Λουϊ Αντουάν Λεόν ντε Σαιν Ζυστ (Louis Antoine Leon de Saint Just,25 Αυγούστου 1767 – 28 Ιουλίου 1794)
Ποιητής και συγγραφέας, ένας από τους ηγέτες του κόμματος των «Ορεινών» Ιακωβίνων και αχώριστος φίλος του Ροβεσπιέρου, υπήρξε ο δεύτερος σε μέγεθος επαναστάτης της Γαλλικής Επανάστασης και αυτό παρά το πολύ νεαρό της ηλικίας του, ενσαρκώνοντας ό,τι πιο αγνό είχαν να επιδείξουν οι τότε, πιεστικά συγκρουσιακοί, καιροί. Η σύντομη πολιτική και επαναστατική σταδιοδρομία του χαρακτηρίστηκε κυρίως από την άρνησή του να καταφεύγει σε ελιγμούς και «τακτικές» υποχωρήσεις, καθώς και από την επιμονή του στην διαρκή δράση, αφού για εκείνον οι επαναστατικές θεωρίες αξιολογούνται σωστά μόνον από το εάν είναι δυνατόν ή όχι να εφαρμοστούν στην πράξη: «αυτοί που κάνουν επαναστάσεις στον κόσμο, αυτοί που θέλουν να κάνουν το καλό, δεν πρέπει να αναπαύονται παρά μόνο μέσα στον τάφο».
Ο Σαιν Ζυστ γεννήθηκε στο Nτεσίζ (Decize) του Nivernais από μικροαστική οικογένεια με πατέρα στρατιωτικό. Σε ηλικία 10 ετών έμεινε ορφανός από πατέρα, και μεγάλωσε κοντά στην μητέρα του και τις δύο αδελφές του. Σπούδασε στο κολέγιο του Σαιν Nικολά της Σουασόν, από όπου αποφοίτησε το 1875. Tην νύκτα της 8ης Σεπτεμβρίου 1786, ο μόλις 19χρονος Σαιν Zυστ έφυγε από το σπίτι του μετα από μία ερωτική απογοήτευση, παίρνοντας μαζί και τα ασημικά της μητέρας του. Η απόδρασή του αυτή προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση της χήρας μητέρας του, που τον έστειλε στο Παρίσι και μετά στην Ρεμς με προορισμό να σπουδάσει νομικά, αφού πρώτα είχε πετύχει με δικαστική απόφαση να τον έχει περιορισμένο «κατ’ οίκον» με δικαίωμα εξόδου μόνο για τις ανάγκες των σπουδών του. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, ο Σαιν Ζυστ ήταν μόνο 22 ετών και είχε μόλις εκδώσει την τολμηρή ποιητική του συλλογή «Organt» (την οποία κάποιοι θεώρησαν «πορνογραφική» και «αντιχριστιανική»). Παρά το νεαρό της ηλικίας του (χρειάστηκε μάλιστα να πλαστογραφήσει τα πιστοποιητικά γέννησής του για να δείξει κατάλληλη ηλικία ώστε να εκλεγεί στην συνέλευση εκλεκτόρων της περιοχής του και μετά σε θέση αξιωματικού της Εθνοφρουράς του Aisne), ο Σαιν Ζυστ αναδείχθηκε σε έναν αφοσιωμένο, δραστήριο, πιστό στην φιλία, ευφυή και, κυρίως, τολμηρό πολιτικό άνδρα, θαυμαστή των αρχαίων Στωϊκών και ιδίως του τυραννοκτόνου Βρούτου και του Κάτωνος του Νεότερου: «Σύντομα τα φωτισμένα έθνη θα δικάσουν όλους αυτούς που έως τώρα τα κυβερνούσαν. Οι βασιλιάδες θα καταφύγουν στην έρημο, συντροφιά με τα άγρια θηρία που τους μοιάζουν και η Φύση θα ανακτήσει τα δικαιώματά της», διακήρυσσε στις 24 Απριλίου 1793, στον περίφημο λόγο του, αποσπάσματα του οποίου παραθέτουμε παρακάτω.
