«Ο ασκητισμός στην έρημο είναι ένα παράδειγμα που θα έπρεπε ν’ ακολουθήσουν όλοι όσοι πιστεύουν σήμερα σε αθανασία ατομικής ψυχής, σε έμφυτη ελευθερία ή σε ελεύθερη βούληση, εάν θέλουν πραγματικά να σώσουν τις ψυχές τους και να τις προετοιμάσουν για την υποτιθέμενη αιώνια ζωή. Οι χριστιανοί ερημίτες, που με την διαρκή απομόνωση έφτασαν στην πληρέστερη ηλιθιότητα, ήσαν παραδόξως πολύ λογικοί. Εάν η ατομική ψυχή είναι αθάνατη, δηλαδή άπειρη και ελεύθερη από την ίδια της την φύση, πρέπει να αρκείται στον εαυτό της. Μόνο τα πρόσκαιρα, περιορισμένα και πεπερασμένα όντα μπορούν να αλληλοσυμπληρωθούν.
Το άπειρο δεν συμπληρώνεται με τίποτε. Συναντώντας κάτι άλλο που δεν είναι ο ίδιος ο εαυτός του, αισθάνεται να ασφυκτιά και πρέπει επομένως να φύγει, να αγνοήσει κάθε τι που βρίσκεται έξω από τον εαυτό του. Έχω ήδη αναφέρει αλλού ότι σε τελική ανάλυση η αθάνατη ατομική ψυχή θα ’πρεπε να μπορούσε να κάνει και δίχως τον Θεό. Ένα καθαυτό άπειρο ον δεν μπορεί ν’ αναγνωρίσει δίπλα του κάποιο άλλο που να του είναι ίσο και, ακόμα λιγότερο, κάποιο που θα είναι ανώτερό του. Κάθε ον που θα ήταν εξίσου άπειρο μ’ αυτό και δεν θα ήταν αυτό το ίδιο, αυτομάτως θα του έθετε όρια και επομένως θα το μετέτρεπε σε ον προσδιορισμένο και πεπερασμένο. Αναγνωρίζοντας η ατομική αθάνατη ψυχή έξω από την ίδια ένα ον εξίσου άπειρο με αυτήν, αναγνωρίζει αναπόφευκτα τον εαυτό της ως ένα ον πεπερασμένο. Γιατί το άπειρο δεν είναι πραγματικά άπειρο παρά μόνον όταν εμπεριέχει τα πάντα και δεν αφήνει τίποτε έξω από τον εαυτό του.
Κατά μείζονα λόγο, ένα άπειρο ον δεν μπορεί ν’ αναγνωρίσει άλλο άπειρο ον που να είναι ανώτερό του. Το άπειρο δεν επιδέχεται καμία σχετικότητα και καμία σύγκριση, τόσο ένα ανώτερο όσο και ένα κατώτερο άπειρο αποτελούν παραλογισμό. Ο ίδιος ο Θεός είναι ένας παραλογισμός. Απλώς η χριστιανική θεολογία, που έχει το προνόμιο να ’ναι παράλογη και πιστεύει αυτά που πιστεύει επειδή ακριβώς είναι παράλογα, τοποθέτησε πάνω από την αθάνατη και επομένως άπειρη ανθρώπινη ψυχή το ανώτερο απόλυτο άπειρο του Θεού. Ωστόσο, για να ευπρεπίσει το σαθρό κατασκεύασμά της, η χριστιανική θεολογία επινόησε τον μύθο του Σατανά, που αντιπροσωπεύει την εξέγερση ενός απείρου όντος ενάντια στην ύπαρξη ενός απολύτου απείρου, δηλαδή του Θεού.
Όμοια με τον Σατανά που ως άπειρος εξεγέρθηκε ενάντια στο απόλυτο άπειρο του Θεού, οι χριστιανοί ερημίτες, όντας πολύ ταπεινοί για να εξεγερθούν ενάντια στον Θεό, εξεγέρθηκαν ενάντια στο ίσο άπειρο των ανθρώπων, δηλαδή ενάντια στην κοινωνία. Διακήρυξαν με πολλή συνέπεια πως δεν χρειάζονταν την κοινωνία για να σωθούν και πως, εφόσον χάρη σε ένα παράδοξο πεπρωμένο ήσαν όντα ταυτοχρόνως άπειρα και ξεπεσμένα, τους αρκούσε η κοινωνία του Θεού, η περισυλλογή ενώπιον αυτού του απόλυτου απείρου. Πρόκειται για ένα παράδειγμα που κανονικά θα ’πρεπε να το ακολουθήσουν όλοι όσοι πιστεύουν στην αθανασία της ατομικής ψυχής. Κάτω από αυτήν την πίστη τους, η όποια κοινωνία δεν μπορεί να τους προσφέρει παρά μόνο την αναπότρεπτη απώλεια».
Πηγή: Μιχαήλ Μπακούνιν «Θεός και Κράτος», 1882
Το άπειρο δεν συμπληρώνεται με τίποτε. Συναντώντας κάτι άλλο που δεν είναι ο ίδιος ο εαυτός του, αισθάνεται να ασφυκτιά και πρέπει επομένως να φύγει, να αγνοήσει κάθε τι που βρίσκεται έξω από τον εαυτό του. Έχω ήδη αναφέρει αλλού ότι σε τελική ανάλυση η αθάνατη ατομική ψυχή θα ’πρεπε να μπορούσε να κάνει και δίχως τον Θεό. Ένα καθαυτό άπειρο ον δεν μπορεί ν’ αναγνωρίσει δίπλα του κάποιο άλλο που να του είναι ίσο και, ακόμα λιγότερο, κάποιο που θα είναι ανώτερό του. Κάθε ον που θα ήταν εξίσου άπειρο μ’ αυτό και δεν θα ήταν αυτό το ίδιο, αυτομάτως θα του έθετε όρια και επομένως θα το μετέτρεπε σε ον προσδιορισμένο και πεπερασμένο. Αναγνωρίζοντας η ατομική αθάνατη ψυχή έξω από την ίδια ένα ον εξίσου άπειρο με αυτήν, αναγνωρίζει αναπόφευκτα τον εαυτό της ως ένα ον πεπερασμένο. Γιατί το άπειρο δεν είναι πραγματικά άπειρο παρά μόνον όταν εμπεριέχει τα πάντα και δεν αφήνει τίποτε έξω από τον εαυτό του.
Κατά μείζονα λόγο, ένα άπειρο ον δεν μπορεί ν’ αναγνωρίσει άλλο άπειρο ον που να είναι ανώτερό του. Το άπειρο δεν επιδέχεται καμία σχετικότητα και καμία σύγκριση, τόσο ένα ανώτερο όσο και ένα κατώτερο άπειρο αποτελούν παραλογισμό. Ο ίδιος ο Θεός είναι ένας παραλογισμός. Απλώς η χριστιανική θεολογία, που έχει το προνόμιο να ’ναι παράλογη και πιστεύει αυτά που πιστεύει επειδή ακριβώς είναι παράλογα, τοποθέτησε πάνω από την αθάνατη και επομένως άπειρη ανθρώπινη ψυχή το ανώτερο απόλυτο άπειρο του Θεού. Ωστόσο, για να ευπρεπίσει το σαθρό κατασκεύασμά της, η χριστιανική θεολογία επινόησε τον μύθο του Σατανά, που αντιπροσωπεύει την εξέγερση ενός απείρου όντος ενάντια στην ύπαρξη ενός απολύτου απείρου, δηλαδή του Θεού.
Όμοια με τον Σατανά που ως άπειρος εξεγέρθηκε ενάντια στο απόλυτο άπειρο του Θεού, οι χριστιανοί ερημίτες, όντας πολύ ταπεινοί για να εξεγερθούν ενάντια στον Θεό, εξεγέρθηκαν ενάντια στο ίσο άπειρο των ανθρώπων, δηλαδή ενάντια στην κοινωνία. Διακήρυξαν με πολλή συνέπεια πως δεν χρειάζονταν την κοινωνία για να σωθούν και πως, εφόσον χάρη σε ένα παράδοξο πεπρωμένο ήσαν όντα ταυτοχρόνως άπειρα και ξεπεσμένα, τους αρκούσε η κοινωνία του Θεού, η περισυλλογή ενώπιον αυτού του απόλυτου απείρου. Πρόκειται για ένα παράδειγμα που κανονικά θα ’πρεπε να το ακολουθήσουν όλοι όσοι πιστεύουν στην αθανασία της ατομικής ψυχής. Κάτω από αυτήν την πίστη τους, η όποια κοινωνία δεν μπορεί να τους προσφέρει παρά μόνο την αναπότρεπτη απώλεια».
Πηγή: Μιχαήλ Μπακούνιν «Θεός και Κράτος», 1882
3 σχόλια:
Κατά αρχήν συγχαρτήρια για το μπλόγκ.
Μου θύμισες τα νιάτα μου. Ωστόσο οι φιλόσοφοι φιλοσοφούν και εμείς κάνουμε ότι μπορούμε....
καλή ανάσταση..
βρε βρε να τι πας να κάνεις τώρα...
εγώ βλέπω μανιοδώς Κρίστοφερ Λη...
πας να μου κόψεις την διάθεση...
γκρρρρρρρρ
Ευτυχως που το αξιολογο σου μπλογκ ερχεται σαν χωρος ανασκαφης και συνεχως μας αποκαλυπτει θησαυρους ξεχασμενους μα τοσο πολυτιμους...
Καλο Πασχα και παντα τετοια.
Δημοσίευση σχολίου