Ρούντι Ντούτσκε (Alfred Willi Rudi Dutschke, 7 Μαρτίου 1940 – 24 Δεκεμβρίου 1979). Ηγετική προσωπικότητα της γερμανικής εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς κατά την δεκαετία του 1960 και, αργότερα, ένας από τους θεμελιωτές του κόμματος των «Πράσινων».
Γεννήθηκε στο Schoenefled του Βραδεμβούργου, όπου και πήγε σχολείο έως και την μέση εκπαίδευση. Αρνούμενος να υπηρετήσει στον στρατό τής τότε Ομοσπονδιακής Γερμανίας και έχοντας παρακινήσει και άλλους στο να πράξουν το ίδιο, έφυγε τον Αύγουστο 1961 στο Δυτικό Βερολίνο, την παραμονή της ανέγερσης του περιβόητου «τείχους του Βερολίνου», που ήθελε να χωρίσει την δυτική από την «κομμουνισιτκή» πραγματικότητα της μεταπολεμικής Γερμανίας.
Σπούδασε υπό τους Richard Lowenthal και Klaus Meschkat Κοινωνιολογία στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου και ήλθε για πρώτη φορά σε επαφή με αριστερές πολιτικές απόψεις διαφοροποιημένες από τον κυρίαρχο, παραδοσιακό Μαρξισμό. Το 1965 εντάχθηκε στην «Σοσιαλιστική Γερμανική Ένωση Φοιτητών» (SDS, «Sozialistischer Deutscher Studentenbund»), την οποία σε λίγο, ως ηγέτης της πλέον, ανέπτυξε σε οργάνωση εκπροσώπισης ολόκληρου σχεδόν του γερμανικού φοιτητικού κινήματος. Υπό την ηγεσία του Ντούτσκε, του «Κόκκινου Ρούντι» όπως τον αποκαλούσαν, η SDS διοργάνωσε πάμπολλες συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις κατά του πολέμου του Βιετνάμ.
Κύρια πολιτική θέση του Ντούτσκε ήταν ότι στην πορεία προς μία δίκαιη και σοσιαλιστική κοινωνία, ο επαναστάτης δεν πρέπει να ατενίζει σε ένα απόλυτο και μάλλον απρόσιτο μέγεθος, όπως λ.χ. οι ουτοπίες των Φουριέ, Σαιν – Σιμόν, κ.ά., αλλά πρέπει να μεθοδεύει την σταδιακή εξασφάλιση μιας ολοένα και πιο δίκαιης κοινωνικά πραγματικότητας, η οποία μάλιστα για τις «δυτικές» κοινωνίες πρέπει να επιτυχθεί παράλληλα με τις λεγόμενες «τριτοκοσμικές», όσο και παράλληλα με την δημοκρατικοποίηση των χωρών της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης που τότε βρίσκονταν υπό τον ζυγό των σοβιετικών.
Η προσωπική αντίληψη του Ντούτσκε για τον Σοσιαλισμό ήταν άμεσα επηρεασμένη από την θρησκευτική του πεποίθηση (κοινή σε πολλούς ανθρώπους της Αριστεράς, λόγω της χριστιανικής τους διαμόρφωσης) ότι δήθεν ο Ιησούς ήταν «πολύ μεγάλος επαναστάτης». Παρόλο όμως που αυτή η αντίληψη δεν απειλούσε τα φαντασιακά θεμέλια του συστήματος, η μεγάλη ισχύς που επιδείκνυε επί των ημερών του η δυναμική SDS, διήγειρε αρκετά το εναντίον του μίσος, ιδίως από εκείνους που πάντοτε αναζητούν σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο την πηγή της όποιας απειλής για αστάθεια ή ανατροπή.
Ως αποτέλεσμα αυτού, και μετά την έξαρση βίας που είχε προκληθεί έπειτα από τον θάνατο από πυροβολισμό αστυνομικού του φοιτητή Μπένο Όνεζοργκ (Benno Ohnesorg) στις 2 Ιουνίου 1967, η οποία έξαρση βίας είχε δώσει με την σειρά της την αφορμή για μία συστηματική εκστρατεία του δημοσιογραφικού συγκροτήματος «Springer», το οποίο καλούσε σε καταστολή με κάθε τρόπο όλων των «εξτρεμιστών», ο Ντούτσκε πυροβολήθηκε στο κεφάλι από έναν ακροδεξιό ανειδίκευτο εργάτη στις 11 Απριλίου 1968 (η εφημερίδα «Bild» του συγκροτήματος είχε ανοικτά προτρέψει στην πρώτη σελίδα της: «Σταματείστε τον Ντούτσκε τώρα!»).
Μετά από μακρά παραμονή στο νοσοκομείο και με σοβαρότατες και μόνιμες βλάβες στην υγεία του, ο Ντούτσκε έφυγε τελικά στην Αγγλία το 1969 μαζί με την οικογένειά του (ήταν παντρεμένος από το 1966 με την Γερμανο-αμερικανίδα Gretchen Klotz, με την οποία έκανε 3 παιδιά), με σκοπό να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Καίμπριτζ. Το 1971 όμως, χαρακτηρίστηκε από την δεξιά κυβέρνηση της Αγγλίας «ανεπιθύμητος ξένος που ενέχεται σε ανατρεπτικές δραστηριότητες» και απελάθηκε, καταλήγοντας στο Άαρχους (Aarhus) της Δανίας.
Από το Άαρχους ο Ντούτσκε συμμετείχε ξανά στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας, κυρίως μέσα από τα οικολογικά και αντι-πυρηνικά ριζοσπαστικά κινήματα, καθώς αναγνώρισε σε αυτά το θεμέλιο μίας μελλοντικής ευρύτερης πολιτικο-κοινωνικής δράσης, ενώ παράλληλα υποστήριζε κινήσεις διανοουμένων για την δημοκρατικοποίηση των ελεγχόμενων από τους σοβιετικούς κρατών. Τέλος, μαζί με αρκετούς παλαιούς συντρόφους του, συμμετείχε στην ίδρυση του κόμματος των «Πρασίνων», το οποίο πρόλαβε να δει στις τοπικές εκλογές του Οκτωβρίου 1979 στην Βρέμη να κερδίζει το ποσοστό 5% για εκλογή αντιπροσώπων του.
Λόγω των πολλών βλαβών που είχε προκαλέσει στον εγκέφαλό του ο πυροβολισμός του 1968, ο Ντούτσκε υπέφερε από συνεχείς επιληπτικές κρίσεις. Μία από αυτές ήταν και εκείνη που του αφαίρεσε τελικά την ζωή στις 24 Δεκεμβρίου 1979, προκαλώντας τον πνιγμό του μέσα στην μπανιέρα τού σπιτιού του στο Άαρχους.
Πηγή: Ελεύθερη Εγκυκλοπαίδεια «Γνώσις» http://w.w.w.gnwsis.gr/
Γεννήθηκε στο Schoenefled του Βραδεμβούργου, όπου και πήγε σχολείο έως και την μέση εκπαίδευση. Αρνούμενος να υπηρετήσει στον στρατό τής τότε Ομοσπονδιακής Γερμανίας και έχοντας παρακινήσει και άλλους στο να πράξουν το ίδιο, έφυγε τον Αύγουστο 1961 στο Δυτικό Βερολίνο, την παραμονή της ανέγερσης του περιβόητου «τείχους του Βερολίνου», που ήθελε να χωρίσει την δυτική από την «κομμουνισιτκή» πραγματικότητα της μεταπολεμικής Γερμανίας.
Σπούδασε υπό τους Richard Lowenthal και Klaus Meschkat Κοινωνιολογία στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου και ήλθε για πρώτη φορά σε επαφή με αριστερές πολιτικές απόψεις διαφοροποιημένες από τον κυρίαρχο, παραδοσιακό Μαρξισμό. Το 1965 εντάχθηκε στην «Σοσιαλιστική Γερμανική Ένωση Φοιτητών» (SDS, «Sozialistischer Deutscher Studentenbund»), την οποία σε λίγο, ως ηγέτης της πλέον, ανέπτυξε σε οργάνωση εκπροσώπισης ολόκληρου σχεδόν του γερμανικού φοιτητικού κινήματος. Υπό την ηγεσία του Ντούτσκε, του «Κόκκινου Ρούντι» όπως τον αποκαλούσαν, η SDS διοργάνωσε πάμπολλες συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις κατά του πολέμου του Βιετνάμ.
Κύρια πολιτική θέση του Ντούτσκε ήταν ότι στην πορεία προς μία δίκαιη και σοσιαλιστική κοινωνία, ο επαναστάτης δεν πρέπει να ατενίζει σε ένα απόλυτο και μάλλον απρόσιτο μέγεθος, όπως λ.χ. οι ουτοπίες των Φουριέ, Σαιν – Σιμόν, κ.ά., αλλά πρέπει να μεθοδεύει την σταδιακή εξασφάλιση μιας ολοένα και πιο δίκαιης κοινωνικά πραγματικότητας, η οποία μάλιστα για τις «δυτικές» κοινωνίες πρέπει να επιτυχθεί παράλληλα με τις λεγόμενες «τριτοκοσμικές», όσο και παράλληλα με την δημοκρατικοποίηση των χωρών της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης που τότε βρίσκονταν υπό τον ζυγό των σοβιετικών.
Η προσωπική αντίληψη του Ντούτσκε για τον Σοσιαλισμό ήταν άμεσα επηρεασμένη από την θρησκευτική του πεποίθηση (κοινή σε πολλούς ανθρώπους της Αριστεράς, λόγω της χριστιανικής τους διαμόρφωσης) ότι δήθεν ο Ιησούς ήταν «πολύ μεγάλος επαναστάτης». Παρόλο όμως που αυτή η αντίληψη δεν απειλούσε τα φαντασιακά θεμέλια του συστήματος, η μεγάλη ισχύς που επιδείκνυε επί των ημερών του η δυναμική SDS, διήγειρε αρκετά το εναντίον του μίσος, ιδίως από εκείνους που πάντοτε αναζητούν σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο την πηγή της όποιας απειλής για αστάθεια ή ανατροπή.
Ως αποτέλεσμα αυτού, και μετά την έξαρση βίας που είχε προκληθεί έπειτα από τον θάνατο από πυροβολισμό αστυνομικού του φοιτητή Μπένο Όνεζοργκ (Benno Ohnesorg) στις 2 Ιουνίου 1967, η οποία έξαρση βίας είχε δώσει με την σειρά της την αφορμή για μία συστηματική εκστρατεία του δημοσιογραφικού συγκροτήματος «Springer», το οποίο καλούσε σε καταστολή με κάθε τρόπο όλων των «εξτρεμιστών», ο Ντούτσκε πυροβολήθηκε στο κεφάλι από έναν ακροδεξιό ανειδίκευτο εργάτη στις 11 Απριλίου 1968 (η εφημερίδα «Bild» του συγκροτήματος είχε ανοικτά προτρέψει στην πρώτη σελίδα της: «Σταματείστε τον Ντούτσκε τώρα!»).
Μετά από μακρά παραμονή στο νοσοκομείο και με σοβαρότατες και μόνιμες βλάβες στην υγεία του, ο Ντούτσκε έφυγε τελικά στην Αγγλία το 1969 μαζί με την οικογένειά του (ήταν παντρεμένος από το 1966 με την Γερμανο-αμερικανίδα Gretchen Klotz, με την οποία έκανε 3 παιδιά), με σκοπό να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Καίμπριτζ. Το 1971 όμως, χαρακτηρίστηκε από την δεξιά κυβέρνηση της Αγγλίας «ανεπιθύμητος ξένος που ενέχεται σε ανατρεπτικές δραστηριότητες» και απελάθηκε, καταλήγοντας στο Άαρχους (Aarhus) της Δανίας.
Από το Άαρχους ο Ντούτσκε συμμετείχε ξανά στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας, κυρίως μέσα από τα οικολογικά και αντι-πυρηνικά ριζοσπαστικά κινήματα, καθώς αναγνώρισε σε αυτά το θεμέλιο μίας μελλοντικής ευρύτερης πολιτικο-κοινωνικής δράσης, ενώ παράλληλα υποστήριζε κινήσεις διανοουμένων για την δημοκρατικοποίηση των ελεγχόμενων από τους σοβιετικούς κρατών. Τέλος, μαζί με αρκετούς παλαιούς συντρόφους του, συμμετείχε στην ίδρυση του κόμματος των «Πρασίνων», το οποίο πρόλαβε να δει στις τοπικές εκλογές του Οκτωβρίου 1979 στην Βρέμη να κερδίζει το ποσοστό 5% για εκλογή αντιπροσώπων του.
Λόγω των πολλών βλαβών που είχε προκαλέσει στον εγκέφαλό του ο πυροβολισμός του 1968, ο Ντούτσκε υπέφερε από συνεχείς επιληπτικές κρίσεις. Μία από αυτές ήταν και εκείνη που του αφαίρεσε τελικά την ζωή στις 24 Δεκεμβρίου 1979, προκαλώντας τον πνιγμό του μέσα στην μπανιέρα τού σπιτιού του στο Άαρχους.
Πηγή: Ελεύθερη Εγκυκλοπαίδεια «Γνώσις» http://w.w.w.gnwsis.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου