«Αναπνέων τον καθαρόν αέρα των ορέων και μη κύπτων τον αυχένα εις ουδένα, είμαι ίσως ο ευτυχέστερος των ανθρώπων. Ζήτε σεις οι πλούσιοι εν ιδρώτι του προσώπου ημών; Ημάς όμως καταγράμμα επιβαρύνει η κατάρα αύτη του πλάστου, κατά γράμμα; ουχί διότι ζώμεν εν τω αίματι ημών.
Ληστής κακούργος! Οι πλούσιοι τους τρέμουσιν, οι πτωχοί τους τιμώσι, τις τους καταφρονεί; ο νόμος; όχι, διότι δεν τους ετιμώρει. Καθήκον μέγα επεβλήθη εφ’ ημάς να τιμωρώμεν τους πλουσίους τους διαφεύγοντας το βλέμμα του νόμου, να χύνωμεν το αίμα αυτών αφειδώς, διότι το ερρόφησαν απ’ άλλων. Διατί προσπαθούσι να μας εξολοθρεύσωσιν; Άρχοντες των ορέων επιβάλλομεν φόρον εις τους διερχομένους εκείθεν, καθώς και σεις οι εν τη κοινωνία επιβάλλετε χιλίους φόρους, διατί μας υβρίζετε;
Αυτοί φονεύουν λάθρα. Ο νόμος δεν έπρεπε να προσπαθή να κατατρέχη ημάς, πριν φέρει τα βλέμματα αυτού τόσον μακράν έπρεπε πρώτον να παρατηρήση τους πέριξ αυτού αληθώς κακούργους. Πλήν διατί δεν το κάμνει; Διότι ημείς φονεύουμεν αναφανδόν, εκείνοι δε λάθρα, διότι ημείς εις μιαν στιγμήν απαλλάτομεν τον ανθρώπον του βαρέως της ζωής φορτίου, εκείνοι βραδέως και απαθώς ροφώσι το αίμα των θυμάτων των, διότι ημείς καλούμεθα λησταί, εκείνοι ευγενείς, πεπολιτισμένοι, αγαθοί και ενάρετοι άνθρωποι. Η δε κοινωνία πριν καταρασθή ημάς, έπρεπε πρώτον φέρουσα τα βλέμματά της εις τους κόλπους αυτούς να ίδη τ’ αποτελέσματα α αυτή παρήγαγε και παράγει.
Οι νόμοι εσχηματίσθησαν διά να καταπιέζωσι τους πτωχούς, τους άνευ προστατών, τους αδυνάτους. Σπανίως ο νόμος προστατεύει τον ασθενή, αλλ’ οι εντός της κοινωνίας τοιούτοι είναι πολλάκις ισχυροί εκτός αυτής και καταπατούσι τον νόμον όστις τους ηδίκασε. Δεν είμεθα ημείς τιμιώτεροι υμών αφού διατηρούμεν τους νόμους ους έχομεν; δεν είμεθα μυριάκις γενναιότεροι, μυριάκις ανώτεροι υμών αφού δεν έχομεν ανάγκην προστατών; Δεν είμεθα ημείς άνθρωποι τωόντι αφ’ ου δεν είμεθα ουδενός δούλοι! Ερπετά! τολμάτε ν’ αποσκαρακίζητε ημάς τους αετούς.
Μας θεωρούσι σκληρούς, απανθρώπους, αγενείς, αλλ’ όχι, η καρδιά ημών είναι ευγενεστέρα της καρδιάς υμών, και ο έρως ου μας θεωρείτε αναξίους, υπάρχεις εις ημάς γνήσιος, καθαρός, ουχί, ως εις υμάς μεμολισμένος και υλικός. Από κτίσεως του κόσμου μέχρι της σήμερον ο άνθρωπος φερόμενος πάντοτε προς το κακόν, και διά του πολιτισμού αποκρύπτων ακολούθως την αισχράν φύσιν του κατέστη ανυπόφορος. Πριν ο πολιτισμός, η νενομισμένη αύτη υποκρισία, εισδύση εις τους ανθρώπους ηδύνατο ευκολότερον πως να διακρίνη τις τον κακόν. Αλλά σήμερον ο πεπολιτισμένος κακούργος αδιόρατος γενόμενος διά της λαμπρότητός τους εις τους οφθαλμούς των ανθρώπων, διασκορπίζει μεν μέλι και γάλα διά της γλώσσης του, και των ποδών του και των χειρών του, και των χειλέων του, διασκορπίζει δε άζωτον και δηλητήριον διά της καρδιάς του. Πώς δύναταί τις να προφυλαχθή απ’ αυτών; πώς να διαφύγη τας δολοφόνους αυτών χείρας, αίτινες θωπεύουσι τας παρειάς του θύματος ίνα εμπηξώσι το εγχειρίδιον βαθύτερον;»
Πηγή: Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, «Σκέψεις ενός ληστού, ή η καταδίκη της κοινωνίας», Αθηνα, 1861
Ληστής κακούργος! Οι πλούσιοι τους τρέμουσιν, οι πτωχοί τους τιμώσι, τις τους καταφρονεί; ο νόμος; όχι, διότι δεν τους ετιμώρει. Καθήκον μέγα επεβλήθη εφ’ ημάς να τιμωρώμεν τους πλουσίους τους διαφεύγοντας το βλέμμα του νόμου, να χύνωμεν το αίμα αυτών αφειδώς, διότι το ερρόφησαν απ’ άλλων. Διατί προσπαθούσι να μας εξολοθρεύσωσιν; Άρχοντες των ορέων επιβάλλομεν φόρον εις τους διερχομένους εκείθεν, καθώς και σεις οι εν τη κοινωνία επιβάλλετε χιλίους φόρους, διατί μας υβρίζετε;
Οι νόμοι εσχηματίσθησαν διά να καταπιέζωσι τους πτωχούς, τους άνευ προστατών, τους αδυνάτους. Σπανίως ο νόμος προστατεύει τον ασθενή, αλλ’ οι εντός της κοινωνίας τοιούτοι είναι πολλάκις ισχυροί εκτός αυτής και καταπατούσι τον νόμον όστις τους ηδίκασε. Δεν είμεθα ημείς τιμιώτεροι υμών αφού διατηρούμεν τους νόμους ους έχομεν; δεν είμεθα μυριάκις γενναιότεροι, μυριάκις ανώτεροι υμών αφού δεν έχομεν ανάγκην προστατών; Δεν είμεθα ημείς άνθρωποι τωόντι αφ’ ου δεν είμεθα ουδενός δούλοι! Ερπετά! τολμάτε ν’ αποσκαρακίζητε ημάς τους αετούς.
Μας θεωρούσι σκληρούς, απανθρώπους, αγενείς, αλλ’ όχι, η καρδιά ημών είναι ευγενεστέρα της καρδιάς υμών, και ο έρως ου μας θεωρείτε αναξίους, υπάρχεις εις ημάς γνήσιος, καθαρός, ουχί, ως εις υμάς μεμολισμένος και υλικός. Από κτίσεως του κόσμου μέχρι της σήμερον ο άνθρωπος φερόμενος πάντοτε προς το κακόν, και διά του πολιτισμού αποκρύπτων ακολούθως την αισχράν φύσιν του κατέστη ανυπόφορος. Πριν ο πολιτισμός, η νενομισμένη αύτη υποκρισία, εισδύση εις τους ανθρώπους ηδύνατο ευκολότερον πως να διακρίνη τις τον κακόν. Αλλά σήμερον ο πεπολιτισμένος κακούργος αδιόρατος γενόμενος διά της λαμπρότητός τους εις τους οφθαλμούς των ανθρώπων, διασκορπίζει μεν μέλι και γάλα διά της γλώσσης του, και των ποδών του και των χειρών του, και των χειλέων του, διασκορπίζει δε άζωτον και δηλητήριον διά της καρδιάς του. Πώς δύναταί τις να προφυλαχθή απ’ αυτών; πώς να διαφύγη τας δολοφόνους αυτών χείρας, αίτινες θωπεύουσι τας παρειάς του θύματος ίνα εμπηξώσι το εγχειρίδιον βαθύτερον;»
Πηγή: Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, «Σκέψεις ενός ληστού, ή η καταδίκη της κοινωνίας», Αθηνα, 1861
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου