Τούπα ή Τούπακ Αμάρου ο Β (Tupa ή Tupac Amaru II, ισπανικό όνομα Jose Gabriel Condorcanqui Noguera, Tinta του Cuzco του Περού, 19 Μαρτίου 1742 – Cuzco, 18 Μαϊου 1781).
Περουβιανός εθνικός επαναστάτης, πέμπτος απόγονος του ομώνυμου Ίνκας βασιλιά τον οποίο είχε πριν από 2 αιώνες αποκεφαλίσει ο Ισπανός κυβερνήτης Τολέδο και ηγέτης του μεγάλου ξεσηκωμού των αυτοχθόνων το έτος 1780 ενάντια στις Ισπανούς κατακτητές.
Γεννήθηκε στην Τίντα (Tinta) της περιφέρειας του Cuzco και μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του υιοθετήθηκε από τους θείους του, ανατράφηκε ως ευγενής και μορφώθηκε στο ιησουϊτικο σχολείο «San Francisco de Borja» του Cuzco. Απέκτησε άριστη γνώση της λατινικής και ισπανικής γλώσσας, καθώς και της γλώσσας Quechua των αυτοχθόνων. Μοιάζοντας με Ισπανό από την προφορά του, το χρώμα του δέρματός του και τον τρόπο ντυσίματός του, κληρονόμησε ωστόσο από τον θανόντα αδελφό του Κλεμέντε (Clemente) την αρχηγία (caciqueship) των αυτοχθόνων στις περιοχές Tungasuca και Pampamarca, και φρόντισε να εξασφαλίσει την διατήρηση των παραδοσιακών θεσμών και ηθών του έθνους του, αφού η μόνη υποχρέωσή του απέναντι στους Ισπανούς ήταν η συλλογή των φόρων για λογαριασμό του Ισπανού «corregidor» (κυβερνήτη).
Το 1760 νυμφεύθηκε την φλογερή ισπανίδα Μικάελα Μπαστίδας (Micaela Bastidas Puyucahua, 1745 - 1781) από το Abancay και απέκτησε μαζί της τρεις υιούς, τους Ιππόλυτο, Μαριάνο και Φερνάντο (Hipolito, Mariano και Fernando). Ήταν ιδιοκτήτης μιας μεγάλης φυτείας κακάο στην περιφέρεια της Caravaya και διεύρυνε την οικονομική του επιφάνεια κάνοντας εμπόριο μεταξύ των διαφόρων περιοχών του Περού. Από ένα σημείο και μετά, άρχισε να χρησιμοποιεί την οικονομική και πολιτική του θέση για να βελτιώσει τις συνθήκες εργασίας των ομοεθνών του στα μεταλλεία, τις φυτείες και τις βιοτεχνίες των Ισπανών, απευθυνόμενος συχνότατα στον αντιβασιλιά και τους άλλους αρμόδιους αξιωματούχους του καθεστώτος.
Αγανακτισμένος από την σκληρότητα του «corregidor» (κυβερνήτη - φοροεισπράκτορα) της Τίντα Αντόνιο ντε Αριάγκα (Antonio de Arriaga), έλαβε το όνομα του προ-προπάππου του τελευταίου αυτοκράτορα των Ίνκας (Τούπα Αμάρου) τον οποίο είχαν εκτελέσει δημόσια οι Ισπανοί, φόρεσε την παραδοσιακή ενδυμασία και τα σύμβολα των Ίνκας, στέφθηκε βασιλιάς μετά από ολονύκτια τελετή στον αρχαίο Ναό του Raqchi ως Τούπα Αμάρου ο Β (Tupa Amaru II), συνέλαβε και εκτέλεσε τον ντε Αριάγκα στις 10 Νοεμβρίου 1780, και στην συνέχεια κάλεσε τους ομοεθνείς του να ξεσηκωθούν με αίτημα τον τερματισμό της απάνθρωπης καταπίεσής τους από τους Ισπανούς κατακτητές: «mananam kunanmanta wakchakayniykiwan wiraqocha mikhunqanachu!» («από σήμερα δεν θα γλεντάνε άλλο πια οι κατακτητές επάνω στην δική μας εξαθλίωση!»).
Οι αυτόχθονες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του καταγόμενου από βασιλικό γένος (Ίνκα) επαναστάτη και η επανάσταση κατά των Ισπανών επεκτάθηκε ταχύτατα σε μία απέραντη έκταση, η οποία περιελάμβανε τις σημερινές χώρες Περού, Βολιβία και Αργεντινή. Την παλλαϊκή συμμετοχή στον αγώνα κατά των χριστιανών λευκών κατακτητών, η οποία όπως είπαμε εξαπλώθηκε και στην Βολίβία με πάνω από 60.000 ένοπλους, ενέπνεαν κυρίως οι 10 περίπου γυναίκες που ηγούντο της επανάστασης (εκτός από την Μικαέλα, η οποία χειριζόταν όπλα και πολεμούσε δίπλα στον σύζυγό της στις μάχες, ενώ κάποιοι ιστορικοί την θεωρούν ακόμα και ως τον πραγματικό αρχηγό της επανάστασης, άλλες σπουδαίες και μάχιμες γυναίκες είναι οι Marcela Castro, σύζυγος του Marcos Tupa Amaru, η Bartolina Sisa, που θα πολεμήσει δίπλα στον σύζυγό της Julian Apaza ή Tupa Kapari και την νύφη της Gregoria Apaza κατά την πολιορκία της Λα Παζ, η Cecilia Tupa Amaru, αδελφή του βασιλιά, κ.ά.).
Μετά από μία πρώτη στρατιωτική νίκη του κατά των Ισπανών, ο ηγέτης της επανάστασης και η σύζυγός του Μικαέλα, ποζάρισαν σε έναν ζωγράφο ντυμένοι με τα βασιλικά εμβλήματα του έθνους τους. Η επανάσταση του Τούπα Αμάρου Β, στην οποία συμμετείχαν άντρες και γυναίκες πολεμιστές, διήρκεσε τρία χρόνια και η καταστολή της κόστισε πάνω από 200.000 ζωές. Ευφυέστατος ο ηγέτης των αυτοχθόνων, προσπάθησε να προσελκύσει όσο γινόταν μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού, απελευθερώνοντας τους μαύρους σκλάβους και διεγείροντας τους «μεστίζος» και τους κρεολούς με λιμπεραλιστικές θέσεις, ενώ προχωρούσε αργά αλλά σταθερά προς την πρωτεύουσα Cusco, νικώντας παντού τα στρατεύματα των κατακτητών: «η επιστροφή του Ίνκα εκπλήρωσε τις βαθύτερες προσδοκίες των χωρικών των Άνδεων. Γνώριζαν την Ιστορία τους και επιπλέον την είχαν ενισχύσει με την ισχύ του μύθου…Για τον λαό του, ο Τούπα Αμάρου δεν ήταν τίποτε λιγότερο από τον επανεμφανισθέντα και μέλλοντα βασιλιά τους. Πάρα πολλοί πίστευαν ότι εάν πέθαιναν πολεμώντας για τον σωτήρα τους, θα ανασταίνονταν την ημέρα που, θριαμβευτής, θα στεφόταν επίσημα βασιλιάς στο Cusco» (γράφει ο Wright, σελ. 195 - 196).
Στις 3 Ιανουαρίου 1781, ήδη προδομένος όμως από πολλούς φιλο-ισπανούς ομοεθνείς του, ο Τούπα Αμάρου πολιόρκησε την πρωτεύουσα Cusco, αλλά ηττήθηκε μετά από μία εβδομάδα και έλυσε την πολιορκία, ενώ στην συνέχεια ο απελευθερωτικός αγώνας απέκτησε ολοένα και περισσότερο φυλετική διάσταση (κάτι που ο Τούπα Αμάρου φυσικά απευχόταν και προσπαθούσε μάταια να αποτρέψει), με αποτέλεσμα πολλοί κρεολοί και «μεστίζος» να αρχίσουν να λιποτακτούν. Στις 14 Μαρτίου, η μόλις 28χρονη Βολιβιανή σύμμαχός του και αρχηγός των Ινδιάνων Aymara Μπαρτολίνα Σίσα (Bartolina Virreina Sisa, 1753 - 1782) και ο σύζυγός της Τζούλιαν Απάτζα ή Τούπα Καπάρι (Julian Apaza ή Tupa Kapari, 1750 - 1781) άρχισαν μία 109ήμερη πολιορκία της Λα Παζ (ή Chuquiago), επικεφαλής 40.000 επαναστατών, προκαλώντας τρομακτικές απώλειες στον ισπανικό στρατό.
Στις 22 Απριλίου όμως, μετά από μία σειρά προδοσιών και στρατιωτικών ηττών, ο Τούπα Αμάρου έπεσε στα χέρια των κατακτητών μαζί με όλη την οικογένειά του. Ο ίδιος και όλοι οι άμεσοι συγγενείς του (η γενναία σύζυγός του, που είχε δηλώσει «για το καλό του λαού μου είμαι πρόθυμη να χάσω τα πάντα», ο ανεψιός του, οι 3 υιοί του Ιππόλυτος, Μαριάνο και Φερνάντο, ο θείος του Φραγκίσκος και ο γαμπρός του Αντόνιο Μπαστίδας) οδηγήθηκαν στο Cusco, όπου φυλακίστηκαν και υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια για να αποκαλύψουν μέχρι ενός τους συνεργάτες τους. Επικεφαλής των βασανιστών «εργαζόταν» ο δαιμόνιος Χοσέ Αντόνιο ντε Αράχε (Jose Antonio de Arache), σταλμένος από την Ισπανία αμέσως μετά το ξέσπασμα της επανάστασης. Σε φρικτή κατάσταση ο φυλακισμένος βασιλιάς των Ίνκας αρνείτο να αποκαλύψει τους μη γνωστούς συντρόφους του, ακόμα και όταν το δεξί του χέρι κρεμόταν εξαρθρωμένο από τον ώμο, ενώ, όποτε μπορούσε, φυγάδευε σημειώματά του προς τους συναγωνιστές του που αγωνίζονταν ακόμα: «κάποια από αυτά τα σημειώματά του έχουν διασωθεί μέχρι τις ημέρες μας, γραμμένα άτσαλα με το αριστερό χέρι του, με το μοναδικό διαθέσιμο είδος μελανιού, δηλαδή το ίδιο του το αίμα» γράφει ο Wright (σελ. 198).
Η στερεότυπη απάντηση που έδινε ο βασανιζόμενος Ίνκα στον βασανιστή του ήταν η εξής: «Δεν υπάρχουν συνεργάτες εδώ παρά μόνο εσύ και εγώ. Εσύ είσαι ο καταπιεστής του λαού μου και εγώ ο απελευθερωτής του. Και στους δύο μας αξίζει ο θάνατος» (Lewin, σελ. 396 και 745). Στις 18 Μαϊου ο αιχμάλωτος 39χρονος βασιλιάς εκτλέστηκε από τους θηριώδεις χριστιανούς κατακτητές στην Plaza de Armas, την ίδια ακριβώς πλατεία που πριν από 2 αιώνες είχε βρει μαρτυρικό θάνατο ο πρόγονός του Τούπα Αμάρου ο Α, αφού πρώτα τον υποχρέωσαν να δει την 36χρονη σύζυγό του, τον ανεψιό του, τον μεγαλύτερο (μόλις 19χρονο) υιό του, τον θείο του, τον γαμπρό του και αρκετούς ακόμα συντρόφους του να τους βγάζουν με τανάλιες τις γλώσσες προτού τους στραγγαλίσουν στην γκαρόττα: «οι Ισπανοί επεφύλαξαν μία ιδιαίτερη μοίρα στον Ίνκα. Τα μέλη του δέθηκαν σε 4 άλογα τα οποία τραβήχτηκαν στις 4 κατευθύνσεις, ένα θέαμα που ποτέ δεν είχε ξαναδεί η πόλη. Όμως, παρά τον έναν ολόκληρο μήνα βασανιστηρίων, το σώμα του Ίνκα άντεξε αυτόν τον συμβολικό διαμελισμό της αρχαίας ηγεσίας του έθνους του. Αφού έμεινε για αρκετή ώρα τεντωμένος στον αέρα ’’σαν αράχνη’’, οδηγήθηκε ξανά στο ικρίωμα και κομματιάστηκε από τον δήμιο» (Wright, ως άνω).
Από την γεμάτη χαρά περιγραφή ενός αυτόπτη μάρτυρα Ισπανού, την οποία παραθέτει ολόκληρη ο Lewin (σελ. 497 - 498), διαβάζουμε: «του έκοψαν τα χέρια και τα πόδια και έκαναν το ίδιο στην Μικαέλα και στους υπόλοιπους, τους πήραν τα κεφάλια και τα έστειλαν να επιδειχθούν σε διάφορες πόλεις. Τα απομεινάρια από τα σώματα του Ινδιάνου και της γυναίκας του μεταφέρθηκαν στο Piqchu (τον λόφο από τον οποίο ο Τούπα Αμάρου είχε πολιορκήσει την πόλη), όπου είχαν ανάψει μία τεράστια φωτιά. Πετάχτηκαν στις φλόγες και έγιναν στάχτη, η οποία σκορπίστηκε στον αέρα και σε ένα κοντινό ποτάμι. Έτσι τελείωσαν ο Χοσέ Γκαμπριέλ Τούπα Αμάρου και η Μικαέλα, των οποίων η υπερηφάνεια και αλαζονεία υπήρξε τόσο μεγάλη, σε σημείο που να αυτοχριστούν μονάρχες του Περού… Συνέβησαν όμως και διάφορα πράγματα που προκάλεσε ο Διάβολος στην προσπάθειά του να στηρίξει μέσα στους Ινδιάνους τις πλάνες τους, τις προφητείες τους και τις δεισιδαιμονίες τους. Και το αναφέρω αυτό γιατί ενώ ήταν μία παραδοσιακά ξερή εποχή του χρόνου με ηλιόλουστες ημέρες, εκείνη η συγκεκριμένη ημέρα ξημέρωσε τόσο σκοτεινιασμένη από σύννεφα ώστε να κρύβεται τελείως ο δίσκος του ήλιου… το μεσημέρι, καθώς τα άλογα τέντωναν τον Ινδιάνο, σηκώθηκε ένας άγριος άνεμος και αμέσως μετά ξέσπασε μία καταιγίδα, τόσο ισχυρή ώστε ακόμα και οι φρουροί έτρεξαν κάτω από τα υπόστεγα. Με αφορμή αυτά τα γεγονότα οι Ινδιάνοι υποστηρίζουν τώρα ότι οι ουρανοί και τα στοιχεία πένθησαν δήθεν για τον θάνατο του Ίνκα, τον οποίο οι υποτίθεται απάνθρωποι και άπιστοι Ισπανοί σκότωσαν με τόση σκληρότητα».
Παρά τον μαρτυρικό θάνατο του αρχηγού τους, οι ιθαγενείς του Περού και της Βολιβίας συνέχισαν για έναν ακόμα χρόνο τον αγώνα τους κατά των χριστιανών λευκών κατακτητών, σκοτώνοντας για εκδίκηση χιλιάδες από αυτούς, ενώ πολλές μικρότερες εξεγέρσεις ξεσπούσαν στις διάφορες περιοχές που πριν από αιώνες ανήκαν στην μεγάλη αυτοκρατορία των Ίνκας. Όλες όμως οι εξεγέρσεις καταπνίγηκαν σιγά – σιγά, ενώ ο αρχιβασανιστής ντε Αράχε έστειλε την αναφορά του στην Μαδρίτη, προτείνοντας την πιο ωμή εθνοκτονία για εξουδετέρωση των ιθαγενών: «(πρότεινε και εν μέρει πέτυχε) την καταστροφή του εθνισμού τους με εξόντωση των ηγετών, της ταυτότητας και της κουλτούρας τους. Με τον ίδιο φανατισμό, τον οποίο η Ισπανία είχε χρησιμοποιήσει κατά των Μαυριτανών και των Εβραίων, ο de Arache σχεδίαζε να εξαλείψει το κατ΄ αυτόν ονειροπαρμένο έθνος των Ινδιάνων, ένα σχέδιο ακόμα και σήμερα δημοφιλές για αρκετούς ισπανικής καταγωγής Περουβιανούς. Οι ανυπότακτοι Ίνκας θανατώθηκαν ή οδηγήθηκαν στην εξορία, και όλοι οι Ίνκας έχασαν τους τίτλους τους, τα κληρονομικά τους δικαιώματα, τα ιδιαίτερα ρούχα τους, ακόμα και τα πορτραίτα των προγόνων τους… όλοι έπρεπε μέσα σε 4 χρόνια να μάθουν ισπανικά, τα τραγούδια Quechua, η μουσική και το θέατρό τους απαγορεύτηκαν» (Wright, σελ. 199). Όλοι οι απόγονοι των βασιλιάδων Ίνκας καταδιώχθηκαν συστηματικά και εξοντώθηκαν (ανάμεσά τους και ο 10χρονος υιός των Σίσα και Τούπα Καπάρι), με εξαίρεση μόνο 90 από αυτούς (ανάμεσα στους οποίους και ο 12χρονος υιός του Τούπα Αμάρου Φερνάντο) που στάλθηκαν αλυσοδεμένοι στην Ισπανία, όπου πέθαναν μετά από χρόνια στις σκοτεινές φυλακές,
Παρά την τελική αποτυχία του αγώνα του, ο Τούπα Αμάρου αναδείχθηκε από τις επόμενες γενεές των ομοεθνών του σε μία σχεδόν μυθική μορφή, η οποία ενέπνευσε πάμπολλα κινήματα αντίστασης μέχρι ακόμα και τις ημέρες μας. Το αντάρτικο πόλεων της δεκαετίας του 1960 στην Ουρουγουάη από το «Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο» («Movimiento de Liberacion Nacional», MLN), έμεινε περισσότερο γνωστό στην Ιστορία ως «Τουπαμάρος» («Tupamaros»), η αριστερή επαναστατική κυβέρνηση του Περού κατά την περίοδο 1968 – 1975 υπό τον Χουάν Αλβαράδο (Juan Francisco Velasco Alvarado, 1910 – 1977) επέλεξε την μορφή του Τούπα Αμάρου ως σύμβολό της, ενώ από το 1984 έως το 1997 έδρασε στην ίδια χώρα το μαρξιστικό - λενινιστικό αντάρτικο κίνημα «Επαναστατικό Κίνημα Τούπακ Αμάρου» («Movimiento Revolucionario Tupac Amaru»,MRTA) των Victor Polay Campos και Nestor Cerpa Cartolini.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Fisher Lillian Estelle, «The Last Inca Revolt, 1780-1783», Norman, 1966
Ρασσιάς Βλ. Γ., «Μία… Ιστορία Αγάπης. Η Ιστορία της χριστιανικής επικρατήσεως», τόμος 5ος (έτη 1601 - 1900), Αθήνα (υπό έκδοση)
Wright Ronald, «Stolen Continents - The Indian Story», London, 1992
Lewin Boleslao, «La Rebelion de Tupac Amaru», Buenos Aires, 1957
Πηγή: "Βιογραφίες Σπουδαίων Ψυχών" http://www.rassias.gr/7X.html
Περουβιανός εθνικός επαναστάτης, πέμπτος απόγονος του ομώνυμου Ίνκας βασιλιά τον οποίο είχε πριν από 2 αιώνες αποκεφαλίσει ο Ισπανός κυβερνήτης Τολέδο και ηγέτης του μεγάλου ξεσηκωμού των αυτοχθόνων το έτος 1780 ενάντια στις Ισπανούς κατακτητές.
Γεννήθηκε στην Τίντα (Tinta) της περιφέρειας του Cuzco και μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του υιοθετήθηκε από τους θείους του, ανατράφηκε ως ευγενής και μορφώθηκε στο ιησουϊτικο σχολείο «San Francisco de Borja» του Cuzco. Απέκτησε άριστη γνώση της λατινικής και ισπανικής γλώσσας, καθώς και της γλώσσας Quechua των αυτοχθόνων. Μοιάζοντας με Ισπανό από την προφορά του, το χρώμα του δέρματός του και τον τρόπο ντυσίματός του, κληρονόμησε ωστόσο από τον θανόντα αδελφό του Κλεμέντε (Clemente) την αρχηγία (caciqueship) των αυτοχθόνων στις περιοχές Tungasuca και Pampamarca, και φρόντισε να εξασφαλίσει την διατήρηση των παραδοσιακών θεσμών και ηθών του έθνους του, αφού η μόνη υποχρέωσή του απέναντι στους Ισπανούς ήταν η συλλογή των φόρων για λογαριασμό του Ισπανού «corregidor» (κυβερνήτη).
Το 1760 νυμφεύθηκε την φλογερή ισπανίδα Μικάελα Μπαστίδας (Micaela Bastidas Puyucahua, 1745 - 1781) από το Abancay και απέκτησε μαζί της τρεις υιούς, τους Ιππόλυτο, Μαριάνο και Φερνάντο (Hipolito, Mariano και Fernando). Ήταν ιδιοκτήτης μιας μεγάλης φυτείας κακάο στην περιφέρεια της Caravaya και διεύρυνε την οικονομική του επιφάνεια κάνοντας εμπόριο μεταξύ των διαφόρων περιοχών του Περού. Από ένα σημείο και μετά, άρχισε να χρησιμοποιεί την οικονομική και πολιτική του θέση για να βελτιώσει τις συνθήκες εργασίας των ομοεθνών του στα μεταλλεία, τις φυτείες και τις βιοτεχνίες των Ισπανών, απευθυνόμενος συχνότατα στον αντιβασιλιά και τους άλλους αρμόδιους αξιωματούχους του καθεστώτος.
Αγανακτισμένος από την σκληρότητα του «corregidor» (κυβερνήτη - φοροεισπράκτορα) της Τίντα Αντόνιο ντε Αριάγκα (Antonio de Arriaga), έλαβε το όνομα του προ-προπάππου του τελευταίου αυτοκράτορα των Ίνκας (Τούπα Αμάρου) τον οποίο είχαν εκτελέσει δημόσια οι Ισπανοί, φόρεσε την παραδοσιακή ενδυμασία και τα σύμβολα των Ίνκας, στέφθηκε βασιλιάς μετά από ολονύκτια τελετή στον αρχαίο Ναό του Raqchi ως Τούπα Αμάρου ο Β (Tupa Amaru II), συνέλαβε και εκτέλεσε τον ντε Αριάγκα στις 10 Νοεμβρίου 1780, και στην συνέχεια κάλεσε τους ομοεθνείς του να ξεσηκωθούν με αίτημα τον τερματισμό της απάνθρωπης καταπίεσής τους από τους Ισπανούς κατακτητές: «mananam kunanmanta wakchakayniykiwan wiraqocha mikhunqanachu!» («από σήμερα δεν θα γλεντάνε άλλο πια οι κατακτητές επάνω στην δική μας εξαθλίωση!»).
Οι αυτόχθονες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του καταγόμενου από βασιλικό γένος (Ίνκα) επαναστάτη και η επανάσταση κατά των Ισπανών επεκτάθηκε ταχύτατα σε μία απέραντη έκταση, η οποία περιελάμβανε τις σημερινές χώρες Περού, Βολιβία και Αργεντινή. Την παλλαϊκή συμμετοχή στον αγώνα κατά των χριστιανών λευκών κατακτητών, η οποία όπως είπαμε εξαπλώθηκε και στην Βολίβία με πάνω από 60.000 ένοπλους, ενέπνεαν κυρίως οι 10 περίπου γυναίκες που ηγούντο της επανάστασης (εκτός από την Μικαέλα, η οποία χειριζόταν όπλα και πολεμούσε δίπλα στον σύζυγό της στις μάχες, ενώ κάποιοι ιστορικοί την θεωρούν ακόμα και ως τον πραγματικό αρχηγό της επανάστασης, άλλες σπουδαίες και μάχιμες γυναίκες είναι οι Marcela Castro, σύζυγος του Marcos Tupa Amaru, η Bartolina Sisa, που θα πολεμήσει δίπλα στον σύζυγό της Julian Apaza ή Tupa Kapari και την νύφη της Gregoria Apaza κατά την πολιορκία της Λα Παζ, η Cecilia Tupa Amaru, αδελφή του βασιλιά, κ.ά.).
Μετά από μία πρώτη στρατιωτική νίκη του κατά των Ισπανών, ο ηγέτης της επανάστασης και η σύζυγός του Μικαέλα, ποζάρισαν σε έναν ζωγράφο ντυμένοι με τα βασιλικά εμβλήματα του έθνους τους. Η επανάσταση του Τούπα Αμάρου Β, στην οποία συμμετείχαν άντρες και γυναίκες πολεμιστές, διήρκεσε τρία χρόνια και η καταστολή της κόστισε πάνω από 200.000 ζωές. Ευφυέστατος ο ηγέτης των αυτοχθόνων, προσπάθησε να προσελκύσει όσο γινόταν μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού, απελευθερώνοντας τους μαύρους σκλάβους και διεγείροντας τους «μεστίζος» και τους κρεολούς με λιμπεραλιστικές θέσεις, ενώ προχωρούσε αργά αλλά σταθερά προς την πρωτεύουσα Cusco, νικώντας παντού τα στρατεύματα των κατακτητών: «η επιστροφή του Ίνκα εκπλήρωσε τις βαθύτερες προσδοκίες των χωρικών των Άνδεων. Γνώριζαν την Ιστορία τους και επιπλέον την είχαν ενισχύσει με την ισχύ του μύθου…Για τον λαό του, ο Τούπα Αμάρου δεν ήταν τίποτε λιγότερο από τον επανεμφανισθέντα και μέλλοντα βασιλιά τους. Πάρα πολλοί πίστευαν ότι εάν πέθαιναν πολεμώντας για τον σωτήρα τους, θα ανασταίνονταν την ημέρα που, θριαμβευτής, θα στεφόταν επίσημα βασιλιάς στο Cusco» (γράφει ο Wright, σελ. 195 - 196).
Στις 3 Ιανουαρίου 1781, ήδη προδομένος όμως από πολλούς φιλο-ισπανούς ομοεθνείς του, ο Τούπα Αμάρου πολιόρκησε την πρωτεύουσα Cusco, αλλά ηττήθηκε μετά από μία εβδομάδα και έλυσε την πολιορκία, ενώ στην συνέχεια ο απελευθερωτικός αγώνας απέκτησε ολοένα και περισσότερο φυλετική διάσταση (κάτι που ο Τούπα Αμάρου φυσικά απευχόταν και προσπαθούσε μάταια να αποτρέψει), με αποτέλεσμα πολλοί κρεολοί και «μεστίζος» να αρχίσουν να λιποτακτούν. Στις 14 Μαρτίου, η μόλις 28χρονη Βολιβιανή σύμμαχός του και αρχηγός των Ινδιάνων Aymara Μπαρτολίνα Σίσα (Bartolina Virreina Sisa, 1753 - 1782) και ο σύζυγός της Τζούλιαν Απάτζα ή Τούπα Καπάρι (Julian Apaza ή Tupa Kapari, 1750 - 1781) άρχισαν μία 109ήμερη πολιορκία της Λα Παζ (ή Chuquiago), επικεφαλής 40.000 επαναστατών, προκαλώντας τρομακτικές απώλειες στον ισπανικό στρατό.
Στις 22 Απριλίου όμως, μετά από μία σειρά προδοσιών και στρατιωτικών ηττών, ο Τούπα Αμάρου έπεσε στα χέρια των κατακτητών μαζί με όλη την οικογένειά του. Ο ίδιος και όλοι οι άμεσοι συγγενείς του (η γενναία σύζυγός του, που είχε δηλώσει «για το καλό του λαού μου είμαι πρόθυμη να χάσω τα πάντα», ο ανεψιός του, οι 3 υιοί του Ιππόλυτος, Μαριάνο και Φερνάντο, ο θείος του Φραγκίσκος και ο γαμπρός του Αντόνιο Μπαστίδας) οδηγήθηκαν στο Cusco, όπου φυλακίστηκαν και υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια για να αποκαλύψουν μέχρι ενός τους συνεργάτες τους. Επικεφαλής των βασανιστών «εργαζόταν» ο δαιμόνιος Χοσέ Αντόνιο ντε Αράχε (Jose Antonio de Arache), σταλμένος από την Ισπανία αμέσως μετά το ξέσπασμα της επανάστασης. Σε φρικτή κατάσταση ο φυλακισμένος βασιλιάς των Ίνκας αρνείτο να αποκαλύψει τους μη γνωστούς συντρόφους του, ακόμα και όταν το δεξί του χέρι κρεμόταν εξαρθρωμένο από τον ώμο, ενώ, όποτε μπορούσε, φυγάδευε σημειώματά του προς τους συναγωνιστές του που αγωνίζονταν ακόμα: «κάποια από αυτά τα σημειώματά του έχουν διασωθεί μέχρι τις ημέρες μας, γραμμένα άτσαλα με το αριστερό χέρι του, με το μοναδικό διαθέσιμο είδος μελανιού, δηλαδή το ίδιο του το αίμα» γράφει ο Wright (σελ. 198).
Η στερεότυπη απάντηση που έδινε ο βασανιζόμενος Ίνκα στον βασανιστή του ήταν η εξής: «Δεν υπάρχουν συνεργάτες εδώ παρά μόνο εσύ και εγώ. Εσύ είσαι ο καταπιεστής του λαού μου και εγώ ο απελευθερωτής του. Και στους δύο μας αξίζει ο θάνατος» (Lewin, σελ. 396 και 745). Στις 18 Μαϊου ο αιχμάλωτος 39χρονος βασιλιάς εκτλέστηκε από τους θηριώδεις χριστιανούς κατακτητές στην Plaza de Armas, την ίδια ακριβώς πλατεία που πριν από 2 αιώνες είχε βρει μαρτυρικό θάνατο ο πρόγονός του Τούπα Αμάρου ο Α, αφού πρώτα τον υποχρέωσαν να δει την 36χρονη σύζυγό του, τον ανεψιό του, τον μεγαλύτερο (μόλις 19χρονο) υιό του, τον θείο του, τον γαμπρό του και αρκετούς ακόμα συντρόφους του να τους βγάζουν με τανάλιες τις γλώσσες προτού τους στραγγαλίσουν στην γκαρόττα: «οι Ισπανοί επεφύλαξαν μία ιδιαίτερη μοίρα στον Ίνκα. Τα μέλη του δέθηκαν σε 4 άλογα τα οποία τραβήχτηκαν στις 4 κατευθύνσεις, ένα θέαμα που ποτέ δεν είχε ξαναδεί η πόλη. Όμως, παρά τον έναν ολόκληρο μήνα βασανιστηρίων, το σώμα του Ίνκα άντεξε αυτόν τον συμβολικό διαμελισμό της αρχαίας ηγεσίας του έθνους του. Αφού έμεινε για αρκετή ώρα τεντωμένος στον αέρα ’’σαν αράχνη’’, οδηγήθηκε ξανά στο ικρίωμα και κομματιάστηκε από τον δήμιο» (Wright, ως άνω).
Από την γεμάτη χαρά περιγραφή ενός αυτόπτη μάρτυρα Ισπανού, την οποία παραθέτει ολόκληρη ο Lewin (σελ. 497 - 498), διαβάζουμε: «του έκοψαν τα χέρια και τα πόδια και έκαναν το ίδιο στην Μικαέλα και στους υπόλοιπους, τους πήραν τα κεφάλια και τα έστειλαν να επιδειχθούν σε διάφορες πόλεις. Τα απομεινάρια από τα σώματα του Ινδιάνου και της γυναίκας του μεταφέρθηκαν στο Piqchu (τον λόφο από τον οποίο ο Τούπα Αμάρου είχε πολιορκήσει την πόλη), όπου είχαν ανάψει μία τεράστια φωτιά. Πετάχτηκαν στις φλόγες και έγιναν στάχτη, η οποία σκορπίστηκε στον αέρα και σε ένα κοντινό ποτάμι. Έτσι τελείωσαν ο Χοσέ Γκαμπριέλ Τούπα Αμάρου και η Μικαέλα, των οποίων η υπερηφάνεια και αλαζονεία υπήρξε τόσο μεγάλη, σε σημείο που να αυτοχριστούν μονάρχες του Περού… Συνέβησαν όμως και διάφορα πράγματα που προκάλεσε ο Διάβολος στην προσπάθειά του να στηρίξει μέσα στους Ινδιάνους τις πλάνες τους, τις προφητείες τους και τις δεισιδαιμονίες τους. Και το αναφέρω αυτό γιατί ενώ ήταν μία παραδοσιακά ξερή εποχή του χρόνου με ηλιόλουστες ημέρες, εκείνη η συγκεκριμένη ημέρα ξημέρωσε τόσο σκοτεινιασμένη από σύννεφα ώστε να κρύβεται τελείως ο δίσκος του ήλιου… το μεσημέρι, καθώς τα άλογα τέντωναν τον Ινδιάνο, σηκώθηκε ένας άγριος άνεμος και αμέσως μετά ξέσπασε μία καταιγίδα, τόσο ισχυρή ώστε ακόμα και οι φρουροί έτρεξαν κάτω από τα υπόστεγα. Με αφορμή αυτά τα γεγονότα οι Ινδιάνοι υποστηρίζουν τώρα ότι οι ουρανοί και τα στοιχεία πένθησαν δήθεν για τον θάνατο του Ίνκα, τον οποίο οι υποτίθεται απάνθρωποι και άπιστοι Ισπανοί σκότωσαν με τόση σκληρότητα».
Παρά τον μαρτυρικό θάνατο του αρχηγού τους, οι ιθαγενείς του Περού και της Βολιβίας συνέχισαν για έναν ακόμα χρόνο τον αγώνα τους κατά των χριστιανών λευκών κατακτητών, σκοτώνοντας για εκδίκηση χιλιάδες από αυτούς, ενώ πολλές μικρότερες εξεγέρσεις ξεσπούσαν στις διάφορες περιοχές που πριν από αιώνες ανήκαν στην μεγάλη αυτοκρατορία των Ίνκας. Όλες όμως οι εξεγέρσεις καταπνίγηκαν σιγά – σιγά, ενώ ο αρχιβασανιστής ντε Αράχε έστειλε την αναφορά του στην Μαδρίτη, προτείνοντας την πιο ωμή εθνοκτονία για εξουδετέρωση των ιθαγενών: «(πρότεινε και εν μέρει πέτυχε) την καταστροφή του εθνισμού τους με εξόντωση των ηγετών, της ταυτότητας και της κουλτούρας τους. Με τον ίδιο φανατισμό, τον οποίο η Ισπανία είχε χρησιμοποιήσει κατά των Μαυριτανών και των Εβραίων, ο de Arache σχεδίαζε να εξαλείψει το κατ΄ αυτόν ονειροπαρμένο έθνος των Ινδιάνων, ένα σχέδιο ακόμα και σήμερα δημοφιλές για αρκετούς ισπανικής καταγωγής Περουβιανούς. Οι ανυπότακτοι Ίνκας θανατώθηκαν ή οδηγήθηκαν στην εξορία, και όλοι οι Ίνκας έχασαν τους τίτλους τους, τα κληρονομικά τους δικαιώματα, τα ιδιαίτερα ρούχα τους, ακόμα και τα πορτραίτα των προγόνων τους… όλοι έπρεπε μέσα σε 4 χρόνια να μάθουν ισπανικά, τα τραγούδια Quechua, η μουσική και το θέατρό τους απαγορεύτηκαν» (Wright, σελ. 199). Όλοι οι απόγονοι των βασιλιάδων Ίνκας καταδιώχθηκαν συστηματικά και εξοντώθηκαν (ανάμεσά τους και ο 10χρονος υιός των Σίσα και Τούπα Καπάρι), με εξαίρεση μόνο 90 από αυτούς (ανάμεσα στους οποίους και ο 12χρονος υιός του Τούπα Αμάρου Φερνάντο) που στάλθηκαν αλυσοδεμένοι στην Ισπανία, όπου πέθαναν μετά από χρόνια στις σκοτεινές φυλακές,
Παρά την τελική αποτυχία του αγώνα του, ο Τούπα Αμάρου αναδείχθηκε από τις επόμενες γενεές των ομοεθνών του σε μία σχεδόν μυθική μορφή, η οποία ενέπνευσε πάμπολλα κινήματα αντίστασης μέχρι ακόμα και τις ημέρες μας. Το αντάρτικο πόλεων της δεκαετίας του 1960 στην Ουρουγουάη από το «Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο» («Movimiento de Liberacion Nacional», MLN), έμεινε περισσότερο γνωστό στην Ιστορία ως «Τουπαμάρος» («Tupamaros»), η αριστερή επαναστατική κυβέρνηση του Περού κατά την περίοδο 1968 – 1975 υπό τον Χουάν Αλβαράδο (Juan Francisco Velasco Alvarado, 1910 – 1977) επέλεξε την μορφή του Τούπα Αμάρου ως σύμβολό της, ενώ από το 1984 έως το 1997 έδρασε στην ίδια χώρα το μαρξιστικό - λενινιστικό αντάρτικο κίνημα «Επαναστατικό Κίνημα Τούπακ Αμάρου» («Movimiento Revolucionario Tupac Amaru»,MRTA) των Victor Polay Campos και Nestor Cerpa Cartolini.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Fisher Lillian Estelle, «The Last Inca Revolt, 1780-1783», Norman, 1966
Ρασσιάς Βλ. Γ., «Μία… Ιστορία Αγάπης. Η Ιστορία της χριστιανικής επικρατήσεως», τόμος 5ος (έτη 1601 - 1900), Αθήνα (υπό έκδοση)
Wright Ronald, «Stolen Continents - The Indian Story», London, 1992
Lewin Boleslao, «La Rebelion de Tupac Amaru», Buenos Aires, 1957
Πηγή: "Βιογραφίες Σπουδαίων Ψυχών" http://www.rassias.gr/7X.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου