόδερμους για τον δικό του προφανώς λόγο. Όμως αυτός ο λόγος είναι ένα αίνιγμα για μας. Είναι κάτι που δεν καταλαβαίνουμε, όταν όλοι οι βίσωνες εξοντώνονται, τα άγρια άλογα δαμάζονται, οι απόκρυφες γωνιές του δάσους μολύνονται από τους ανθρώπους και η όψη των λόφων που είναι γεμάτη από λουλούδια γεμίζει από τα καλώδια του τηλεγράφου.
Πού είναι η λόχμη; Εξαφανισμένη.
Πού είναι ο αετός; Εξαφανισμένος.
Αυτό είναι το τέλος της ζωής και η αρχή του θανάτου.
Όταν ο τελευταίος Ινδιάνος λείψει από τη γη κι ο λευκός θα φέρνει στην μνήμη του τον λαό μου μόνο σαν έναν αρχαίο θρύλο, οι ψυχές των νεκρών μας θα ταξιδεύουν σαν το σύννεφο επάνω από τον κάμπο, θα γεμίζουν τις ακρογιαλιές και θα φιλοξενούνται στα δάση που αγάπησαν, όπως το μωρό που αγαπά τον χτύπο της μητρικής καρδιάς. Ο λευκός δε θα ’ναι ποτέ μόνος σ’ αυτόν τον τόπο. Ας μεταχειριστεί λοιπόν τον λαό μου με δικαιοσύνη και ειλικρίνεια, γιατί στους νεκρούς δεν λείπει η δύναμη.
Μίλησα για θάνατο. Δεν υπάρχει όμως θάνατος, παρά μόνο αλλαγή κόσμων».
(Αποσπάσματα από την συγκλονιστική απάντηση του Σηάτλ, αρχηγού των Ινδιάνων Ντουάμις, στον πρόεδρο των Η.Π.Α. το έτος 1854)
Το πεντακάθαρο νερό που κυλά στα ρυάκια και τα ποτάμια, μεταφέρει στο διάβα του και το αίμα των προγόνων μας. Το μουρμουρητό του είναι η φωνή τους. Κάθε φευγαλέα αντανάκλαση του φωτός επάνω στο διάφανο νερό των λιμνών εξιστορεί γεγονότα και παραδόσεις από την ζωή του λαού μας. Τα ποτάμια είναι αδέλφια μας. Σβήνουν τη δίψα μας. Μεταφέρουν τις πιρόγες μας και θρέφουν τα παιδιά μας. Αν σας πουλήσουμε την γη μας, μη ξεχάσετε να μάθετε και στα δικά σας παιδιά πως τα ποτάμια είναι αδέλφια όλων μας…
Δεν καταλαβαίνω... οι τρόποι μας είναι διαφορετικοί από τους δικούς σας. Η όψη των πόλεων σας κάνει κακό στα μάτια του ερυθρόδερμου. Ο θόρυβος ταράζει τα αυτιά μας. Αλλά αυτό μπορεί να συμβαίνει επειδή είμαι ένας άγριος και δεν καταλαβαίνω… Την αδικαιολόγητη απαίτηση να αγοράσετε τη γη μας, θα την σκεφθούμε όμως προσεκτικά...
Αν δεχτούμε, θα βάλω έναν όρο… Ο λευκός άνθρωπος θα πρέπει να συμπεριφέρεται στα ζώα σαν να είναι αδέλφια του. Είμαι άγριος και δεν καταλαβαίνω γιατί ο λευκός αφήνει πίσω του χιλιάδες νεκρούς βίσωνες, πυροβολώντας τους μόνο για το κέφι του μέσα από το σιδερένιο άλογο που καπνίζει, ενώ εμείς δεν σκοτώνουμε παρά μόνο για να τραφούμε…
Τι είναι ο άνθρωπος χωρίς τα ζώα; Εάν εξαφανίζονταν όλα τα ζώα, ο άνθρωπος θα πέθαινε από μεγάλη πνευματική ερημιά. Ό,τι συμβεί στα ζώα θα συμβεί σύντομα και στον άνθρωπο. Ξέρουμε τουλάχιστον αυτό: η γη δεν ανήκει στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος ανήκει στην γη. Κι ακόμα ξέρουμε πως εμείς δεν δημιουργήσαμε τον ιστό της ζωής, αλλά αποτελούμε μόνο μια απλή κλωστή του. Εάν προκαλέσουμε κάποια καταστροφή στον ιστό, οι συνέπειες θα έρθουν και σε εμάς τους ίδιους... Πρέπει να το πάρουμε απόφαση: η νύχτα και η ημέρα δεν μπορούν να υπάρξουν μαζί, την ίδια στιγμή...
Θα την σκεφθούμε ωστόσο την πρόταση σας. Δεν έχει σημασία πού θα περάσουμε το υπόλοιπο της ζωής μας. Τα παιδιά μας είδαν τους πατεράδες τους ταπεινωμένους. Οι πολεμιστές μας ντροπιάστηκαν. Μετά τις ήττες περνούν τις ημέρες τους άσκοπα και δηλητηριάζουν τα κορμιά τους με δυνατό ποτό. Μετά από λίγους χειμώνες, μετά από λίγα φεγγάρια, κανένα παιδί των μεγάλων φυλών δε θα μείνει για να πενθήσει ένα λαό, που κάποτε ήταν δυνατός και με πολλές ελπίδες, όπως ο δικός σας σήμερα. Τι να πενθήσω; Τι να πενθήσω απ’ τον αφανισμό του λαού μου; Οι λαοί αποτελούνται από ανθρώπους και οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν όπως τα κύματα της θάλασσας.
Ο καιρός της δικής σας παρακμής είναι ακόμα μακριά αλλά κι αυτός θα’ ρθει. Κανείς δεν ξεφεύγει από το γραφτό του. Μολύνετε το κρεβάτι σας και μια νύχτα θα πάθετε ασφυξία από τα ίδια σας τα απορρίμματα. Αν ξέραμε τα όνειρα του λευκού…
Ο Θεός σας προσφέρει κυριαρχία στα ζώα, τα δάση και τους ερυθρόδερμους για τον δικό του προφανώς λόγο. Όμως αυτός ο λόγος είναι ένα αίνιγμα για μας. Είναι κάτι που δεν καταλαβαίνουμε, όταν όλοι οι βίσωνες εξοντώνονται, τα άγρια άλογα δαμάζονται, οι απόκρυφες γωνιές του δάσους μολύνονται από τους ανθρώπους και η όψη των λόφων που είναι γεμάτη από λουλούδια γεμίζει από τα καλώδια του τηλεγράφου.
Πού είναι η λόχμη; Εξαφανισμένη.
Πού είναι ο αετός; Εξαφανισμένος.
Αυτό είναι το τέλος της ζωής και η αρχή του θανάτου.
Όταν ο τελευταίος Ινδιάνος λείψει από τη γη κι ο λευκός θα φέρνει στην μνήμη του τον λαό μου μόνο σαν έναν αρχαίο θρύλο, οι ψυχές των νεκρών μας θα ταξιδεύουν σαν το σύννεφο επάνω από τον κάμπο, θα γεμίζουν τις ακρογιαλιές και θα φιλοξενούνται στα δάση που αγάπησαν, όπως το μωρό που αγαπά τον χτύπο της μητρικής καρδιάς. Ο λευκός δε θα ’ναι ποτέ μόνος σ’ αυτόν τον τόπο. Ας μεταχειριστεί λοιπόν τον λαό μου με δικαιοσύνη και ειλικρίνεια, γιατί στους νεκρούς δεν λείπει η δύναμη.
Μίλησα για θάνατο. Δεν υπάρχει όμως θάνατος, παρά μόνο αλλαγή κόσμων».
(Αποσπάσματα από την συγκλονιστική απάντηση του Σηάτλ, αρχηγού των Ινδιάνων Ντουάμις, στον πρόεδρο των Η.Π.Α. το έτος 1854)
2 σχόλια:
Μην κοιτάς που δεν μιλάω!Απλά καμαρώνω τα κείμενα που βάζεις!!Σε χαιρετώ.
βρε παιδί μου σκίζουν τα σπλάχνα μας αυτά τα λόγια...
Δημοσίευση σχολίου