Επιβλητικός ως παρουσία στον χώρο των επαναστατών (με όμορφο πρόσωπο, δυνατή και μελαγχολική έκφραση, βλέμμα σταθερό και διαπεραστικό και μαύρα μακριά μαλλιά), αυστηρός με τους ανθρώπους («αν και αγαπούσε τον λαό, δεν κολάκευε τις αδυναμίες του… αλλά ήθελε να του προσφέρει άνεση, κάνοντάς τον αξιοπρεπή και σοβαρό») και αφοσιωμένος στον Ροβεσπιέρο («εκείνο που τον είχε τραβήξει κοντά στον Ροβεσπιέρο, ήταν η φήμη του για τον αδιάφθορο και ακέραιο χαρακτήρα του, η αυστηρή ζωή του και οι ιδέες του που συμφωνούσαν απολύτως με τις δικές του», γράφει ο Μινιέ), ζητούσε την εγκαθίδρυση μίας αυθεντικής Δημοκρατίας, η οποία να στηρίζεται στην ισόποση διανομή των αγαθών, την πνευματική εξύψωση των πλατιών λαϊκών μαζών αλλά κυρίως στην Αρετή: «εκείνοι που πρόκειται να κυβερνούν την Δημοκρατία, θα πρέπει να είναι υποδείγματα Αρετής και τιμιότητας», τόνιζε.
Το 1791 εξέδωσε το δημοφιλέστατο «Πνεύμα της Επανάστασης» («L’ Esprit de la Revolution») και από τα τέλη του 1792 συνδέθηκε με την Λέσχη των Ιακωβίνων, της οποίας πολύ σύντομα έγινε ηγετικό στέλεχος. Πεπεισμένος ότι η Επανάσταση θα επιζούσε μόνο εάν η Εθνοσυνέλευση συγκέντρωνε στα χέρια της όλες τις εξουσίες, στην δίκη του βασιλιά Λουδοβίκου υποστήριξε την καταδίκη του σε θάνατο, δίχως προσφυγή στον λαό («το να δικάσουμε ως πολίτη έναν τύραννο θα κινήσει την απορία των μεταγενέστερων», «καθήκον μας είναι λιγότερο να τον κρίνουμε και περισσότερο να τον καταδικάσουμε» και «οι επαναστάσεις αρχίζουν από εκεί που τελειώνουν οι τύραννοι») και δεν είχε ενδοιασμό στο να προτείνει την χρήση βίας για την εξουδετέρωση των αντιδραστικών, οι οποίοι εξαιτίας αυτού τον απεκάλεσαν «άγγελο του θανάτου». Η εφεύρεση και επικόλληση αυτού του τίτλου ήταν όμως πέρα για πέρα κακόβουλη και δεν έχει την ελάχιστη βαρύτητα πέραν μίας αντανάκλασης του τρόμου που ενέπνεε (και πολύ καλά έκανε) στα αντεπαναστατικά και αντιδραστικά στοιχεία. Άλλωστε ο Σαιν Ζυστ υπήρξε αποφασιστικά σκληρός και αμείλικτος μόνο στις περιπτώσεις που αυτά τα στοιχεία απειλούσαν ξεκάθαρα το πολιτικό πρόγραμμα των Ιακωβίνων, ενώ αντίθετα στην περιφέρεια του Κάτω Ρήνου σταμάτησε ο ίδιος προσωπικά τις υπερβολές του τοπικού «δημόσιου κατήγορου του Επαναστατικού Δικαστηρίου» Σνάϊντερ, τον συνέλαβε και τον έστειλε κατηγορούμενο στο Παρίσι, όπου και καρατομήθηκε.
Ποιητής και συγγραφέας, ένας από τους ηγέτες του κόμματος των «Ορεινών» Ιακωβίνων και αχώριστος φίλος του Ροβεσπιέρου, υπήρξε ο δεύτερος σε μέγεθος επαναστάτης της Γαλλικής Επανάστασης και αυτό παρά το πολύ νεαρό της ηλικίας του, ενσαρκώνοντας ό,τι πιο αγνό είχαν να επιδείξουν οι τότε, πιεστικά συγκρουσιακοί, καιροί. Η σύντομη πολιτική και επαναστατική σταδιοδρομία του χαρακτηρίστηκε κυρίως από την άρνησή του να καταφεύγει σε ελιγμούς και «τακτικές» υποχωρήσεις, καθώς και από την επιμονή του στην διαρκή δράση, αφού για εκείνον οι επαναστατικές θεωρίες αξιολογούνται σωστά μόνον από το εάν είναι δυνατόν ή όχι να εφαρμοστούν στην πράξη: «αυτοί που κάνουν επαναστάσεις στον κόσμο, αυτοί που θέλουν να κάνουν το καλό, δεν πρέπει να αναπαύονται παρά μόνο μέσα στον τάφο».
Ο Σαιν Ζυστ γεννήθηκε στο Nτεσίζ (Decize) του Nivernais από μικροαστική οικογένεια με πατέρα στρατιωτικό. Σε ηλικία 10 ετών έμεινε ορφανός από πατέρα, και μεγάλωσε κοντά στην μητέρα του και τις δύο αδελφές του. Σπούδασε στο κολέγιο του Σαιν Nικολά της Σουασόν, από όπου αποφοίτησε το 1875. Tην νύκτα της 8ης Σεπτεμβρίου 1786, ο μόλις 19χρονος Σαιν Zυστ έφυγε από το σπίτι του μετα από μία ερωτική απογοήτευση, παίρνοντας μαζί και τα ασημικά της μητέρας του. Η απόδρασή του αυτή προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση της χήρας μητέρας του, που τον έστειλε στο Παρίσι και μετά στην Ρεμς με προορισμό να σπουδάσει νομικά, αφού πρώτα είχε πετύχει με δικαστική απόφαση να τον έχει περιορισμένο «κατ’ οίκον» με δικαίωμα εξόδου μόνο για τις ανάγκες των σπουδών του. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, ο Σαιν Ζυστ ήταν μόνο 22 ετών και είχε μόλις εκδώσει την τολμηρή ποιητική του συλλογή «Organt» (την οποία κάποιοι θεώρησαν «πορνογραφική» και «αντιχριστιανική»). Παρά το νεαρό της ηλικίας του (χρειάστηκε μάλιστα να πλαστογραφήσει τα πιστοποιητικά γέννησής του για να δείξει κατάλληλη ηλικία ώστε να εκλεγεί στην συνέλευση εκλεκτόρων της περιοχής του και μετά σε θέση αξιωματικού της Εθνοφρουράς του Aisne), ο Σαιν Ζυστ αναδείχθηκε σε έναν αφοσιωμένο, δραστήριο, πιστό στην φιλία, ευφυή και, κυρίως, τολμηρό πολιτικό άνδρα, θαυμαστή των αρχαίων Στωϊκών και ιδίως του τυραννοκτόνου Βρούτου και του Κάτωνος του Νεότερου: «Σύντομα τα φωτισμένα έθνη θα δικάσουν όλους αυτούς που έως τώρα τα κυβερνούσαν. Οι βασιλιάδες θα καταφύγουν στην έρημο, συντροφιά με τα άγρια θηρία που τους μοιάζουν και η Φύση θα ανακτήσει τα δικαιώματά της», διακήρυσσε στις 24 Απριλίου 1793, στον περίφημο λόγο του, αποσπάσματα του οποίου παραθέτουμε παρακάτω.
Επιβλητικός ως παρουσία στον χώρο των επαναστατών (με όμορφο πρόσωπο, δυνατή και μελαγχολική έκφραση, βλέμμα σταθερό και διαπεραστικό και μαύρα μακριά μαλλιά), αυστηρός με τους ανθρώπους («αν και αγαπούσε τον λαό, δεν κολάκευε τις αδυναμίες του… αλλά ήθελε να του προσφέρει άνεση, κάνοντάς τον αξιοπρεπή και σοβαρό») και αφοσιωμένος στον Ροβεσπιέρο («εκείνο που τον είχε τραβήξει κοντά στον Ροβεσπιέρο, ήταν η φήμη του για τον αδιάφθορο και ακέραιο χαρακτήρα του, η αυστηρή ζωή του και οι ιδέες του που συμφωνούσαν απολύτως με τις δικές του», γράφει ο Μινιέ), ζητούσε την εγκαθίδρυση μίας αυθεντικής Δημοκρατίας, η οποία να στηρίζεται στην ισόποση διανομή των αγαθών, την πνευματική εξύψωση των πλατιών λαϊκών μαζών αλλά κυρίως στην Αρετή: «εκείνοι που πρόκειται να κυβερνούν την Δημοκρατία, θα πρέπει να είναι υποδείγματα Αρετής και τιμιότητας», τόνιζε.
Το 1791 εξέδωσε το δημοφιλέστατο «Πνεύμα της Επανάστασης» («L’ Esprit de la Revolution») και από τα τέλη του 1792 συνδέθηκε με την Λέσχη των Ιακωβίνων, της οποίας πολύ σύντομα έγινε ηγετικό στέλεχος. Πεπεισμένος ότι η Επανάσταση θα επιζούσε μόνο εάν η Εθνοσυνέλευση συγκέντρωνε στα χέρια της όλες τις εξουσίες, στην δίκη του βασιλιά Λουδοβίκου υποστήριξε την καταδίκη του σε θάνατο, δίχως προσφυγή στον λαό («το να δικάσουμε ως πολίτη έναν τύραννο θα κινήσει την απορία των μεταγενέστερων», «καθήκον μας είναι λιγότερο να τον κρίνουμε και περισσότερο να τον καταδικάσουμε» και «οι επαναστάσεις αρχίζουν από εκεί που τελειώνουν οι τύραννοι») και δεν είχε ενδοιασμό στο να προτείνει την χρήση βίας για την εξουδετέρωση των αντιδραστικών, οι οποίοι εξαιτίας αυτού τον απεκάλεσαν «άγγελο του θανάτου». Η εφεύρεση και επικόλληση αυτού του τίτλου ήταν όμως πέρα για πέρα κακόβουλη και δεν έχει την ελάχιστη βαρύτητα πέραν μίας αντανάκλασης του τρόμου που ενέπνεε (και πολύ καλά έκανε) στα αντεπαναστατικά και αντιδραστικά στοιχεία. Άλλωστε ο Σαιν Ζυστ υπήρξε αποφασιστικά σκληρός και αμείλικτος μόνο στις περιπτώσεις που αυτά τα στοιχεία απειλούσαν ξεκάθαρα το πολιτικό πρόγραμμα των Ιακωβίνων, ενώ αντίθετα στην περιφέρεια του Κάτω Ρήνου σταμάτησε ο ίδιος προσωπικά τις υπερβολές του τοπικού «δημόσιου κατήγορου του Επαναστατικού Δικαστηρίου» Σνάϊντερ, τον συνέλαβε και τον έστειλε κατηγορούμενο στο Παρίσι, όπου και καρατομήθηκε.
Ο Σαιν Ζυστ, που διατηρούσε δεσμό με την νεότερη αδελφή του Φίλιππου Λεμπά, Ενριέττα, η οποία μέχρι που πέθανε αρνήθηκε να αποτάξει τους ροβεσπιερικούς, εισηγήθηκε μεταρρυθμίσεις («σε καιρούς αλλαγών, ό,τι δεν είναι νέο είναι ολέθριο»), που επέτρεπαν τον έλεγχο των νομαρχιακών και δημοτικών συμβουλίων από την Επανάσταση και στις 24 Μαϊου 1793 υπερασπίστηκε στην Συμβατική την άνευ πληθυσμιακού ορίου δικαιοδοσία των Δήμων. Ως μέλος της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας από τις 10 Ιουλίου 1793, ο Σαιν Ζυστ πέτυχε την υπακοή όλων των συλλογικών οργάνων στις δικές της εντολές και υπό την πίεση της ακροαριστερής συνθηματολογίας των οπαδών του Εμπέρ, άρχισε να ετοιμάζει την κατάθεση μίας ουτοπίας λιτότητας και αφοσίωσης με πρότυπο την Αρχαία Σπάρτη και εισηγήθηκε τα περίφημα «Διατάγματα Βεντόζ» («Decrets de Ventose», Φεβρουάριος και Μάρτιος 1974) με τα οποία η Επανάσταση δρομολόγησε την διανομή στους φτωχούς πατριώτες των δημευθέντων αγαθών των εχθρών της: «η ιδιοκτησία εκείνων που αποδείχθηκαν εχθροί της επανάστασης δημεύεται προς όφελος της Δημοκρατίας».
Στις 10 Οκτωβρίου 1793 ο Σαιν Ζυστ κατέθεσε στην Συμβατική εκ μέρους της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας την περίφημη αναφορά του «Για την Επαναστατική Κυβέρνηση». Παρά το νεαρό της ηλικίας του κατόρθωσε να κατανοήσει σε βάθος τις έννοιες της Αρετής και της Χρηστότητας, ενδεικτικό είναι μάλιστα, ότι όταν ζητούσε την σύλληψη του Νταντών, είχε τελειώσει την αγόρευσή του με την φράση «πρέπει να μάθουμε να είμαστε μετριόφρονες. Το μεγαλύτερο αγαθό είναι η χρηστότητα που δεν φαίνεται». Σχεδίαζε να αποσύρει από την κυκλοφορία το χαρτονόμισμα, να καταστήσει το κράτος κληρονόμο όσων πέθαιναν χωρίς κοντινούς συγγενείς και, όμοια με την λυκούργεια περίοδο της αρχαίας Σπάρτης, να καταργήσει το δικαίωμα γραφής διαθηκών και να υποχρεώσει τους πολίτες να λογοδοτούν ανά έτος για την διαχείριση της περιουσίας τους. Ήθελε επίσης να ενισχύσει τα σχολεία με εισοδήματα από τα εθνικά κτήματα και πίστευε ότι κάθε παιδί ανήκει πρωτίστως στην πατρίδα, συνεπώς εκπόνησε ένας σχέδιο για κοινή και δημόσια εκπαίδευση, με πρότυπο την περίφημη «Αγωγή» των αρχαίων Λακεδαιμονίων. Στις ημιτελείς σημειώσεις του «Για τους Θεσμούς της Δημοκρατίας», που βρέθηκαν μετά τον θάνατό του, ο Σαιν Ζυστ έγραφε:
«Τα παιδιά θα ανήκουν στις μητέρες τους μέχρι την ηλικία των 5 ετών, αρκεί όμως αυτές να τα θηλάζουν οι ίδιες. Μετά από αυτήν την ηλικία θα ανήκουν διά βίου στην Δημοκρατία… Το παιδί, όπως και ο πολίτης στον οποίο θα εξελιχθεί, ανήκουν στην πατρίδα, συνεπώς κρίνεται απαραίτητη μία κοινή διαπαιδαγώγησή τους. Τα παιδιά θα πρέπει να μεγαλώνουν μαθαίνοντας να αγαπούν την σιωπή και τον σεβασμό για τους καλούς ομιλητές. Θα πρέπει να εξασκούνται στην λακωνική ομιλία… και να εθίζονται στις απλές αλήθειες... Τα παιδιά θα εκπαιδεύονται με έξοδα της Πολιτείας από την ηλικία των 5 ετών έως την ηλικία των 16. Από 5 έως 10 θα μαθαίνουν να διαβάζουν, να γράφουν και να κολυμπούν. Δεν θα επιτρέπεται σε κανέναν να κτυπήσει παιδί. Τα παιδιά θα διδάσκονται πρώτα τι είναι καλό και μετά θα αφήνονται στην διαμόρφωση της Φύσης. Όσοι κτυπούν παιδιά θα τιμωρούνται. Τα παιδιά θα τρώνε όλα μαζί, ένα πλήρες διαιτολόγιο βασισμένο σε βολβούς, φρούτα, λαχανικά, γάλα, τυρί και ψωμί. Οι δάσκαλοι των παιδιών σε αυτή την ηλικία θα πρέπει να μην είναι νεότεροι των 60 ετών… Η εκπαίδευση των παιδιών ηλικίας από 10 έως 16 θα είναι στρατιωτική και αγροτική» και «ο Γαλλικός λαός αναγνωρίζει την ύπαρξη του Υπερτάτου Όντος και την αθανασία των ψυχών. Η πρώτη ημέρα του κάθε μήνα θα είναι αφιερωμένη στο Αιώνιο. Θυμίαμα θα καίει ημέρα και νύχτα στους Ναούς και θα φροντίζεται εκ περιτροπής σε 24ωρη βάση από άνδρες που έχουν φθάσει στην ηλικία των 60. Οι Ναοί δεν θα κλείνουν ποτέ. Ο Γαλλικός λαός αφιερώνει τα αγαθά του και τα παιδιά του στο Αιώνιο. Οι αθάνατες ψυχές όλων εκείνων που έχουν πεθάνει για την πατρίδα, που έχουν θητεύσει ως αγαθοί πολίτες, που έχουν τιμήσει τους πατέρες και τις μητέρες τους και ποτέ δεν τους έχουν εγκαταλείψει, βρίσκονται στην αγκαλιά του Αιωνίου. Την πρώτη ημέρα του μήνα Ζερμινάλ (του μήνα της σποράς, 21 Μαρτίου – 19 Απριλίου) η Δημοκρατία θα τιμά την Θεότητα, την Φύση και τον Λαό. Την πρώτη ημέρα του μήνα Φλορεάλ (του μήνα της άνθισης, 20 Απριλίου – 19 Μαϊου) θα τιμά την Θεότητα, τον Έρωτα και τον Συζυγικό Δεσμό… Και κάθε χρονιά, σε αυτή την πρώτη ημέρα του Φλορεάλ, τα μέλη της κάθε κοινότητας θα διαλέγουν μεταξύ τους, μέσα στον Ναό τους, έναν νέο, ευκατάστατο, ενάρετο και αρτιμελή άνδρα, ηλικίας μεταξύ 21 και 30 ετών, ο οποίος με την σειρά του θα διαλέγει ως σύζυγο μία φτωχή κοπέλα, σε αιώνια ανάμνηση της ισονομίας των ανθρώπων» (όπως παρατίθεται στο «Readings in European History» του J. H. Robinson, τόμος 2, σελ. 451 - 454)
Πολεμώντας και ο ίδιος, αναδιοργάνωσε τις στρατιές στο μέτωπο του Βορρά και έθεσε στους στρατηγούς το δίλημμα «νίκη ή δίκη για προδοσία», κατόρθωσε δε τον Ιούνιο του 1794 να καταλάβει το Βέλγιο. Κλήθηκε από τον Ροβεσπιέρο να επιστρέψει στο Παρίσι, καθώς ο τελευταίος έβλεπε να διογκώνεται η αντίδραση κατά της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας και να μεθοδεύεται η ανατροπή της. Ο Σαιν Ζυστ πρότεινε ακόμα αυστηρότερη αντιμετώπιση των αντεπαναστατών, δίχως όμως να μπορέσει να αποτρέψει την συνομωσία τους. Συνελήφθη μαζί με τον Ροβεσπιέρο και τους άλλους ομοϊδεάτες τους στις 27 Ιουλίου 1794 (9η Θερμιδόρ, του έτους 2), καθώς προσπαθούσε να διαβάσει στην Εθνοσυνέλευση αναφορά για τους εντοπισμένους προδότες και την επόμενη ημέρα, φορώντας χειροπέδες βάδισε μόνος του προς την λαιμητόμο δίπλα στον μισοπεθαμένο Ροβεσπιέρο, επιδεικτικά ήρεμος και γαλήνιος, προκαλώντας δέος στους δήμιους και στο συγκεντρωμένο πλήθος, στο οποίο δήλωσε με υπερηφάνεια: «Δεν είναι τίποτε αυτή η σκόνη που αποτελεί το σώμα μου και τώρα σας μιλάει. Αυτήν λοιπόν τη σκόνη μόνο μπορείτε να βλάψετε και να θανατώσετε, σάς έχω αφαιρέσει όμως κάθε δυνατότητα να ληστέψετε την ελεύθερη ζωή που εγώ ο ίδιος χάρισα στον πραγματικό εαυτό μου στους αιώνες και στους ουρανούς» (Πάλμερ, σελ. 367, 380). Ήταν μόλις 26 ετών. Το σώμα του ρίχτηκε στον ίδιο ασβεστόλακκο του νεκροταφείου του Errancis που εξαφάνισε και τα άλλα σώματα των καρατομημένων ροβεσπιερικών.
(Από το βιβλίο του Βλάση Ρασσιά «Λαιμητόμος Αρετή. Ροβεσπιέρος – Σαιν Ζυστ – Κουτόν», εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη», Αθήνα, 2007).
Το κείμενο αντλήθηκε από: http://www.rassias.gr/REVOL003.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου