Ο Ιεχωβάς, που από όλους τους θεούς που λάτρεψαν οι άνθρωποι, υπήρξε οπωσδήποτε ο πιο φθονερός, ματαιόδοξος, θηριώδης, άδικος, αιμοχαρής και τυραννικός, ο μεγαλύτερος εχθρός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ελευθερίας, έπλασε τον Αδάμ και την Εύα, άγνωστο γιατί, ίσως για να αποκτήσει καινούργιους σκλάβους. Έθεσε γενναιόδωρα στην διάθεσή τους ολόκληρη την γη, με τους καρπούς της και τα ζώα της, και έθεσε έναν μονάχα φραγμό σε αυτή την πλήρη απόλαυση: τους απαγόρευσε ρητά να αγγίξουν τον καρπό του δέντρου της Επιστήμης. Ήθελε να παραμείνει ο άνθρωπος για πάντα ένα κτηνώδες πλάσμα, στερημένο από κάθε αυτοσυνείδηση, αιώνια γονατισμένος μπροστά στον «ζωντανό» θεό, πλάστη και αφέντη του. Να όμως που πρόβαλε ο Σατάν, ο αιώνιος εξεγερμένος, το πρώτο ατίθασο πνεύμα, ο απελευθερωτής των κόσμων! Κάνει τον άνθρωπο να ντραπεί για την ζωώδη άγνοια και δουλικότητά του και τον χειραφετεί, τον σημαδεύει με την σφραγίδα της ελευθερίας και της υπερηφάνειας, ωθώντας τον στην ανυπακοή και πείθοντάς τον να γευτεί τον απαγορευμένο καρπό.
Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Ο καλός θεός, που όμως η μελλογνωσία του, μία από τις κλασικές θεϊκές ιδιότητες, θάπρεπε κανονικά να τον είχε προειδοποιήσει για όλα όσα θα συνέβαιναν, παραδόθηκε σε μία τρομερή όσο και γελοία έκρηξη οργής: καταράστηκε τον Σατάν, τον άνθρωπο και τον κόσμο που ο ίδιος υποτίθεται ότι δημιούργησε, βάζοντάς τα κατά κάποιον τρόπο με τον ίδιο του τον εαυτό, όπως τα θυμωμένα παιδιά. Και δεν αρκέστηκε να πλήξει τους προπάτορές μας, αλλά καταράστηκε όλες τις μέλλουσες γενεές, που φυσικά ήσαν αμέτοχες του όποιου εγκλήματος των προγόνων τους. Οι χριστιανοί θεολόγοι βρίσκουν αυτό το πράγμα πολύ σοφό και δίκαιο, επειδή ακριβώς είναι τερατώδες, άνομο και παράλογο.
Έπειτα ο Ιαχωβάς θυμήθηκε ότι δεν είναι μόνο θεός της εκδίκησης και της οργής, αλλά και θεός της αγάπης και, αφού βασάνισε μερικά δισεκατομμύρια φτωχά ανθρώπινα πλάσματα και τα καταδίκασε στην αιώνια κόλαση, λυπήθηκε τους υπόλοιπους και, για να τους σώσει, για να συμβιβάσει την αιώνια και θεία αγάπη του με την εξίσου αιώνια και θεία οργή του που τον έκανε πάντα να διψάει για θύματα και αίμα, έστειλε λέει στον κόσμο σαν εξιλαστήριο θύμα τον μοναδικό υιό του, προορισμένο δήθεν να σκοτωθεί από τους ανθρώπους. Αυτό είναι το εκπληκτικό μυστήριο της «Λύτρωσης» στο οποίο στηρίζονται όλες οι χριστιανικές δοξασίες. Και να’ χε τουλάχιστον όντως λυτρώσει τον κόσμο αυτός ο θείος Σωτήρας! Όμως όχι. Στον παράδεισο που υποσχέθηκε ο Χριστός είναι γνωστό και ρητά διατυπωμένο, ότι θα υπάρχουν ελάχιστοι εκλεκτοί. Οι υπόλοιποι, η τεράστια πλειονότητα των παρουσών και μελλουσών γενεών, είναι αιώνια καταδικασμένοι στο πυρ το εξώτερον. Στο αναμεταξύ, για να μας παρηγορήσει ο πάντα δίκαιος και πανάγαθος θεός, παραδίδει τον κόσμο στην διακυβέρνηση των Ναπολεόντων Γ, των Γουλιέλμων Α, των Φερδινάνδων της Αυστρίας και των Αλεξάνδρων πασών των Ρωσιών.
Τέτοια είναι τα παραμύθια που σερβίρονται και τα τερατώδη δόγματα που διδάσκονται ακόμα και σήμερα στα σχολεία της Ευρώπης, με ρητή εντολή των κυβερνήσεων. Και αυτό ονομάζεται μόρφωση των λαών! Δεν είναι ολοφάνερο ότι όλες οι κυβερνήσεις δηλητηριάζουν συστηματικά και αποκτηνώνουν εσκεμμένα τις λαϊκές μάζες;
Αυτά τα ποταπά και εγκληματικά μέσα χρησιμοποιούν για να διαιωνίσουν την σκλαβιά των λαών, για να μπορούν πιο εύκολα να νέμονται τα προϊόντα του ιδρώτα τους. Τι βαρύτητα έχουν τα εγκλήματα όλων των δολοφόνων της υφηλίου μπροστά σε αυτό το συνεχές έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, που διαπράττεται καθημερινά και απροκάλυπτα σε όλη την έκταση του πολιτισμένου κόσμου από αυτούς που έχουν το θράσος να αυτοαποκαλούνται κηδεμόνες και πατέρες των λαών;
Και όμως, στο παραμύθι του προπατορικού αμαρτήματος, ο θεός δικαίωσε τον Σατάν, αναγνώρισε ότι εκείνος δεν είχε εξαπατήσει τον Αδάμ και την Εύα όταν τους υποσχόταν την Επιστήμη και την Ελευθερία σαν ανταμοιβή για την πράξη ανυπακοής που τους ώθησε να διαπράξουν. Αμέσως μόλις έφαγαν τον απαγορευμένο καρπό, ο θεός είπε στον εαυτό του, σύμφωνα τουλάχιστον με την Βίβλο: «Ιδού, έγινε ο Αδάμ όμοιος με εμάς ως προς την γνώση του καλού και του κακού. Και τώρα ας φροντίσουμε να μην απλώσει το χέρι του και πιάσει τον καρπό της ζωής και φάει και ζήσει αιωνίως».
Ας αφήσουμε τώρα το φανταστικό μέρος αυτού του παραμυθιού και ας εξετάσουμε το πραγματικό νόημά του, που άλλωστε είναι ολοφάνερο. Ο άνθρωπος χειραφετήθηκε, έπαψε να είναι ζώο και έγινε άνθρωπος, άρχισε την Ιστορία του και την ειδικά ανθρώπινη ανάπτυξή του με μία πράξη ανυπακοής και Επιστήμης, δηλαδή με την ε ξ έ γ ε ρ σ η και την σ κ έ ψ η.
… Είναι ολοφάνερο ότι το τρομερό αυτό και ανεξήγητο μυστήριο του Ιαχωβά στηρίζεται στον παραλογισμό, επειδή ακριβώς μόνο το παράλογο δεν επιτρέπει να του δοθεί καμμία εξήγηση. Είναι ολοφάνερο ότι όποιος το χρειάζεται για να ζήσει και να ευτυχήσει, πρέπει να αποκηρύξει την λογική του και να επιστρέψει, αν το μπορεί, στην αφελή, τυφλή και ηλίθια πίστη. Πρέπει να επαναλάβει μαζί με τον Τερτυλλιανό και όλους τους πραγματικούς πιστούς τα λόγια αυτά που συνοψίζουν την πεμπτουσία της θεολογίας: «Credo quia absurdum!», «Πιστεύω γιατί είναι παράλογο!».
Τότε σταματάει κάθε συζήτηση και απομένει η επική ηλιθιότητα της πίστης. Όμως αμέσως τίθεται ένα άλλο ερώτημα: πώς μπορεί να γεννηθεί σε έναν έξυπνο και μορφωμένο άνθρωπο η ανάγκη να πιστέψει σε τέτοια πράγματα; Η πίστη βέβαια σε έναν δημιουργό, ρυθμιστή, κριτή, κυρίαρχο, τύραννο, σωτήρα και ευεργέτη του κόσμου, παραμένει ισχυρή στον λαό, πολύ περισσότερο στους αγροτικούς πληθυσμούς παρά στο προλεταριάτο των πόλεων. Αυτό είναι κάτι το φυσικό, εάν αναλογισθεί κανείς ότι δυστυχώς ο λαός είναι ακόμα πολύ αμαθής και διατηρείται στην άγνοια χάρη στις συστηματικές προσπάθειες όλων των κυβερνήσεων, που δίκαια θεωρούν την άγνοια του λαού ως μία ουσιώδη προϋπόθεση της εξουσίας τους. Συντριμμένος από την συνεχή δουλειά, στερημένος από τις δυνατότητες πνευματικής ησυχίας, επικοινωνίας, ανάγνωσης και κυρίως από όλα τα μέσα και κίνητρα για την ανάπτυξη της σκέψης του, ο λαός συνήθως αποδέχεται στο σύνολό τους και δίχως κριτική τις θρησκευτικές πίστεις. Αυτές τον περιβάλλουν από την γέννησή του σε όλες τις περιστάσεις της ζωής του και, διατηρούμενες τεχνητά μέσα του από ένα πλήθος επίσημων δηλητηριαστών κάθε είδους, παπάδων και μη, μετασχηματίζονται μέσα του σε ένα είδος πνευματικής συνήθειας, συχνά ισχυρότερης από την φυσική του λογική.
Υπάρχει όμως και μία άλλη αιτία των παράλογων πεποιθήσεων του λαού: η μιζέρια που μοιραία του επιφυλάσσεται από την οικονομική κατάσταση των κοινωνιών, ακόμα και στις πιο πολιτισμένες χώρες της Ευρώπης. Περιορισμένος πνευματικά, ηθικά και υλικά στο ελάχιστο της ανθρώπινης ύπαρξης, εγκλωβισμένος μέσα στην ζωή του, όπως ο φυλακισμένος στο κελλί, δίχως ορίζοντες και διέξοδο και μάλιστα δίχως μέλλον εάν πιστέψουμε τους οικονομολόγους, ο λαός θάπρεπε να έχει την ευνουχισμένη ψυχή και το ρυτιδωμένο ένστικτο των πλουσίων για να μην αισθάνεται την ανάγκη να ξεφύγει. Όμως γι’ αυτό υπάρχουν τρία μόνον μέσα, από τα οποία τα δύο είναι φανταστικά και μόνο το ένα πραγματικό. Τα δύο πρώτα είναι τα μπορντέλα και οι εκκλησίες, το τρίτο η Κοινωνική Επανάσταση. Η τελευταία είναι πολύ πιο ικανή από την αντιθεολογική προπαγάνδα των οπαδών της ελεύθερης σκέψης να καταστρέψει τα θρησκευτικά πιστεύω και τις διεφθαρμένες συνήθειες του λαού, τα οποία συνδέονται πολύ πιο στενά από όσο γενικά πιστεύεται. Αντικαθιστώντας τις απατηλές όσο και κτηνώδεις απολαύσεις της σωματικής και διανοητικής εξαχρείωσης με τις λεπτές όσο και πλούσιες απολαύσεις ενός ανθρωπισμού καλλιεργημένου μέσα στον καθένα μας αλλά και σε όλους μας, η Κοινωνική Επανάσταση θα έχει την δύναμη να σφραγίσει ταυτόχρονα όλα τα μπορντέλα και όλες τις εκκλησίες. Μέχρι τότε, η πλειοψηφία του λαού θα είναι καταδικασμένη να πιστεύει, έστω και αδικαιολόγητα.
Υπάρχει και μία άλλη κατηγορία ανθρώπων, που αν και δεν πιστεύουν, πρέπει τουλάχιστον να καμώνονται ότι πιστεύουν. Είναι όλοι οι βασανιστές, καταπιεστές και εκμεταλλευτές της ανθρωπότητας, δηλαδή οι παπάδες, οι βασιλιάδες, οι κυβερνήτες, οι στρατιωτικοί, οι διαχειριστές του δημοσίου ή ιδιωτικού χρήματος, οι δημόσιοι λειτουργοί κάθε είδους, οι αστυνομικοί, οι χωροφύλακες, οι δεσμοφύλακες και οι δήμιοι, οι καπιταλιστές και οι αγιογδύτες, οι ιδιοκτήτες και οι επιχειρηματίες, οι δικηγόροι, οι οικονομολόγοι, οι πολιτικοί κάθε απόχρωσης, μέχρι και ο τελευταίος μανάβης, που όλοι τους θα επαναλάβουν τα λόγια του Βολταίρου ότι «εάν ο θεός δεν υπήρχε, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε». Βλέπετε «χρειάζεται μία θρησκεία για τον λαό». Αυτό αποτελεί μία δικλείδα ασφαλείας.
Υπάρχουν ακόμα μερικοί άλλοι άνθρωποι, τίμιοι αλλά αδύναμοι, που είναι αρκετά ευφυείς ώστε να μην παίρνουν στα σοβαρά τα χριστιανικά δόγματα και να απορρίπτουν αρκετά συγκεκριμένα σημεία, όμως δεν έχουν το αναγκαίο θάρρος, την αναγκαία δύναμη και αποφασιστικότητα για να απορρίψουν τον Χριστιανισμό στο σύνολό του. Κριτικάρουν από την μία τις λεπτομέρειες των παραλογισμών του ή αρνούνται να πιστέψουν στα θαύματα, αλλά από την άλλη προσκολλώνται απελπισμένα στον υπέρτατο παραλογισμό, στην πηγή όλων των άλλων παραλογισμών, στο θαύμα που εξηγεί και δικαιολογεί όλα τα θαύματα, στην ύπαρξη ενός προσωπικού θεού, που δεν είναι καν το ρωμαλέο και πανίσχυρο ον, η ολοκληρωτική βεβαιότητα της θεολογίας, αλλά ένα ον νεφελώδες, διάφανο και απατηλό, τόσο απατηλό που μεταβάλλεται σε τίποτε όταν πιστέψεις ότι πράγματι το έχεις κατανοήσει. Είναι μία οφθαλμαπάτη, μία χλωμή ανταύγεια, που ούτε να θερμάνει μπορεί, ούτε και να φωτίσει. Παρ’ όλα αυτά, εκείνοι επιμένουν να προσκολλώνται σε αυτό και να πιστεύουν και από πάνω ότι η εξαφάνισή του θα σήμαινε δήθεν την απώλεια των πάντων. Είναι άνθρωποι αναποφάσιστοι, νοσηροί, αποπροσανατολισμένοι, άνθρωποι που δεν ανήκουν ούτε στο παρελθόν, ούτε στο μέλλον, ωχρά φαντάσματα αιωρούμενα σε όλη την ζωή τους ανάμεσα στον ουρανό και την γη… Άνθρωποι που τους λείπει η δύναμη να ωθούν τους συλλογισμούς τους μέχρι τα τελικά λογικά συμπεράσματα, άνθρωποι που τους λείπει η θέληση και η αποφασιστικότητα και σπαταλούν την ζωή τους προσπαθώντας συνέχεια να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα.
(Από το βιβλίο «Θεός και Κράτος», που γράφτηκε τον Φεβρουάριο 1871 και πρωτοεκδόθηκε το 1882)
Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Ο καλός θεός, που όμως η μελλογνωσία του, μία από τις κλασικές θεϊκές ιδιότητες, θάπρεπε κανονικά να τον είχε προειδοποιήσει για όλα όσα θα συνέβαιναν, παραδόθηκε σε μία τρομερή όσο και γελοία έκρηξη οργής: καταράστηκε τον Σατάν, τον άνθρωπο και τον κόσμο που ο ίδιος υποτίθεται ότι δημιούργησε, βάζοντάς τα κατά κάποιον τρόπο με τον ίδιο του τον εαυτό, όπως τα θυμωμένα παιδιά. Και δεν αρκέστηκε να πλήξει τους προπάτορές μας, αλλά καταράστηκε όλες τις μέλλουσες γενεές, που φυσικά ήσαν αμέτοχες του όποιου εγκλήματος των προγόνων τους. Οι χριστιανοί θεολόγοι βρίσκουν αυτό το πράγμα πολύ σοφό και δίκαιο, επειδή ακριβώς είναι τερατώδες, άνομο και παράλογο.
Έπειτα ο Ιαχωβάς θυμήθηκε ότι δεν είναι μόνο θεός της εκδίκησης και της οργής, αλλά και θεός της αγάπης και, αφού βασάνισε μερικά δισεκατομμύρια φτωχά ανθρώπινα πλάσματα και τα καταδίκασε στην αιώνια κόλαση, λυπήθηκε τους υπόλοιπους και, για να τους σώσει, για να συμβιβάσει την αιώνια και θεία αγάπη του με την εξίσου αιώνια και θεία οργή του που τον έκανε πάντα να διψάει για θύματα και αίμα, έστειλε λέει στον κόσμο σαν εξιλαστήριο θύμα τον μοναδικό υιό του, προορισμένο δήθεν να σκοτωθεί από τους ανθρώπους. Αυτό είναι το εκπληκτικό μυστήριο της «Λύτρωσης» στο οποίο στηρίζονται όλες οι χριστιανικές δοξασίες. Και να’ χε τουλάχιστον όντως λυτρώσει τον κόσμο αυτός ο θείος Σωτήρας! Όμως όχι. Στον παράδεισο που υποσχέθηκε ο Χριστός είναι γνωστό και ρητά διατυπωμένο, ότι θα υπάρχουν ελάχιστοι εκλεκτοί. Οι υπόλοιποι, η τεράστια πλειονότητα των παρουσών και μελλουσών γενεών, είναι αιώνια καταδικασμένοι στο πυρ το εξώτερον. Στο αναμεταξύ, για να μας παρηγορήσει ο πάντα δίκαιος και πανάγαθος θεός, παραδίδει τον κόσμο στην διακυβέρνηση των Ναπολεόντων Γ, των Γουλιέλμων Α, των Φερδινάνδων της Αυστρίας και των Αλεξάνδρων πασών των Ρωσιών.
Τέτοια είναι τα παραμύθια που σερβίρονται και τα τερατώδη δόγματα που διδάσκονται ακόμα και σήμερα στα σχολεία της Ευρώπης, με ρητή εντολή των κυβερνήσεων. Και αυτό ονομάζεται μόρφωση των λαών! Δεν είναι ολοφάνερο ότι όλες οι κυβερνήσεις δηλητηριάζουν συστηματικά και αποκτηνώνουν εσκεμμένα τις λαϊκές μάζες;
Αυτά τα ποταπά και εγκληματικά μέσα χρησιμοποιούν για να διαιωνίσουν την σκλαβιά των λαών, για να μπορούν πιο εύκολα να νέμονται τα προϊόντα του ιδρώτα τους. Τι βαρύτητα έχουν τα εγκλήματα όλων των δολοφόνων της υφηλίου μπροστά σε αυτό το συνεχές έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, που διαπράττεται καθημερινά και απροκάλυπτα σε όλη την έκταση του πολιτισμένου κόσμου από αυτούς που έχουν το θράσος να αυτοαποκαλούνται κηδεμόνες και πατέρες των λαών;
Και όμως, στο παραμύθι του προπατορικού αμαρτήματος, ο θεός δικαίωσε τον Σατάν, αναγνώρισε ότι εκείνος δεν είχε εξαπατήσει τον Αδάμ και την Εύα όταν τους υποσχόταν την Επιστήμη και την Ελευθερία σαν ανταμοιβή για την πράξη ανυπακοής που τους ώθησε να διαπράξουν. Αμέσως μόλις έφαγαν τον απαγορευμένο καρπό, ο θεός είπε στον εαυτό του, σύμφωνα τουλάχιστον με την Βίβλο: «Ιδού, έγινε ο Αδάμ όμοιος με εμάς ως προς την γνώση του καλού και του κακού. Και τώρα ας φροντίσουμε να μην απλώσει το χέρι του και πιάσει τον καρπό της ζωής και φάει και ζήσει αιωνίως».
Ας αφήσουμε τώρα το φανταστικό μέρος αυτού του παραμυθιού και ας εξετάσουμε το πραγματικό νόημά του, που άλλωστε είναι ολοφάνερο. Ο άνθρωπος χειραφετήθηκε, έπαψε να είναι ζώο και έγινε άνθρωπος, άρχισε την Ιστορία του και την ειδικά ανθρώπινη ανάπτυξή του με μία πράξη ανυπακοής και Επιστήμης, δηλαδή με την ε ξ έ γ ε ρ σ η και την σ κ έ ψ η.
… Είναι ολοφάνερο ότι το τρομερό αυτό και ανεξήγητο μυστήριο του Ιαχωβά στηρίζεται στον παραλογισμό, επειδή ακριβώς μόνο το παράλογο δεν επιτρέπει να του δοθεί καμμία εξήγηση. Είναι ολοφάνερο ότι όποιος το χρειάζεται για να ζήσει και να ευτυχήσει, πρέπει να αποκηρύξει την λογική του και να επιστρέψει, αν το μπορεί, στην αφελή, τυφλή και ηλίθια πίστη. Πρέπει να επαναλάβει μαζί με τον Τερτυλλιανό και όλους τους πραγματικούς πιστούς τα λόγια αυτά που συνοψίζουν την πεμπτουσία της θεολογίας: «Credo quia absurdum!», «Πιστεύω γιατί είναι παράλογο!».
Τότε σταματάει κάθε συζήτηση και απομένει η επική ηλιθιότητα της πίστης. Όμως αμέσως τίθεται ένα άλλο ερώτημα: πώς μπορεί να γεννηθεί σε έναν έξυπνο και μορφωμένο άνθρωπο η ανάγκη να πιστέψει σε τέτοια πράγματα; Η πίστη βέβαια σε έναν δημιουργό, ρυθμιστή, κριτή, κυρίαρχο, τύραννο, σωτήρα και ευεργέτη του κόσμου, παραμένει ισχυρή στον λαό, πολύ περισσότερο στους αγροτικούς πληθυσμούς παρά στο προλεταριάτο των πόλεων. Αυτό είναι κάτι το φυσικό, εάν αναλογισθεί κανείς ότι δυστυχώς ο λαός είναι ακόμα πολύ αμαθής και διατηρείται στην άγνοια χάρη στις συστηματικές προσπάθειες όλων των κυβερνήσεων, που δίκαια θεωρούν την άγνοια του λαού ως μία ουσιώδη προϋπόθεση της εξουσίας τους. Συντριμμένος από την συνεχή δουλειά, στερημένος από τις δυνατότητες πνευματικής ησυχίας, επικοινωνίας, ανάγνωσης και κυρίως από όλα τα μέσα και κίνητρα για την ανάπτυξη της σκέψης του, ο λαός συνήθως αποδέχεται στο σύνολό τους και δίχως κριτική τις θρησκευτικές πίστεις. Αυτές τον περιβάλλουν από την γέννησή του σε όλες τις περιστάσεις της ζωής του και, διατηρούμενες τεχνητά μέσα του από ένα πλήθος επίσημων δηλητηριαστών κάθε είδους, παπάδων και μη, μετασχηματίζονται μέσα του σε ένα είδος πνευματικής συνήθειας, συχνά ισχυρότερης από την φυσική του λογική.
Υπάρχει όμως και μία άλλη αιτία των παράλογων πεποιθήσεων του λαού: η μιζέρια που μοιραία του επιφυλάσσεται από την οικονομική κατάσταση των κοινωνιών, ακόμα και στις πιο πολιτισμένες χώρες της Ευρώπης. Περιορισμένος πνευματικά, ηθικά και υλικά στο ελάχιστο της ανθρώπινης ύπαρξης, εγκλωβισμένος μέσα στην ζωή του, όπως ο φυλακισμένος στο κελλί, δίχως ορίζοντες και διέξοδο και μάλιστα δίχως μέλλον εάν πιστέψουμε τους οικονομολόγους, ο λαός θάπρεπε να έχει την ευνουχισμένη ψυχή και το ρυτιδωμένο ένστικτο των πλουσίων για να μην αισθάνεται την ανάγκη να ξεφύγει. Όμως γι’ αυτό υπάρχουν τρία μόνον μέσα, από τα οποία τα δύο είναι φανταστικά και μόνο το ένα πραγματικό. Τα δύο πρώτα είναι τα μπορντέλα και οι εκκλησίες, το τρίτο η Κοινωνική Επανάσταση. Η τελευταία είναι πολύ πιο ικανή από την αντιθεολογική προπαγάνδα των οπαδών της ελεύθερης σκέψης να καταστρέψει τα θρησκευτικά πιστεύω και τις διεφθαρμένες συνήθειες του λαού, τα οποία συνδέονται πολύ πιο στενά από όσο γενικά πιστεύεται. Αντικαθιστώντας τις απατηλές όσο και κτηνώδεις απολαύσεις της σωματικής και διανοητικής εξαχρείωσης με τις λεπτές όσο και πλούσιες απολαύσεις ενός ανθρωπισμού καλλιεργημένου μέσα στον καθένα μας αλλά και σε όλους μας, η Κοινωνική Επανάσταση θα έχει την δύναμη να σφραγίσει ταυτόχρονα όλα τα μπορντέλα και όλες τις εκκλησίες. Μέχρι τότε, η πλειοψηφία του λαού θα είναι καταδικασμένη να πιστεύει, έστω και αδικαιολόγητα.
Υπάρχει και μία άλλη κατηγορία ανθρώπων, που αν και δεν πιστεύουν, πρέπει τουλάχιστον να καμώνονται ότι πιστεύουν. Είναι όλοι οι βασανιστές, καταπιεστές και εκμεταλλευτές της ανθρωπότητας, δηλαδή οι παπάδες, οι βασιλιάδες, οι κυβερνήτες, οι στρατιωτικοί, οι διαχειριστές του δημοσίου ή ιδιωτικού χρήματος, οι δημόσιοι λειτουργοί κάθε είδους, οι αστυνομικοί, οι χωροφύλακες, οι δεσμοφύλακες και οι δήμιοι, οι καπιταλιστές και οι αγιογδύτες, οι ιδιοκτήτες και οι επιχειρηματίες, οι δικηγόροι, οι οικονομολόγοι, οι πολιτικοί κάθε απόχρωσης, μέχρι και ο τελευταίος μανάβης, που όλοι τους θα επαναλάβουν τα λόγια του Βολταίρου ότι «εάν ο θεός δεν υπήρχε, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε». Βλέπετε «χρειάζεται μία θρησκεία για τον λαό». Αυτό αποτελεί μία δικλείδα ασφαλείας.
Υπάρχουν ακόμα μερικοί άλλοι άνθρωποι, τίμιοι αλλά αδύναμοι, που είναι αρκετά ευφυείς ώστε να μην παίρνουν στα σοβαρά τα χριστιανικά δόγματα και να απορρίπτουν αρκετά συγκεκριμένα σημεία, όμως δεν έχουν το αναγκαίο θάρρος, την αναγκαία δύναμη και αποφασιστικότητα για να απορρίψουν τον Χριστιανισμό στο σύνολό του. Κριτικάρουν από την μία τις λεπτομέρειες των παραλογισμών του ή αρνούνται να πιστέψουν στα θαύματα, αλλά από την άλλη προσκολλώνται απελπισμένα στον υπέρτατο παραλογισμό, στην πηγή όλων των άλλων παραλογισμών, στο θαύμα που εξηγεί και δικαιολογεί όλα τα θαύματα, στην ύπαρξη ενός προσωπικού θεού, που δεν είναι καν το ρωμαλέο και πανίσχυρο ον, η ολοκληρωτική βεβαιότητα της θεολογίας, αλλά ένα ον νεφελώδες, διάφανο και απατηλό, τόσο απατηλό που μεταβάλλεται σε τίποτε όταν πιστέψεις ότι πράγματι το έχεις κατανοήσει. Είναι μία οφθαλμαπάτη, μία χλωμή ανταύγεια, που ούτε να θερμάνει μπορεί, ούτε και να φωτίσει. Παρ’ όλα αυτά, εκείνοι επιμένουν να προσκολλώνται σε αυτό και να πιστεύουν και από πάνω ότι η εξαφάνισή του θα σήμαινε δήθεν την απώλεια των πάντων. Είναι άνθρωποι αναποφάσιστοι, νοσηροί, αποπροσανατολισμένοι, άνθρωποι που δεν ανήκουν ούτε στο παρελθόν, ούτε στο μέλλον, ωχρά φαντάσματα αιωρούμενα σε όλη την ζωή τους ανάμεσα στον ουρανό και την γη… Άνθρωποι που τους λείπει η δύναμη να ωθούν τους συλλογισμούς τους μέχρι τα τελικά λογικά συμπεράσματα, άνθρωποι που τους λείπει η θέληση και η αποφασιστικότητα και σπαταλούν την ζωή τους προσπαθώντας συνέχεια να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα.
(Από το βιβλίο «Θεός και Κράτος», που γράφτηκε τον Φεβρουάριο 1871 και πρωτοεκδόθηκε το 1882)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου