Υπάρχει μία ολόκληρη μυθολογία σχετικά με τον «σύγχρονο οργασμό» ως το τελικά επιθυμητό σημείο. Αυτό είναι βέβαια κάτι που συμβαίνει κάποιες φορές ή που πολλοί υποκρίνονται από μία λανθασμένη αίσθηση γενναιοδωρίας προς τον ερωτικό σύντροφο. Αυτό που ενδιαφέρει είναι ότι κάποιος «δίνει τον εαυτό του» (πραγματικότητα), προϋποθέτοντας ότι και ο άλλος θα κάνει το ίδιο. Πιο βασικό από αυτό είναι η ανάγκη να δει ο άλλος το στάδιο της απώλειας του εαυτού και αυτό εκφράζει μία πιο συνολική και αμοιβαία επιβεβαίωση από τον περιβόητο «σύγχρονο οργασμό». Η εμπειρία της απώλειας του εαυτού είναι η αναγνώριση της μη ύπαρξης του εαυτού και είναι το κλειδί της από-μυστικοποίησης και του περιορισμού των απογειωμένων δομών του εαυτού που συνδέει την προσωπική με την μακροπολιτική συνείδηση…
…Πριν και μετά την στιγμή του «no mind», υπάρχει σίγουρα η πιο έντονη εμπειρία, ο πιο έντονος πόθος, αλλά αυτό είναι εμπειρία στην περιφέρεια του οργασμού, όχι μέσα σε αυτόν.
Όπως και το άλλο τίποτα που ο κόσμος αποκαλεί «εαυτό», ο οργασμός υπάρχει στην Ιστορία και έχει έναν τόπο, αλλά στερείται ουσίας, καθώς καθορίζεται μόνο από τις διευθύνσεις ορισμένων ενεργειών και εμπειριών. Ο οργασμός είναι η καταλληλότερη αντικειμενοποίηση του εαυτού ως ένα ειδικό τίποτα. Έτσι δεν είναι δυνατόν, ακόμα και με τα καλύτερα διαγράμματα και σχήματα, να μιλήσει κανείς «περίπου» για τον οργασμό με ψυχαναλυτικές θεωρήσεις του «εαυτού» ως ένα είδος θήκης μέσα στην οποία τοποθετούνται ή μέσα από την οποία παίρνονται αντικείμενα, ή με την βιολογική θεώρηση, στην οποία η ανθρώπινη οντότητα περιορίζεται σε έναν ουσιαστικά οργανισμό, στον οποίο οι «ενστικτώδεις τάσεις» πρέπει να αφεθούν ελεύθερες σ’ έναν οργασμό. Όλα αυτά συνδέονται με την κοινωνική μάζα.
Στην πραγματικότητα, πρέπει να χρησιμοποιούμε την γλώσσα με έναν τέτοιον τρόπο ώστε να υπονομεύεται η γλώσσα της κανονικής συνείδησης που είναι ανοργασμική. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε την γλώσσα όχι τόσο για να πληροφορίες, αλλά με έναν τρόπο που στον διάλογο οι λέξεις να υπάρχουν για να σχηματίζουν εξαίρετες σιωπές. Αυτή είναι η οργασμική γλώσσα και κατά τον ίδιο τρόπο οι οργασμικές πράξεις καταστρέφουν τον χρόνο του συστήματος, τον «κανονικό» χρόνο, ώστε να μην καταστραφούν από αυτόν.
Στην καπιταλιστική κοινωνία, η κανονικότητα ορίζεται από εκείνους που κατέχουν τα μέσα παραγωγής και ορίζεται αποκλειστικά για το δικό τους ταξικό συμφέρον. Οι ορισμοί τους είναι παραδεκτοί μόνο από όσους είναι ζαλισμένοι και συγχυσμένοι από την συστηματική και, περισσότερο ή λιγότερο, πανούργα παραπληροφόρηση και από λαθεμένες κατευθύνσεις που δίνει ο ελεγχόμενος από τους καπιταλιστές Τύπος, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση, αλλά και το εκπαιδευτικό σύστημα ακόμα, παρ’ όλο που δεν περιέχεται στα ενδιαφέροντά τους. Αυτοί οι άνθρωποι ποτέ δεν θα επαναστατήσουν ενάντια στο καπιταλιστικό μοντέλο και στις ανάλογες σχέσεις παραγωγής, όντας πια εθισμένοι στο να δέχονται την κατασταλτική άποψη της κανονικότητας που συμβαδίζει με αυτό το σύστημα.
Μαζί με αυτή την κατασταλτική κανονικότητα έχουμε την κατασταλτική χρήση του χρόνου. Ο καπιταλιστικός χρόνος, ολοκληρωτικά προσαρμοσμένος από το παραγωγικό σύστημα στην παραγωγή κέρδους, βασισμένος στην δυνατότητα παραγωγής κέρδους από την εργασία των ανθρώπων, φυλακίζει την σεξουαλική ζωή και καταστρέφει όλες τις συνθήκες που απαιτούνται για την οργασμική δυνατότητα. Η κύρια συνθήκη για την επίτευξη του οργασμού είναι η καταστροφή του χρόνου με την έννοια του ρολογιού, για να ανακαλύψουμε ξανά τα εσωτερικά «ρολόγια» των σωμάτων μας.
Ο άνθρωπος που γυρνάει σπίτι την ίδια ώρα κάθε μέρα μετά από 8 ώρες δουλειάς – ρουτίνας και περνάει το βράδυ του με έναν επίσης ρουτινιάρικο τρόπο (κουζίνα, τηλεόραση) μαζί με την οικογένειά του και κοιμάται με την γυναίκα του, στην καλύτερη περίπτωση βράζει από νεύρα για την καταπιεστική καθημερινή ρουτίνα που σκοπεύει στην καταστροφή της προσωπικότητας και της αυτονομίας του. Στην χειρότερη περίπτωση δέχεται παθητικά την καταπίεσή του...
Όλα αυτά υπηρετούν την λεγόμενη «αποδοτική σεξουαλικότητα» («procreative sexuality»), δηλαδή παραγωγή ανθρώπινου δυναμικού με την λιγότερη δυνατή ερωτική ευχαρίστηση. Παραγωγή ανδρικού δυναμικού για την αγορά εργασίας και γυναικείου για την διατήρηση του θεσμού της οικογένειας ως κύριο μεσολαβητή ανάμεσα στην κατασταλτική βία και στο άτομο που μέσα από την οικογένεια καλείται να υποταχθεί υπάκουα, να θάψει την αυτονομία του και να εγκαταλείψει κάθε όνειρο και ελπίδα. Οι καταπιεστές, αυτά τα μη παραγωγικά παράσιτα, κρύβονται πίσω από άλλα εξίσου μεσολαβητικά συστήματα καταστολής, όπως λ.χ τα νηπιαγωγεία, τα σχολεία, τους τυποποιημένους χώρους εργασίας με τους αποξενωμένους εργαζόμενους, τα τεχνολογικοποιημένα πανεπιστήμια, καθώς επίσης και πίσω από πιο εμφανείς πράκτορες της καταστολής, όπως λ.χ. γραφειοκράτες, αστυνομία, ψυχίατρους, ψυχολόγους, «ειδικούς» των ανθρωπίνων σχέσεων, σεξολόγους, εκπαιδευτικούς κ.ά. που αν και οι ίδιοι είναι θύματα της καταστολής, αποτελούν ωστόσο οργανικά και λειτουργικά μέλη της.
Η «αποδοτική σεξουαλικότητα» είναι μία πειθήνια σεξουαλικότητα που αξιωματικά έρχεται σε πλήρη ρήξη με την «οργασμική σεξουαλικότητα» («orgasmic sexuality»). Η πρώτη συνήθως εννοεί ένα ανδρικό μόριο που αυνανίζεται μέσα σε έναν γυναικείο κόλπο, του οποίου η κλειτορίδα πρακτικά μένει ανέγγιχτη. Γι’ αυτή την στερημένη μορφή σεξουαλικότητας, η κατάλληλη θέση έχει προ πολλού βρεθεί με τον άνδρα να ξαπλώνει επάνω στην γυναίκα. Ο άνδρας μπορεί έτσι να πετύχει εύκολα τον αυνανισμό του, ενώ η γυναίκα δεν μπορεί να κουνηθεί. Αντίθετα, η «οργασμική σεξουαλικότητα» δέχεται ότι υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που μπορούμε να κάνουμε με δύο σώματα που έχουν μία κάποια σχέση. Η «οργασμική σεξουαλικότητα» είναι μία επαναστατική σεξουαλικότητα. Την στιγμή της έκστασης, το να απομακρύνεται κανείς από το μυαλό του και από το σύστημα του κατασταλτικού χρόνου, είναι μία επαναστατική στιγμή. Μία στιγμή που βασίζεται στην εμπιστοσύνη και είναι ένα κύριο σημείο τόσο της φύσης της αυτονομίας και της ελευθερίας στις ανθρώπινες σχέσεις, όσο και αυτής της ίδιας της επαναστατικής αλληλεγγύης. Δεν μου αρέσει η ηθική και οικονομική αλληλεξάρτηση της υποτιθέμενης «εμπιστοσύνης», η οποία στις λατινικές τουλάχιστον γλώσσες μεταφράζεται ως κάτι παραπλήσιο της πιστότητας ή της θρησκευτικής πίστης.
Η καταπίεση όσον αφορά τις υλικές ανάγκες, την τροφή, την ζεστασιά και την στέγη, δεν είναι αρκετή για να προκαλέσει την ολοκληρωτική επανάσταση. Πρέπει βέβαια να επαναστατήσουμε ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα, αλλά πρώτα πρέπει να ρωτήσουμε «επανάσταση για τι ;». Και αυτό θα γίνει μόνο αφού προηγουμένως διαλύσουμε κάθε ταμπού, όλοι μαζί και με συμμετοχή όλου του κόσμου. Οι καινούργιοι απελευθερωμένοι τρόποι να απολαμβάνουμε τις σχέσεις μας, δεν δημιουργούν ωστόσο αυτόματα και μία αλλαγή στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, συνεπώς ο κατασταλτικός καπιταλιστικός χρόνος πρέπει επίσης να διαλυθεί, να καταστραφεί. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στην «Κομμούνα του Παρισιού», το 1871, οι κομμουνάροι ενστικτωδώς πυροβολούσαν τα ρολόγια, που στα μάτια τους αντιπροσώπευαν τον καπιταλιστικό χρόνο…
…Με το να παράγουμε για τον εαυτό μας και όχι για να δημιουργήσουμε υπεραξία, δημιουργούμε χρόνο για τον εαυτό μας, χρόνο που μας χρειάζεται για να γνωριστούμε, να ζήσουμε, να παίξουμε και να δημιουργήσουμε σχέσεις, χωρίς την καταστολή της ώρας. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, πολύ περισσότερα αγαθά παράγονται για να εξαπατήσουν τους ανθρώπους και να τους οδηγήσουν στην «παραίσθηση της ευτυχία», παρά για να υπηρετήσουν τις ελεύθερες και ειλικρινείς σχέσεις. Και όπως ακριβώς υπάρχει αυτός ο παραλογισμός των άχρηστων καταναλωτικών προϊόντων, έτσι υπάρχει και ο παραλογισμός των εκατομμυρίων εργαζομένων στα μεγάλα εμπορικά υπερκαταστήματα, στην διαφήμιση, στις τράπεζες και σε πολλούς άλλους ατελείωτους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς του καπιταλιστικού κράτους, που δεν παράγουν ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΙΠΟΤΑ εκτός από κέρδη για τους εργοδότες και επίσης τρόπους διαιώνισης της κερδοφορίας αυτής.
2 σχόλια:
υπεροχο το αποσπασμα που δημοσιευεις !
Πολύ-πολύ ενδιαφέρον!
Καλό φθινόπωρο ΦΩΣΦΟΡΕ
Δημοσίευση σχολίου