Άμεση συνέπεια της εμπλοκής του κλήρου στην πολιτική, σε Ανατολή και Δύση, ήταν η δια της βίας εξάπλωση του Χριστιανισμού. Βία που δεν περιορίστηκε στον προσηλυτισμό των εθνικών (ειδωλολατρικών για τους «πατέρες») πληθυσμών, αλλά επεκτάθηκε στην ολοκληρωτική συντριβή και εξαφάνιση οποιουδήποτε πολιτισμικού στοιχείου παρέπεμπε στις εν λόγω παραδόσεις. Στον ελλαδικό χώρο, όπου το έργο των ρασοφόρων ήταν σαφώς πιο δύσκολο, η ολική (;) επικράτησή τους φαίνεται να συμβαίνει τον 9ο αιώνα και για περίπου 6 αιώνες το άκουσμα και μόνο λέξεων που παραπέμπουν σε ο,τιδήποτε ελληνικό μπορούσε να επιφέρει την θανατική καταδίκη.
Εμάς όμως, αυτό που μας ενδιαφέρει από την υπαρκτή αντίφαση μεταξύ της αρχαίας ελληνικής και της χριστιανικής πολιτικής και πολιτισμικής κληρονομιάς εν γένει, είναι το αδογμάτιστο και αυθεντικά λαϊκό της θρησκευτικής σύλληψης της πρώτης. Και αυτό γιατί τουλάχιστον δεν εμπόδισε την αυτοθεσμιστική λειτουργία της αρχαίας Πόλεως, της πρώτης, καθαρά και ξάστερα, ρητής εκδήλωσης της κοινωνικής και ατομικής αυτονομίας, που όμως, για διαφορετικούς λόγους δεν συνεχίστηκε. Όπως αναφέρει και ο J. P. Vernant στο «Μύθος και θρησκεία στην αρχαία Ελλάδα» για την αρχαία θρησκεία, αυτή «δεν γνώρισε ούτε προφήτη, ούτε μεσσία. Στην Ελλάδα των πόλεων… αυτή η θρησκευτική παράδοση δεν είναι ούτε ενιαία, ούτε αυστηρά παγιωμένη. Δεν έχει κανένα δογματικό χαρακτήρα. Δίχως ιερατείο, δίχως επαγγελματίες ιερείς, δίχως Εκκλησία, η ελληνική θρησκεία δεν γνωρίζει Ιερά Γραφή, στην οποία θα βρισκόταν ενσωματωμένη, μια για πάντα, σε ένα κείμενο, η αλήθεια. Και δεν περιλαμβάνει κανένα Πιστεύω, που θα επέβαλε στους πιστούς ένα ενιαίο σύνολο δοξασιών για τον κόσμο των θεών».
Αντίθετα και ακριβώς απέναντι στέκεται το βυζαντινό και καθολικό παράδειγμα του πρώτου δογματικού μηχανισμού που θέτει οργανωμένα και επεκτατικά την πηγή της αρχής – θεσμού εκτός κοινωνίας και συγκεκριμένα στην υπερβατική αρχή την οποία η ίδια εκπροσωπεί, δηλαδή τον θεό, έτσι ώστε να ισχύει το «πώς μπορείς να αμφισβητήσεις τον νόμο, όταν ο νόμος έχει δοθεί απ’ τον θεό, πώς μπορείς να λες πως ο νόμος που έδωσε ο θεός είναι άδικος, όταν δικαιοσύνη είναι ακριβώς ένα από τα ονόματα του θεού, όπως και η αλήθεια είναι ακριβώς ένα από τα ονόματα του θεού: συ γαρ ει αλήθεια, η δικαιοσύνη και το φως;» (Κορνήλιος Καστοριάδης, «Αρχαίο ελληνικό και πολιτικό φαντασιακό» στο «Η άνοδος της ασημαντότητας»).
Επίσης, για πρώτη φορά στα ανθρώπινα χρονικά θεσμίζεται η μισαλλοδοξία ως κεντρική πολιτική ταυτότητα του καθεστώτος, πολύ πριν τον Χίτλερ. Εξού και οι διώξεις με κρατική βούλα αρχικά των ελληνιζόντων και των –δικών τους κατά βάθος διαφωνούντων- αιρετικών, στη συνέχεια όλων ανεξαιρέτως των «ειδωλολατρών», για να καταλήξει στην ιερά εξέταση, στο κυνήγι «μαγισσών» και στην εξόντωση όλων των αμερικανών αυτοχθόνων.
Σε γενικές γραμμές και έχοντας αποφύγει τις γενικεύσεις, αυτή ήταν η μέθοδος και ο ιστορικός τρόπος με τον οποίο από ιουδαϊκή αίρεση και σε κάποιες στιγμές υπό διωγμό, η χριστιανική Εκκλησία έγινε κυρίαρχη σε Ανατολή και Δύση. Από την στιγμή δε που η άμεση βία καταλάγιασε με το πέρας των αιώνων και την ολοκληρωτική της επικράτηση, η ανάδυση του καπιταλισμού αλλά και των διαφόρων κινημάτων αμφισβήτησης που προήλθαν από τον, τόσο μισητό στους ρασοφόρους, Διαφωτισμό, επέφερε αλλαγές στον τρόπο αναπαραγωγής και στην δομή της εξουσίας της. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Walter Benjamin: «ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε παρασιτικά στον Χριστιανισμό της Δύσης –και πρέπει να τονιστεί όχι μόνο για την περίπτωση του Καλβινισμού, αλλά και για τα υπόλοιπα ορθόδοξα χριστιανικά ρεύματα- μέχρι το σημείο εκείνο όπου η Ιστορία του Χριστιανισμού έγινε η Ιστορία του παράσιτού του, δηλαδή του καπιταλισμού» (περιοδικό «Πανοπτικόν», τεύχος 7).
Καταλύτης στην όλη αυτή μεταβολή ήταν η εμφάνιση στο προσκήνιο της Ιστορίας του κράτους, όπως τουλάχιστον το γνωρίζουμε σήμερα. Η ύπαρξη κατά το μάλλον ή ήττον ομογενοποιημένων πληθυσμών εντός της μορφής κράτος δεν θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί αν δεν είχε φροντίσει γι’ αυτό ο Χριστιανισμός σε όλες τις συσκευασίες του. Κομβικό σημείο εδώ ήταν και η υιοθέτηση των εκπαιδευτικών μηχανισμών αναπαραγωγής που είχαν εφεύρει και εφαρμόσει με σχετική επιτυχία οι Εκκλησίες, ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία αποκλίσεων των στελεχών τους από το επίσημο δόγμα, και που ένας από αυτούς αποτέλεσε και την πρώϊμη μορφή πανεπιστημίου!
Βέβαια στις περιοχές εκείνες που το πνεύμα και η πραγματικότητα του Διαφωτισμού κυριάρχησαν και δια των αστικών επαναστάσεων, οι μηχανισμοί αυτοί απέκτησαν κοσμικό χαρακτήρα και απομακρύνθηκαν από τον ασφυκτικό θρησκευτικό έλεγχο. Και εδώ είναι το σημείο που απαντιέται το σημαντικό για την Ελλάδα ερώτημα της ορθόδοξης απόλυτης κυριαρχίας στην ντόπια πανίδα: αντίθετα από την πλειοψηφία των ευρωπαϊκών λαών, που με τον έναν ή άλλον τρόπο, συνήθως βίαια, απομάκρυναν τον σταυροφόρο σκοταδιστικό μηχανισμό από την επίσημη υποχρεωτική εκπαίδευσή τους, εδώ στο Ελλαδιστάν αυτό ουδέποτε έγινε, με αποτέλεσμα η ντόπια πανίδα που κατοικοεδρεύει σε αυτό (αλλά και η άλλη, της διασποράς) όχι μόνο να θεωρεί την ορθόδοξη σκοταδιστική βαρβαρότητα συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς της, αλλά και να θεωρεί ότι πρέπει να την υπερασπιστεί, γιατί τάχα είναι μοναδική, αλλά πάνω από όλα επειδή είναι η παράδοσή «της», λες και η παράδοση δεν πρέπει ποτέ να τίθεται στην κριτική, να αμφισβητείται. Η αντιδαρβίνεια λοιπόν πανίδα μας είναι όντως μοναδική, η δε βλακεία της είναι επίσης μοναδική και αυτοφυής, είτε ως επιβολή, είτε ως αναπαραγωγή, αφού έχει φθάσει σε σημείο να θεωρεί πως ό,τι παραδίδεται από τις προηγούμενες γενιές είναι σωστό και ακολουθητέο, έτσι λ.χ. με βάση την λογική (;) της, οι Γερμανοί θα έπρεπε να είναι για πάντα ναζί, ακόμα και σήμερα.
…Τελειώνοντας εδώ την μικρή αναφορά μας στο φαντασιακό και στα έργα και τις ημέρες της ημεδαπής πανίδας και της λογικής της, θεωρούμε ότι το ζήτημα του διαχωρισμού των δύο μηχανισμών είναι όντως σημαντικό, αλλά όχι έτσι όπως τίθεται. Αφενός γιατί διαχωριζόμαστε από την πλειοψηφία της υποχωρητικής και συμβιβαστικής Αριστεράς, που, προκειμένου να χαϊδέψει τα αυτιά των συνεχώς μειούμενων ψηφοφόρων της, μιλάει για διαχωρισμό και εκκοσμίκευση του κράτους, χωρίς να αγγίζει το σημαντικότερο ζήτημα που προκύπτει από μία τέτοια θέση, δηλαδή το παρόν και το μέλλον της εκκλησιαστικής περιουσίας, γνωρίζοντας ότι ένα τέτοιο ζήτημα θα την φέρει σε σύγκρουση με συμφέροντα, ανθρώπους και μύθους που καθόλου δεν θα την ωφελήσουν στον βασικό σκοπό της, δηλαδή αυτόν της ψήφου.
Διαχωρισμός πραγματικός σημαίνει αποχαρακτηρισμό και στην συνέχεια δήμευση της περιουσίας της Εκκλησίας, όλης ή της πλειοψηφίας της, και πλέον όσοι δηλώνουν και θέλουν να ορίζονται ως προς την κοινωνική τους εξωτερίκευση χριστιανοί, να αναλάβουν τις διοικητικές και οικονομικές υποχρεώσεις που κάτι τέτοιο συνεπάγεται.
Το 98% της περιουσίας του εν λόγω τρομοκρατικού μηχανισμού είναι προϊόν βίαιης διεκδίκησής του από τον λαό ή επωφελούς συνεργασίας με το κράτος σε εποχές που πέρασαν ανεπιστρεπτί και σε καμία περίπτωση ο δημόσιος και κοινωφελής χαρακτήρας της δεν πρέπει να χαθεί. Είναι αλήθεια ότι η Αριστερά το ξέρει αυτό, εξού και η μεγάλη αμηχανία της (ειδικά σήμερα που οι καπιταλιστικές συγκυρίες παραχωρούν τα πάντα στην ιδιωτική πρωτοβουλία, ένα τέτοιο αίτημα την καθιστά ανεδαφική), άλλωστε το οικονομικό επιτελείο των χριστιανομουλάδων είναι κατά πολύ ικανότερο από αυτήν στη σύλληψη και στους ελιγμούς στην σύγχρονη πραγματικότητα.
Πηγή: «Το ρασοφοριάτο και η ημεδαπή πανίδα», στο περιοδικό «Μαύρο Πιπέρι», τεύχος 5, καλοκαίρι 2005
Εμάς όμως, αυτό που μας ενδιαφέρει από την υπαρκτή αντίφαση μεταξύ της αρχαίας ελληνικής και της χριστιανικής πολιτικής και πολιτισμικής κληρονομιάς εν γένει, είναι το αδογμάτιστο και αυθεντικά λαϊκό της θρησκευτικής σύλληψης της πρώτης. Και αυτό γιατί τουλάχιστον δεν εμπόδισε την αυτοθεσμιστική λειτουργία της αρχαίας Πόλεως, της πρώτης, καθαρά και ξάστερα, ρητής εκδήλωσης της κοινωνικής και ατομικής αυτονομίας, που όμως, για διαφορετικούς λόγους δεν συνεχίστηκε. Όπως αναφέρει και ο J. P. Vernant στο «Μύθος και θρησκεία στην αρχαία Ελλάδα» για την αρχαία θρησκεία, αυτή «δεν γνώρισε ούτε προφήτη, ούτε μεσσία. Στην Ελλάδα των πόλεων… αυτή η θρησκευτική παράδοση δεν είναι ούτε ενιαία, ούτε αυστηρά παγιωμένη. Δεν έχει κανένα δογματικό χαρακτήρα. Δίχως ιερατείο, δίχως επαγγελματίες ιερείς, δίχως Εκκλησία, η ελληνική θρησκεία δεν γνωρίζει Ιερά Γραφή, στην οποία θα βρισκόταν ενσωματωμένη, μια για πάντα, σε ένα κείμενο, η αλήθεια. Και δεν περιλαμβάνει κανένα Πιστεύω, που θα επέβαλε στους πιστούς ένα ενιαίο σύνολο δοξασιών για τον κόσμο των θεών».
Αντίθετα και ακριβώς απέναντι στέκεται το βυζαντινό και καθολικό παράδειγμα του πρώτου δογματικού μηχανισμού που θέτει οργανωμένα και επεκτατικά την πηγή της αρχής – θεσμού εκτός κοινωνίας και συγκεκριμένα στην υπερβατική αρχή την οποία η ίδια εκπροσωπεί, δηλαδή τον θεό, έτσι ώστε να ισχύει το «πώς μπορείς να αμφισβητήσεις τον νόμο, όταν ο νόμος έχει δοθεί απ’ τον θεό, πώς μπορείς να λες πως ο νόμος που έδωσε ο θεός είναι άδικος, όταν δικαιοσύνη είναι ακριβώς ένα από τα ονόματα του θεού, όπως και η αλήθεια είναι ακριβώς ένα από τα ονόματα του θεού: συ γαρ ει αλήθεια, η δικαιοσύνη και το φως;» (Κορνήλιος Καστοριάδης, «Αρχαίο ελληνικό και πολιτικό φαντασιακό» στο «Η άνοδος της ασημαντότητας»).
Επίσης, για πρώτη φορά στα ανθρώπινα χρονικά θεσμίζεται η μισαλλοδοξία ως κεντρική πολιτική ταυτότητα του καθεστώτος, πολύ πριν τον Χίτλερ. Εξού και οι διώξεις με κρατική βούλα αρχικά των ελληνιζόντων και των –δικών τους κατά βάθος διαφωνούντων- αιρετικών, στη συνέχεια όλων ανεξαιρέτως των «ειδωλολατρών», για να καταλήξει στην ιερά εξέταση, στο κυνήγι «μαγισσών» και στην εξόντωση όλων των αμερικανών αυτοχθόνων.
Σε γενικές γραμμές και έχοντας αποφύγει τις γενικεύσεις, αυτή ήταν η μέθοδος και ο ιστορικός τρόπος με τον οποίο από ιουδαϊκή αίρεση και σε κάποιες στιγμές υπό διωγμό, η χριστιανική Εκκλησία έγινε κυρίαρχη σε Ανατολή και Δύση. Από την στιγμή δε που η άμεση βία καταλάγιασε με το πέρας των αιώνων και την ολοκληρωτική της επικράτηση, η ανάδυση του καπιταλισμού αλλά και των διαφόρων κινημάτων αμφισβήτησης που προήλθαν από τον, τόσο μισητό στους ρασοφόρους, Διαφωτισμό, επέφερε αλλαγές στον τρόπο αναπαραγωγής και στην δομή της εξουσίας της. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Walter Benjamin: «ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε παρασιτικά στον Χριστιανισμό της Δύσης –και πρέπει να τονιστεί όχι μόνο για την περίπτωση του Καλβινισμού, αλλά και για τα υπόλοιπα ορθόδοξα χριστιανικά ρεύματα- μέχρι το σημείο εκείνο όπου η Ιστορία του Χριστιανισμού έγινε η Ιστορία του παράσιτού του, δηλαδή του καπιταλισμού» (περιοδικό «Πανοπτικόν», τεύχος 7).
Καταλύτης στην όλη αυτή μεταβολή ήταν η εμφάνιση στο προσκήνιο της Ιστορίας του κράτους, όπως τουλάχιστον το γνωρίζουμε σήμερα. Η ύπαρξη κατά το μάλλον ή ήττον ομογενοποιημένων πληθυσμών εντός της μορφής κράτος δεν θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί αν δεν είχε φροντίσει γι’ αυτό ο Χριστιανισμός σε όλες τις συσκευασίες του. Κομβικό σημείο εδώ ήταν και η υιοθέτηση των εκπαιδευτικών μηχανισμών αναπαραγωγής που είχαν εφεύρει και εφαρμόσει με σχετική επιτυχία οι Εκκλησίες, ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία αποκλίσεων των στελεχών τους από το επίσημο δόγμα, και που ένας από αυτούς αποτέλεσε και την πρώϊμη μορφή πανεπιστημίου!
Βέβαια στις περιοχές εκείνες που το πνεύμα και η πραγματικότητα του Διαφωτισμού κυριάρχησαν και δια των αστικών επαναστάσεων, οι μηχανισμοί αυτοί απέκτησαν κοσμικό χαρακτήρα και απομακρύνθηκαν από τον ασφυκτικό θρησκευτικό έλεγχο. Και εδώ είναι το σημείο που απαντιέται το σημαντικό για την Ελλάδα ερώτημα της ορθόδοξης απόλυτης κυριαρχίας στην ντόπια πανίδα: αντίθετα από την πλειοψηφία των ευρωπαϊκών λαών, που με τον έναν ή άλλον τρόπο, συνήθως βίαια, απομάκρυναν τον σταυροφόρο σκοταδιστικό μηχανισμό από την επίσημη υποχρεωτική εκπαίδευσή τους, εδώ στο Ελλαδιστάν αυτό ουδέποτε έγινε, με αποτέλεσμα η ντόπια πανίδα που κατοικοεδρεύει σε αυτό (αλλά και η άλλη, της διασποράς) όχι μόνο να θεωρεί την ορθόδοξη σκοταδιστική βαρβαρότητα συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς της, αλλά και να θεωρεί ότι πρέπει να την υπερασπιστεί, γιατί τάχα είναι μοναδική, αλλά πάνω από όλα επειδή είναι η παράδοσή «της», λες και η παράδοση δεν πρέπει ποτέ να τίθεται στην κριτική, να αμφισβητείται. Η αντιδαρβίνεια λοιπόν πανίδα μας είναι όντως μοναδική, η δε βλακεία της είναι επίσης μοναδική και αυτοφυής, είτε ως επιβολή, είτε ως αναπαραγωγή, αφού έχει φθάσει σε σημείο να θεωρεί πως ό,τι παραδίδεται από τις προηγούμενες γενιές είναι σωστό και ακολουθητέο, έτσι λ.χ. με βάση την λογική (;) της, οι Γερμανοί θα έπρεπε να είναι για πάντα ναζί, ακόμα και σήμερα.
…Τελειώνοντας εδώ την μικρή αναφορά μας στο φαντασιακό και στα έργα και τις ημέρες της ημεδαπής πανίδας και της λογικής της, θεωρούμε ότι το ζήτημα του διαχωρισμού των δύο μηχανισμών είναι όντως σημαντικό, αλλά όχι έτσι όπως τίθεται. Αφενός γιατί διαχωριζόμαστε από την πλειοψηφία της υποχωρητικής και συμβιβαστικής Αριστεράς, που, προκειμένου να χαϊδέψει τα αυτιά των συνεχώς μειούμενων ψηφοφόρων της, μιλάει για διαχωρισμό και εκκοσμίκευση του κράτους, χωρίς να αγγίζει το σημαντικότερο ζήτημα που προκύπτει από μία τέτοια θέση, δηλαδή το παρόν και το μέλλον της εκκλησιαστικής περιουσίας, γνωρίζοντας ότι ένα τέτοιο ζήτημα θα την φέρει σε σύγκρουση με συμφέροντα, ανθρώπους και μύθους που καθόλου δεν θα την ωφελήσουν στον βασικό σκοπό της, δηλαδή αυτόν της ψήφου.
Διαχωρισμός πραγματικός σημαίνει αποχαρακτηρισμό και στην συνέχεια δήμευση της περιουσίας της Εκκλησίας, όλης ή της πλειοψηφίας της, και πλέον όσοι δηλώνουν και θέλουν να ορίζονται ως προς την κοινωνική τους εξωτερίκευση χριστιανοί, να αναλάβουν τις διοικητικές και οικονομικές υποχρεώσεις που κάτι τέτοιο συνεπάγεται.
Το 98% της περιουσίας του εν λόγω τρομοκρατικού μηχανισμού είναι προϊόν βίαιης διεκδίκησής του από τον λαό ή επωφελούς συνεργασίας με το κράτος σε εποχές που πέρασαν ανεπιστρεπτί και σε καμία περίπτωση ο δημόσιος και κοινωφελής χαρακτήρας της δεν πρέπει να χαθεί. Είναι αλήθεια ότι η Αριστερά το ξέρει αυτό, εξού και η μεγάλη αμηχανία της (ειδικά σήμερα που οι καπιταλιστικές συγκυρίες παραχωρούν τα πάντα στην ιδιωτική πρωτοβουλία, ένα τέτοιο αίτημα την καθιστά ανεδαφική), άλλωστε το οικονομικό επιτελείο των χριστιανομουλάδων είναι κατά πολύ ικανότερο από αυτήν στη σύλληψη και στους ελιγμούς στην σύγχρονη πραγματικότητα.
Πηγή: «Το ρασοφοριάτο και η ημεδαπή πανίδα», στο περιοδικό «Μαύρο Πιπέρι», τεύχος 5, καλοκαίρι 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου