«Δεν υπάρχει κοινότης προβλημάτων και κοινωνικών κατανοήσεων στην νεοελληνική λογοτεχνία, διότι δεν υπάρχει ενιαία εθνική συνείδηση. Ο καθένας κατανοεί την Ελλάδα όπως του κατέβει και αυτό κρατάει την ελληνική λογοτεχνία μόνιμα στο επίπεδο της ηθογραφίας. Αφού η κάθε γενιά προσπαθεί να επιβάλει τις δικές της περί έθνους αντιλήψεις, ουδεμία σχέση έχουσες με τις περί έθνους αντιλήψεις μιας άλλης, σημαίνει πως καμιά από απ’ τις αλληλοσπαρασσόμενες γενιές δεν ξέρει τι θα μπορούσε να είναι η ελληνική εθνική συνείδηση. Και γι’ αυτό, όλες οι γενιές καταφεύγουν τελικά είτε στη… μετεωρολογία και σ’ ό,τι αυτή συνεπάγεται, είτε στην Ορθοδοξία, που από μόνη της δεν συνιστά ελληνικότητα, όπως δολιότατα λέγεται κατά κόρον στην Ελλάδα των Ελλήνων Χριστιανών.
Η νεοελληνική λογοτεχνία είναι γεμάτη από ηλιοβασιλέματα, από λουλούδια των αγρών, από θάλασσα, από ανοιξιάτικες βροχούλες, από γραφικούς γεωργούς, από ξωκλήσια, από γραφικούς παπάδες, από ταπεινούς χριστιανούς, από βοσκοπούλες, από αγριοκάτσικα, από κοπανιστή, από γάλα, από μέλι – κι όλα αυτά και χίλια άλλα μαζί, προτείνονται ως ελληνικότητα, την στιγμή που δεν είναι παρά μεσογειακότητα ή θρησκευτικότητα. Πού’ ναι η ελληνικότητα μέσα σ’ όλα αυτά;
Τις καταστροφές που προκάλεσε η περίφημη γενιά του ’30, δεν τις προκάλεσαν όλες οι άλλες μαζί. Είναι αυτή που εισηγήθηκε, και εν πολλοίς επέβαλε, την ελληνολατρία ερήμην κάθε προσπάθειας ουσιαστικής κατανόησης της ελληνικότητας, είναι αυτή που επέβαλε την ελληνική λεβεντιά ως ελληνικότητα, το λιτοδίαιτον της φυλής ως ελληνικότητα, το ελληνικό δαιμόνιο ως ελληνικότητα, και χίλια άλλα, αναλόγως βλακώδη. Κατόπιν τούτου, διόλου δεν είναι παράδοξο το γεγονός πως οι περισσότεροι απ’ τους εκπροσώπους αυτής της γενιάς συνεργάστηκαν τόσο καλά με τον Μεταξά. Η περί εθνικότητας κλιματολογική και θρησκευτική αντίληψη οδηγεί κατ’ ευθείαν στον Φασισμό.
Για να υπάρξει η γενιά του ’30 ως η κατ’ εξοχήν ελληνική γενιά που έκανε τα περισσότερα για την ελληνικότητα, και στην πραγματικότητα μετέτρεψε την ελληνικότητα σε φουστανέλλα – τσαρούχι – φούντα – φέσι, είχε ανάγκη από σκηνικό, λέει ο Γεράσιμο Κακλαμάνης. Αφού δεν είχε πού αλλού να στηρίξει την ελληνικότητά της, έπρεπε να κάνει τον Θεόφιλο, έναν πολύ αξιόλογο πριμιτίφ ζωγράφο, μέτρο της ελληνικότητας και της ελληνικής ζωγραφικής, και τον Μακρυγιάννη, μέτρο της ελληνικότητας της ελληνικής λογοτεχνίας – και όχι μόνο».
Πηγή: Βασίλης Ραφαηλίδης, «Ιστορία (Κωμικοτραγική) του Ελληνικού Κράτους», Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα, 1993
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου